Την υποκρισία της σύγχρονης ζωής που κατευθύνεται από τα πλάνα, την πολιτική ορθότητα, τις αυστηρές κοινωνικές επιταγές, τα social media, τους άπειρους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει κανείς να ζει για να είναι αποδεκτός και... ελεύθερος, σχολιάζει ο Αυστριακός Μπέρνχαρντ Βένγκερ στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που έκανε πρεμιέρα στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Βενετίας. Το κάνει όμως τόσο σχολαστικά, επεξηγηματικά και στημένα που χάνει την ίδια την ειλικρίνεια που αναζητά.
Ο Ματίας (ενσαρκώνει κατά στιγμές άβολα, κατ' άλλες δεξιοτεχνικά ο Αλμπερχτ Σουχ του νεώτερου «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»), εργάζεται ως «ενοικιαζόμενος» πάροχος συναισθηματικών υπηρεσιών. Οι πελάτες τον πληρώνουν για να υποδυθεί τον συνοδό τους σε μια συναυλία, τον σύντροφό τους για να μπορέσουν να κλείσουν ένα πολυπόθητο σπίτι, ή για να κάνουν μαζί του ασκήσεις επιχειρηματολογίας απέναντι σ' έναν αυταρχικό σύζυγο. Ο Ματίας δεν είναι ηθοποιός, είναι, κατά τον ίδιο, ψυχολογικός υποστηρικτής. Οταν, όμως, η αληθινή του κοπέλα θα του ζητήσει να χωρίσουν γιατί «πλέον δεν τον πιστεύει», ο Ματίας θα καταρρεύσει, χάνοντας τα όρια μεταξύ της δουλειάς του στο ψέμα και της αληθινής προσωπικότητάς του.
Ο Βένγκερ σκηνοθετεί με συγκρατημένο χιούμορ και μια απτή πικρία. Ομως ένα εύρημα (όχι, πλέον, τόσο πρωτότυπο - βασισμένο, άλλωστε, στην πραγματική δυνατότητα, στην Ιαπωνία, να νοικιάσεις «φίλους» ή «συγγενείς»), που θα μπορούσε να μιλήσει δυνατά για τη μοναξιά στην εποχή της socialmediακής πολυκοσμίας, ή για το πώς ελέγχοντας με τη βοήθεια της τεχνολογίας την κάθε σου κίνηση χάνεις την αίσθηση του εαυτού σου, μπαίνει σε μια βαθμιδωτή, προβλέψιμη και αναμενόμενη φόρμα, ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, στον κυνισμό και την ελπίδα, αλλά παραμένοντας, σαν τον ήρωά της, σε όλα αμέτοχη.