6 Απριλίου 1917, Β. Γαλλία. Ο Μπλέικ κι ο Σκόφιλντ, δύο νεαροί στρατιώτες της 8ης διμοιρίας του βρετανικού στρατού, αναλαμβάνουν μία αποστολή αυτοκτονίας: έχουν λίγες ώρες για να διασχίσουν 15 χιλιόμετρα εχθρικού εδάφους και να παραδώσουν την εντολή του Στρατηγού απέναντι, στους λοχαγούς της 2ης διμοιρίας που είναι έτοιμοι να επιτεθούν στους Γερμανούς, οι οποίοι (φαίνονται να) υποχωρούν. Είναι παγίδα. Οι Γερμανοί τους περιμένουν για να τους αποδεκατίσουν. Ανάμεσα στους 1600 άντρες που καλούνται να σώσουν είναι κι ο μεγάλος αδελφός του Μπλέικ. Για αυτό κι ο δεκαοχτάχρονος φαντάρος περνά το συρματόπλεγμα με φόρα κι αυτοθυσία. Βοηθάει και το ότι πιστεύει ακόμα σε ηρωισμούς, αντίθετα από τον συνομήλικό του Σκόφιλντ που βλέπει πιο καθαρά. Δεν περιμένει παράσημα, στο τέλος της μέρας. Γνωρίζει ότι τους στέλνουν σε αυτή την αποστολή γιατί είναι αναλώσιμοι.

Ο Σαμ Μέντες («Skyfall», «Road to Perdition», «American Beauty»), ο οποίος υπογράφει (για πρώτη φορά στην καριέρα του) και το σενάριο μαζί με την Κρίστι Γουίλσον-Κερνς, βασισμένος σε αφηγήσεις του παππού του από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφασίζει να γυρίσει την ταινία με την ψευδαίσθηση ενός μονοπλάνου 119 λεπτών. Αυτό μπορεί να μην ισχύει τεχνικά (υπάρχουν στιγμές που το γυμνό μάτι δεν καταλαβαίνει, αλλά ο Μέντες κόβει), αλλά ως κινηματογραφική εμπειρία λειτουργεί έτσι ακριβώς: τρέχεις να σωθείς μαζί με τους ήρωες. Ακατάπαυστα, αδιάκοπα, άπνοα.

Από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα, το μυαλό, η καρδιά προσπαθούν να συνηθίσουν που βρίσκονται και τι συμβαίνει, ο Μέντες σε έχει πετάξει και σένα σε ένα βρωμερό, στενό, δαιδαλώδες χαράκωμα της δεύτερης γραμμής του πολέμου, να ακολουθείς δύο παιδαρέλια που σπρώχνονται σε ανάποδη πορεία από τους υπόλοιπους, σε αντίθετη κατεύθυνση από την ασφάλεια. Σκαρφαλώνεις μαζί τους το τελευταίο φιλικό σύνορο και ορμάς, παράλογα εκτεθειμένος, σε ένα no mand's land - στο άγνωστο, στον κίνδυνο, στο θάνατό σου. Κι αν ένα τέτοιο άλμα, μία τέτοια στιγμή, στη ζωή και στο σινεμά, απαιτεί μια βαθιά ανάσα, ένα pause συνειδητοποίησης για το βλέμμα, το μυαλό, την καρδιά, εδώ δεν υπάρχει. Είπαμε, εδώ τρέχουμε για τη ζωή μας.

