Πήρες από τη ζωή αυτό που ήθελες να πάρεις; ρωτά ο ένας ήρωας (του Ρέιμοντ Κάρβερ) τον άλλον. Ναι, απαντά. Και τι ήταν αυτό; Ηθελα να μ’ αγαπούν, να νιώθω ότι ολόκληρη η γη μ’ αγαπά. Μέσα σ’ ένα πληθωρικό, φαντασμαγορικό, ηχηρό και φιλόδοξο περιτύλιγμα, η νέα ταινία του Αλεχάντρο Ινιάριτου μιλά για κάτι τόσο απλό, όσο η επιθυμία της αποδοχής και της αγάπης και ο τρόπος με τον οποίο αυτή αποτυπώνεται στο σύμπαν. Οχι οποιουδήποτε: του ηθοποιού, έστω του καλλιτέχνη, από το κοινό των ανθρώπων. Μ’ ένα σύνθετο αρχιτεκτόνημα, ενός δημιουργού που, αντίθετα, είναι εξαιρετικά σίγουρος για τον εαυτό του, το «Birdman» ασχολείται με μια μικρή, κοινή ανασφάλεια. Με τρόπο που, τελικά, δείχνει αριστουργηματικός αλλά κουκουλώνει το νόημα της ύπαρξής του.

Για να ξεκαθαρίσουμε το βασικότερο, ο Μάικλ Κίτον, σ’ έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον οποίο οδηγούνταν σ’ ολόκληρη την καριέρα και τη ζωή του, είναι μεγαλειώδης. Ο ήρωάς του, ο Ρίγκαν Τόμσον, είναι ένας πάλαι ποτέ διάσημος εμπορικός κινηματογραφικός ηθοποιός – ο «Birdman» ενός υπερηρωικού franchise – ο οποίος, έχοντας πια μεγαλώσει και θέλοντας ν’ αναζητήσει την «αλήθεια» της τέχνης του, στρέφεται στο θέατρο, στο αμείλικτο σανίδι, διασκευάζοντας, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε έργο του Ρέιμοντ Κάρβερ. Το ταλέντο του και η εμπειρία της ζωής τού έχουν προσδώσει – νομίζει – υπερηρωικές τηλεκινητικές ικανότητες αλλά η νέα στροφή στην καριέρα του αποδεικνύεται δύσκολη, όχι μόνο επειδή το κοινό τον έχει ξεχάσει και η κριτική τον σνομπάρει, αλλά κυρίως επειδή ο «Birdman» μέσα του τού μιλά ακατάπαυστα, προτρέποντάς τον να παρατήσει την ψευτοκουλτούρα και να «πετάξει» άλλη μια φορά στο εμπορικό σινεμά, παρασύροντας στο πέρασμά του εκατομμύρια θεατών. Γύρω του, η μειλίχια, γεμάτη κατανόηση σύζυγος, η αδύναμη κόρη που πολεμά με την αποτοξίνωση, ο φοβισμένος παραγωγός/δικηγόρος, οι συμπρωταγωνιστές του, γίνονται μάρτυρες μιας αυτοκαταστροφικής πορείας προς… τα πάνω. Απέναντί του, η νέμεσή του, ο «αληθινός» θεατρικό ηθοποιός, ο Μάικ του Εντουαρντ Νόρτον, βυθίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη στην τέχνη, αψηφώντας, δήθεν, την κοινή γνώμη, χωρίς να χρειάζεται «αποδοχή κι αγάπη».

Κωμωδία; Και όμως ναι, μαύρη, πικρή, ιλαροτραγωδία για να είμαστε σωστοί, μια ταινία του φανταστικού του πνεύματος, ωστόσο αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης: ο Ινιάριτου πραγματεύεται όχι συναισθήματα και προβληματισμούς πανανθρώπινους, αλλά κάτι τόσο συγκεκριμένο όσο την αναμέτρηση του εμπορικού με το καλλιτεχνικό θέαμα και το ευάλωτο των υπάρξεων που καλούνται να υπηρετήσουν την τέχνη, των ηθοποιών.

Για να το κάνει αυτό, βέβαια, ο πάντα υπερφίαλος, όσο και μεγαλόπνοος Ινιάριτου, χρησιμοποιεί εντυπωσιακά τα τερτίπια της δικής του τέχνης. Η ταινία αποτελείται από μια σειρά εκπληκτικών μονοπλάνων, που ακολουθούν τον δαίδαλο της δράσης των ηρώων, με την ένταση του μπερδεμένου τους μυαλού, μπαινοβγαίνοντας στους χώρους, τη σκηνή, τα παρασκήνια του θεάτρου και τους νεοϋρκέζικους δρόμους του Μπρόντγουεϊ χωρίς σταματημό, δημιουργώντας ένα ασίγαστο σύμπαν με τη βοήθεια της εξαιρετικά φωτισμένης φωτογραφίας του Εμανουέλ Λουμπέσκι. Η παράδοση του θεάτρου, η σκηνή, η στατικότητά του και οι μεγαλόσχημοι (σε σχέση με το σύγχρονο σινεμά) διάλογοί του, ακόμα και η εκφορά του λόγου, χρησιμοποιούνται για την ίδια του την υπονόμευση, παρότι ο Ινιάριτου δε μοιάζει, ακόμα, έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα που όλοι θα χειροκροτούσαμε, στο ν’ αγκαλιάσει επιτέλους το εμπορικό σινεμά με μια ταινία που, άλλωστε, έχει φιλοδοξίες εισιτηρίων. Αυτόν τον πληθωρισμό εικόνων υπογραμμίζει ανελέητα η μουσική του Αντόνιο Σάντσεζ, γεμάτη κρουστά που σφυροκοπούν ασταμάτητα το κεφάλι του θεατή, επισημαίνοντας τα ήδη κατανοητά.

Με άλλα λόγια, το «Birdman» θα ήταν μια εκπληκτική ταινία αν δεν βασανιζόταν κι η ίδια από τα διλήμματα του ήρωά της: μια μάλλον αλαζονική αυτοαναφορικότητα, μια υπεροψία απέναντι στους «αδαείς», μια σοβαροφάνεια που γίνεται καταφανής ακόμα και στον τίτλο της: «Birdman or (The Unexpected Virtue of Ignorance», η απρόσμενη αρετή της αφέλειας, την οποία η ταινία φαινομενικά υπερθεματίζει αλλά ουσιαστικά καταδικάζει στο απόλυτο του θανάτου. Αυτά, ωστόσο, από έναν εξαιρετικά ικανό και ταλαντούχο σκηνοθέτη και μ’ έναν έξοχο ηθοποιό που, ειρωνικά, βρίσκει τη θέση του στο «καλλιτεχνικό» σινεμά μετά από δεκαετίες θητείας στο εμπορικό, με κορωνίδα τον υπερηρωικό του ρόλο στο «Batman Returns». Στο κάτω-κάτω, πετυχημένη είναι μια ταινία όταν απολαμβάνεις να την κουβεντιάζεις μαχητικά και το «Birdman» βρίσκεται ήδη υποψήφιο για εννέα Οσκαρ, ένα φιλμ που ακόμα κι αν δεν το αγαπήσεις, το κοιτάζεις με το στόμα ανοιχτό.

Περισσότερο «Birdman»: