«Και κάποιος θα έλεγε πως η εποχή των θαυμάτων έχει περάσει…»

Πολλές φορές μέσα στην υπνωτιστική διάρκεια της υποβλητικής (με κάθε πιθανή έννοια της λέξης) ταινίας του Καρλ Ντράγιερ, θα έλεγες πως αυτή είναι μάλλον μια ταινία που δεν την βλέπεις στην πραγματικότητα. Που δεν μπορείς να την δεις, αφού, όπως θα υποστηρίξει πολλές φορές - μάταια αφού κανείς δεν τον ακούει - μέσα στη διάρκεια της ο Γιοχάνες, αυτός που όλοι θεωρούν τρελό, τα μάτια μας είναι κλειστά, δεν μπορούμε να διακρίνουμε την ύπαρξη του θείου που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και τα θαύματα δεν συμβαίνουν παρά μόνο σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να συνοδεύσουν τις προσευχές τους με αληθινή πίστη.

Με μια κίνηση της κάμερας που μπαινοβγαίνει από τα μινιμαλιστικά δωμάτια - σχεδόν κελιά μοναστηριού που όσο προχωράει η ταινία αδειάζουν ακόμη περισσότερο για να φέρουν μόνο το «απαραίτητο» - στην άγρια φύση, ο Ντράγιερ γράφει εδώ με δικές του λέξεις, με ένα πρωτόγνωρο συντακτικό και με μια ταπεινή αλλά την ίδια στιγμή μεγαλειώδη φιλοσοφική αναζήτησή ένα δοκίμιο πάνω στο τέλος των θρησκειών και στο ανεξαρτήτως δόγματος «καθ ομοίωσιν» που περισσότερο από τα τετριμμένα περί της «σωτηρίας της ψυχής» αποθεώνει (τι ειρωνία κι αυτή) την ύπαρξη, την αξία, την ομορφιά, τον τρόμο, το απόλυτο της ανθρώπινης ζωής.

Βρισκόμαστε στη Δανία της δεκαετίας του 1920. Κάπου στην εξοχή ζει ο πατριάρχης Μόρτεν Μπόργκεν μαζί με τους τρεις γιους του, τον Μίκελ που περιμένει να γίνει για τρίτη φορά πατέρας από την Ινγκερ, τον Γιοχάνες που μετά το πέρας των θεολογικών του σπουδών πίστεψε πως είναι ο Ιησούς Χριστός ερχόμενος ξανά στη Γη για να διδάξει το λόγο του Θεού και ο Αντερς, ο μικρότερος που είναι ερωτευμένος με την κόρη του ράφτη, θανάσιμου εχθρού του Μόρτεν Μπόργκεν καθώς οι δύο άντρες ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα της ίδιας θρησκείας. Τη στιγμή που θα συναντήσουμε την οικογένεια των Μπόργκεν, και παρά τα όσα λέγονται δυνατά και σθεναρά από όλα τα μέλη της, η πίστη τους στο Θεό δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί μέχρι τέλους, σε κάτι που σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να είναι μια παραβολή.

Αν ο Ντράγιερ κάνει μια ταινία για τη θρησκεία, το κάνει δικαιώνοντας και τον Γιοχάνες που μιλάει κυριολεκτικά με το «λόγο του Θεού» ενώ όλοι του ζητούν ευγενικά να κλειδωθεί στο δωμάτιο του για να μην ενοχλεί, αλλά και τον Μίκελ που δηλώνει πλέον «άθεος», ακόμη και τον ίδιο τον Μόρτεν Μπόργκεν που θα ενδώσει στη βία και τη μισαλλοδοξία ενώ θα το παραδεχτεί σχεδόν κοιτώντας την κάμερα πως και ο ίδιος πλέον έχει χάσει την πίστη στο Θεό. Διασχίζοντας με θαυμαστό τρόπο ολόκληρη τη διαδρομή από τη βεβαιότητα στην αμφιβολία, ο Ντράγιερ βάζει στο τραπέζι της συζήτησης (είναι η συγκλονιστική σκηνή της συνάντησης των δύο «αντιπάλων»), μια πραγματικά ρηξικέλευθη (και σήμερα τόσο ανατριχιαστικά επίκαιρη) άποψη για το τι σημαίνει τελικά «πίστη» και «θρησκεία», χαρτογραφώντας μια διχασμένη κοινωνία που έχει χάσει προ πολλού το νόημα πάνω στο πραγματικά σημαντικό.

