«Σαν η ηρωίδα της "Αποστροφή"» να πιστεύει ότι είναι η ηρωίδα του "Μωρού της Ρόζμαρι".»

Η παραπάνω περιγραφή που θα συναντήσει κανείς πολλές φορές, ειπωμένη έτσι ή περίπου έτσι, σε κείμενα για την ταινία, μοιάζει με τη ιδανική περιγραφή για τον «Ενοικο», την ταινία που ο Ρομάν Πολάνσκι επέλεξε για να κλείσει την άτυπη τριλογία των «διαμερισμάτων» του, εν έτει 1976.

Τοποθετημένος σε ένα Παρίσι που θυμίζει περισσότερο Ανατολική Ευρώπη και με τον Κάφκα να δίνει και έμπνευση αλλά και συγκεκριμένες ιδέες στη διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ρόλαντ Τοπόρ από το 1964, ο «Ενοικος» παίζει (ή προσπαθεί να παίξει), όχι πάντα επιτυχημένα, αν και πάντα ατμοσφαιρικά τόσο με την ίδια την έννοια της απομόνωσης που υπήρξε ο πυρήνας στην «Αποστροφή», αλλά και την έννοια της απειλής «της καλοσύνης των ξένων» που βρίσκεται στο κέντρο του «Μωρού της Ρόζμαρι» - και οι δύο ιδέες αφορμές για το δαιμόνιο (όνομα και πράγμα) σχόλιο του Πολάνσκι πάνω στην αποξένωση, την τρέλα, το κακό που υποδέχεται μαζί με κύματα σχεδόν υστερικού ενθουσιασμού κάθε φορά το «νέο κόσμο».

Ο ήρωας εδώ είναι άντρας, αν και το queerness δεν θα αργήσει να τον επισκεφθεί μαζί με όλα τα παράξενα πράγματα που του συμβαίνουν, σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στην ιστορία του σινεμά παιχνίδια με τον τρανσβεστισμό και την έννοια της μεταμόρφωσης. Ξένος στο Παρίσι θα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον όροφο ενός παλιού κτιρίου που ανήκε μέχρι πρότινος σε μια γυναίκα η οποία έπεσε από το μπαλκόνι του σπιτιού στην εσωτερική αυλή. Και σε μια διαδοχή από παράξενες συναντήσεις, γείτονες που διαμαρτύρονται για το θόρυβο, μια θυρωρό που παραμένει απεχθής απέναντι σε κάθε πιθανό συναίσθημα και μια απομακρυσμένη τουαλέτα που μοιάζει διαρκώς κατειλημμένη από… πνεύματα, ο «ένοικος» θα ανακαλύψει πως η αυτοκτονία της προκατόχου του δεν ήταν εντελώς τυχαία…

Στην ίδια σπειροειδή ταχύτητα που οδήγησε στην τρέλα τόσο την ηρωίδα της «Αποστροφής», όσο και αυτή του «Μωρού της Ρόζμαρι», ο «Ενοικος» πατάει ελαφρώς το φρένο, θέλοντας διακαώς να γίνει η απόλυτη κλειστοφοβική (βλ. καφκική) ταινία της τριλογίας και μαζί μια ταινία βγαλμένη χωρίς καμία περιστροφή από το «Twilight Zone» αν το είχε υπογράψει ο Ενγκαρ Αλαν Πόε. Και υπό συνθήκες το πετυχαίνει, καθώς το απόκοσμο δυναμώνει όσο περνάει η ώρα, η αγγλική γλώσσα (υποτίθεται ότι όλοι μιλούν γαλλικά…) αποξενώνει τελείως τον θεατή από τον τόπο και το χρόνο και η μειλίχια ιδανική ενσάρκωση του κεντρικού ήρωα (ο κύριος Τρελκόφσκι) από τον Ρομάν Πολάνκσι κάνει την αντίθεση ανάμεσα στο φαινόμενο και το φαινομενικό ακόμη πιο ανησυχητική.

Ωστόσο, ενώ ο «Ενοικος» θα μπορούσε να είναι η απόλυτη ταινία για την αποξένωση και την ξενοφοβία σε ένα κοινό ανατριχιαστικό σχόλιο (για να μη μιλήσει κανείς για το καίριο σχόλιο πάνω στο στεγαστικό...), δεν καταφέρνει ποτέ να φτάσει ούτε στα επίπεδα της κρυστάλλινης «Αποστροφής», ούτε κατά διάνοια στην κορυφούμενη (ακόμη και μετά το τέλος της ταινίας) παράνοια του «Μωρού της Ρόζμαρι». Κλεισμένος στον εαυτό του (όπου εαυτός του τα εύσημα στη φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ και τη μουσική του Φιλίπ Σαρντ), παραμένει μια μικρότερη ταινία από αυτό που θα μπορούσε να είναι, πεισματικά αργή στην εξέλιξη της, επαναλαμβανόμενη και φορτωμένη καθώς προχωράει προς το φινάλε με πολλά στοιχεία (όπως τα ιερογλυφικά, την ηρωίδα της Λιλά Κέντροβα, την out of context παρουσία της Ιζαμπέλ Ατζανί, την ερωτική ζωή του ήρωα και, ναι, την κατάληψη του από το πνεύμα της προηγούμενης ενοίκου) που μένουν όχι μόνο ανεξιχνίαστα (και καλώς ίσως) αλλά κυρίως εύκολα και με διάθεση ιδεών ατάκτως ερριμένων σε ένα περιβάλλον μυστηρίου και διαρκούς πνιγηρής απελπισίας.

Ακόμη και το (μαύρο) χιούμορ για το οποίο ο Πολάνσκι φημίζεται και που εδώ έρχεται αμήχανα (ή και αθέλητα) για να δώσει μια ανάσα στο θεατή, μοιάζει κι αυτό με ακόμη ένα στοιχείο που κρατά τον «Ενοικο» διαχρονικά γοητευτικό αλλά την ίδια στιγμή και διαχρονικά ξεπερασμένο.

Η τεράστια επιτυχία που γνώρισε στην εποχή του, ήταν φυσικά ένα κερδισμένο στοίχημα για τον «Ευρωπαίο» Πολάνσκι που αμέσως πριν είχε μεγαλουργήσει σε άλλη (μεγαλύτερη) κλίμακα με το αριστουργηματικό «Τσάιναταουν». Αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, και υπό το πρίσμα όχι μόνο των 90 του χρόνων αλλά και της σκοτεινής προσωπικής του ιστορίας, ο «Ενοικος» λειτούργησε, ερήμην του (αλλά μπορεί και όχι) ως μια παραβολή για την ίδια την εισβολή του Ρομάν Πολάνσκι μέσα στη βιομηχανία. Μετά από μια σειρά τεράστιων επιτυχιών, και αφαιρώντας το όνομα του από τα credits, δηλώνει σε αυτήν την ταινία την παρουσία του ως «υπεράνω ζώντων και νεκρών», εννοώντας και υπονοώντας πως αυτό που σε κάνει πραγματικά ανεπιθύμητο (σε μια πόλη, σε μια πολυκατοικία, σε μια παρέα, σε μια βιομηχανία…) είναι πριν από όλους τους άλλους ο ίδιος σου ο εαυτός.