Ο Τζέιμς Ντε Μόνακο, ο άνθρωπος πίσω από το franchise του «The Purge», αφήνει τις αιματοβαμμένες νύχτες κοινωνικής κάθαρσης και στρέφεται προς κάτι πιο «εσωτερικό». Ή τουλάχιστον έτσι διαφημίστηκε το «The Home». Αυτό που φτάνει τελικά στη μεγάλη οθόνη, όμως, είναι ένας θόρυβος τρόμου χωρίς ψυχή. Μια φιλόδοξη (αλλά πλήρως αποτυχημένη) απόπειρα να συνδυαστούν οικογενειακά τραύματα, συνωμοσιολογικό horror και ένα σχόλιο για τις γενιές - που αντί να ταράξει, απλώς κουράζει.

Η ταινία χτίζεται γύρω από τον Μαξ, έναν πρώην τρόφιμο αναμορφωτηρίου με ασαφές παρελθόν, που βρίσκει δουλειά σε έναν ύποπτα ήσυχο οίκο ευγηρίας. Εκεί, σύντομα ανακαλύπτει πως οι ένοικοι δεν είναι απλώς ηλικιωμένοι με προβλήματα μνήμης αλλά κάτι… πολύ πιο ύπουλο. Από 'κει και πέρα, η ταινία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ haunted house, οικογενειακού δράματος, οργανωμένης παράνοιας και αρχετυπικού τρόμου — και χάνει την μπάλα σε κάθε επίπεδο.

Το υποτιθέμενο «μήνυμα» της ταινίας — ότι η παλιά γενιά απομυζά τη νέα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, για να παρατείνει το δικό της τέλος — είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στα χαρτιά. Υπάρχει ένα υπόγειο σχόλιο για το πώς οι δομές εξουσίας και οι κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται, για το πώς οι γονείς καταπίνουν τα παιδιά τους, πώς το μέλλον αιμορραγεί για να επιβιώσει το παρελθόν. Ομως όλα αυτά πνίγονται κάτω από ένα σενάριο γεμάτο τρύπες, επιφανειακούς διαλόγους και προχειρότητα στην εξέλιξη.

Ο Ντε Μόνακο δεν εμπιστεύεται ούτε τις ιδέες του ούτε το κοινό του. Οι αποκαλύψεις έρχονται άναρχα, χωρίς ένταση ή προετοιμασία. Οι σκηνές «τρόμου» καταλήγουν να βασίζονται σε ανέμπνευστα jump scares, ενώ η ατμόσφαιρα – που θα μπορούσε να έχει κάτι το ανατριχιαστικ στο γηροκομειακό σκηνικό – μένει στάσιμη, χωρίς ταυτότητα. Η κάμερα κινείται αμήχανα, ο φωτισμός προσπαθεί να μιμηθεί Κιούμπρικ ή Σιάμαλαν αλλά χωρίς κανένα βάθος, και ο ρυθμός είναι σπασμένος – άλλοτε γρήγορος χωρίς νόημα, άλλοτε νωθρός μέχρι βαρεμάρας.

Ο Πιτ Ντέιβιντσον είναι έξω απ’ τα νερά του, προσπαθώντας να παίξει έναν χαρακτήρα που υποτίθεται κουβαλάει βάθος αλλά γράφτηκε με τα απομεινάρια ενός κλισέ σεναρίου. Κινείται συνεχώς με μια αποστασιοποίηση που περισσότερο παραπέμπει σε σκετς του SNL παρά σε τραυματισμένο ήρωα ταινίας τρόμου. Οι υπόλοιποι – Τζον Γκλόβερ, Ιθαν Φίλιπς – απλώς κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να τους δίνεται ποτέ ο χώρος να μετατρέψουν τους χαρακτήρες τους από «περίεργους γέροντες» σε κάτι πιο ανθρώπινο ή τρομακτικό.

Το «The Home» ήθελε να είναι ένα πολιτικό horror για τη μεταφορά της ενοχής, της ευθύνης και της σήψης από γενιά σε γενιά. Αντί γι’ αυτό, είναι απλώς ακόμη ένα κακογραμμένο, άστοχά σκηνοθετημένο b-movie που παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Ενα σπίτι που υπόσχεται αποκαλύψεις, αλλά είναι γεμάτο από (σεναριακές) τρύπες, άδειο από νόημα - και κυρίως από τρόμο.