Ο Μέντες, με υπαρχηγό τον συγκλονιστικό Ρότζερ Ντίκινς (ασφαλές στοίχημα ότι του ανήκει φέτος το Οσκαρ Διεύθυνσης Φωτογραφίας), χορογραφεί αριστοτεχνικά την υγρή κίνηση της κάμερας και τους ηθοποιούς του σε μία εφιαλτική διαδρομή: τσαλαβουτούν ακάλυπτοι σε λασπωμένα χωράφια, θάβονται βαθιά κάτω από τη γη σε παγίδες των Γερμανών, παραπατούν σε χαντάκια με πτώματα σε αποσύνθεση, διασχίζουν βομβαρδισμένα ερείπια που κρύβουν ελεύθερους σκοπευτές – γέφυρες, ποτάμια, κατεστραμμένα χωριά, φως, σκοτάδι, αρουραίοι, σκόνη (ακόμα και η στιγμιαία αντίστιξη κάποιων ανθισμένων κερασιών) όλα συναρμολογούν ένα δαντικό κολαστήριο. Μία φρενήρη ξενάγησή μας στον παραλογισμό, την αλόγιστη βία, τον καθαρόαιμο τρόμο, την τρέλα και την ματαιότητα που είναι ο πόλεμος.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν: αυτή η επιλογή του Μέντες δεν είναι μόνο η φόρμα της ταινίας. Είναι η ταινία. Η κατασκευή της κινηματογράφησης χαρίζει στο «1917» ένα πλεονέκτημα τεχνικού μεγαλείου (σκηνογραφικά, φωτογραφικά, ακουστικά), αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί τη μπάρα ψηλά: είναι ένα αριστούργημα ή ένα εύρημα πυκνής ατμόσφαιρας κι αδρεναλίνης;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Γιατί το ίδιο το σινεμά στηρίζεται στην εικόνα, στα ευρήματα, στο στυλιζάρισμα. Κι όταν επιτυγχάνεις κάτι τέτοιο σε αυτό το επίπεδο μαεστρίας είσαι αποστομωτικός. Ο Μέντες όμως κάνει κάτι ακόμα. Αν τα μονοπλάνα του Αλεξάντερ Σοκούροφ («Ρωσική Αρκτος») ή του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου («Birdman») στηρίζονταν στην ξεκάθαρη, τίμια επιτίδευση, κι αντίθετα ο Ερικ Πόπε («Utøya 22. juli») ή ο Σπύρος Σταθουλόπουλος («PVC-1») πρότειναν ωμό ρεαλισμό στην ηλεκτρισμένη τους ροή, ο Μέντες επιλέγει να κάνει και τα δύο. Το πρώτο μέρος της ταινίας σε σοκάρει με τον νατουραλισμό της φρίκης (η αποσύνθεση τόσο στα άψυχα κορμιά, όσο και στην χρωματική παλέτα του Ντίκινς δεν αφήνει αμφιβολίες), ενώ το δεύτερο έχει σχεδιαστεί ως εξίσου ανατριχιαστική, αλλά υπερρεαλιστική, μετααποκαλυπτική φαντασίωση του Ιερώνυμου Μπος (ο Ντίκινς φωτοσκιάζει εξίσου εντυπωσιακά τον εφιάλτη με ζεστά πορτοκαλί και πυκνά μαύρα της κόλασης).

Αυτή η μετάβαση της ατμόσφαιρας, θα απαιτούσε και μία αντίστοιχα στιβαρή σεναριακή βάση. Ο Μέντες όμως είναι τόσο αφοσιωμένος στο απόλυτο fine-tuning του άθλου του, που κάνει τα στραβά μάτια στις σεναριακές αδυναμίες. Οταν έχεις επικαλεστεί μία αναγκαία, ηλεκτρισμένη φόρα (η αποστολή, ο κίνδυνος, ο στόχος), δεν μπορείς να επιτρέπεις μη-ρεαλιστκά λυρικά ιντερλούδια στο δεύτερο μισό. Οπως επίσης, όταν οι αντιπολεμικές προθέσεις σου είναι τόσο ευγενείς (γιατί είναι), η συνεχής συναισθηματική χειραγώγηση του θεατή «απέναντι στο τέρας Γερμανό», δεν ενισχύει, αδυνατίζει την πρόθεσή σου. Ο πόλεμος δημιουργεί τέρατα κι από τις δύο πλευρές. Αν ο Μέντες εμπιστευόταν λίγο περισσότερο τον κυνισμό του (υπέροχη «λεπτομέρεια» οι στρατόκαυλοι αρχηγοί που απογοητεύονται από την ματαίωση της επίθεσης), θα μιλούσαμε για το απόλυτο αριστούργημα.

Ο τεχνικός θρίαμβος αναμφισβήτητα αναγάγει το «1917» σε μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Η ίδια όμως ερώτηση που κρύβεται στην καρδιά της ταινίας (αξίζει τον κόπο η αυτοθυσία μίας τέτοιας αποστολής;) βαραίνει και τον κάθε θεατή ξεχωριστά. Αξιζε τον κόπο ο κινηματογραφικός άθλος; Προχώρησε τον αντιπολεμικό διάλογο λίγο πιο μπροστά; Ή τελικά η ανάγκη να πιστεύουμε σε ήρωες -στη ζωή, στο σινεμά- είναι ανίκητη;