Θα ειπωθεί πολλές φορές στη διάρκεια της ταινίας πως πάνω από όλα θα έπρεπε να βρίσκεται η αγάπη, μόνο που για τον καθένα σε αυτή την ιστορία η αγάπη είναι κάτι διαφορετικό. Και όχι πάντα το ανιδιοτελές, μεγαλειώδες, αγνό και βαθιά επαναστατικό συναίσθημα που ίπταται δογμάτων, κηρυγμάτων, προσευχών και ικεσιών. Κατά μέτωπο με την τραγωδία, στο τελευταίο (πέραν από το) συγκλονιστικό κομμάτι αυτής της διαδρομής, με την πίστη χαμένη και την αγάπη να έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, είναι τόσα λίγα αυτά που μπορούν να κρατήσουν όρθιους ανθρώπους που καταρρέουν κάτω από την ίδια τους την αδυναμία, ανθρώπους που προσεύχονται από συνήθεια και σχεδόν πάντα αναζητούν αντάλλαγμα για την πίστη τους.

Το μόνο που απομένει, σε εκείνη την τελική πράξη (όπως σε κάθε μεγάλη τραγωδία) είναι το (το ένα) θαύμα. Αυτό στο οποίο όλοι πιστεύουν ότι μπορεί να συμβεί, αλλά κανείς δεν το πιστεύει πραγματικά.

Κανένας εκτός από ένα (φυσικά) παιδί και τον Ντράγιερ, που στο «Λόγο» κάνει ακριβώς αυτό. Εικονογραφεί το αδύνατο, σε μια ταινία που κρατάει μόνο τα σημαντικά: τα πρόσωπα των ηρώων του σαν βγαλμένα από οικογενειακά πορτρέτα με αδρές τις γραμμές της προσωπικής τους διαδρομής, το χώρο - εσωτερικό και εξωτερικό - σαν τον αντικατοπτρισμό της ανθρώπινης αν-ασφάλειας, το φως τόσο τεχνητό που μοιάζει τελικά με «φυσικό», την επιτήδευση (εδώ στη μορφή αργών μεγάλων πλάνων που ανοιγοκλείνουν πάνω στο ανθρώπινο δράμα) και το ρυθμό (είναι αδύνατον να μην νιώσεις αιχμάλωτος μιας σχεδόν τελετουργικής α-συνέχειας) που όπως πίστευε και δήλωνε πάντα ο Ντράγιερ είναι τόσο άρρηκτα δεμένα με την ιστορία ώστε οφείλουν σταδιακά να γίνονται αόρατα.

Ο «Λόγος» είναι μια ταινία για το αόρατο. Γι’ αυτό που δεν μπορούμε να δούμε. Μια μοναδική στιγμή στην κινηματογραφική ιστορία (και την ιστορία της τέχνης) και σίγουρα στην ιστορία του ίδιου του δημιουργού της, όπου μια οικογενειακή τραγωδία αποκτά διαστάσεις βιβλικές απλά και μόνο για να βάλει στο κέντρο οποιασδήποτε θεώρησης γύρω από τον Θεό τον άνθρωπο. Η λυτρωτική ακροτελεύτια σκηνή του κυριεύεται από τη λέξη «ζωή» (θυμηθείτε και το «Ολα είναι χάρη» του Ρομπέρ Μπρεσόν στο συγγενικό σε βεβαιότητες και αμφιβολίες «Ημερολόγιο Ενός Εφημέριου»). Μια λέξη βέβηλη απέναντι στη μετά θάνατο ζωή, σπουδαία όχι ως θαύμα ενός νέου (ή κάποιου) Ιησού αλλά ως απόδειξη πως η πίστη, όπως και όλες οι άλλες μεγάλες λέξεις με τις οποίες θα άξιζε να πολεμήσουμε το μίσος, και ας βάλουμε πρώτη την αγάπη, είναι μια πράξη πρωτίστως ανθρώπινη.