O εικοσάχρονος Ντάνιελ βιώνει πνευματική μεταμόρφωση κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο αναμορφωτήριο. Θέλει να γίνει ιερέας αλλά αυτό είναι αδύνατο εξαιτίας του ποινικού του μητρώου. Οταν τον στέλνουν να εργαστεί στο ξυλουργείο μιας κωμόπολης, κατά την άφιξή του προσποιείται τον ιερέα και καταλήγει να αναλάβει καθήκοντα στην τοπική ενορία. Η άφιξη του νεαρού χαρισματικού ιεροκήρυκα δίνει την ευκαιρία στην τοπική κοινωνία, που ταλανίζεται από ένα τραγικό συμβάν, να αποκαταστήσει την ισορροπία της.
Κινηματογραφώντας το μαγνητικό πρόσωπο του νεαρού πρωταγωνιστή Μπαρτοζ Μπελένια να ταλαντεύεται αβίαστα ανάμεσα στο σκοτάδι ενός «εγκληματία» και το φως ενός «αγίου», το φιλμ του Γιαν Κομασά μοιάζει να κερδίζει εξ αρχής ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην προσπάθειά του να αφηγηθεί μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να ξεφύγει στην υπερβολή, την φάρσα ή τον μελοδραματισμό. Ομως το «Corpus Christi» κατορθώνει να συνθέσει μια τονική πολυφωνία σε ένα φιλμ στο οποίο η απειλή (ή έκφραση) της βίας κατορθώνει να συνυπάρχει με την πνευματικότητα, το χιούμορ με τον κυνισμό και ο ρεαλισμός με μια αδιόρατη αίσθηση του υπερβατικού.
Βασισμένο σε αληθινά στοιχεία, που όμως όπως κι ο ήρωάς του ενδύονται ξεκάθαρα την μυθοπλασία, το φιλμ, χρησιμοποιεί την παραβολή με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και η θρησκεία, προκειμένου να εξετάσει την ανθρώπινη φύση και να μιλήσει φυσικά για την πίστη και την ρευστή της φύση, για τον τρόπο που η εγγύτητα στον θεό «εξαργυρώνεται», ή χρησιμοποιείται, αλλά και για τις «αμαρτίες», την «τιμωρία», το δικαίωμα στις δεύτερες ευκαιρίες, τη συγχώρεση και το πως ποτέ τα ράσα -κυριολεκτικά- δεν κάνουν τον παπά.
Εχοντας στο κέντρο του έναν ελκυστικό μα πάντα αμφίσημο χαρακτήρα, αλλά χτίζοντας με προσοχή και λεπτομέρειες τον μικρόκοσμο στον οποίο ανά πάσα στιγμή κινείται (από το αναμορφωτήριο, έως την ενορία του), η ταινία κατορθώνει να σε οδηγεί σε ένα συναισθηματικό και πνευματικό ταξίδι που δεν σου επιτρέπει ποτέ να επαναπαυθείς στην βεβαιότητα μιας προκαθορισμένης διαδρομής, ούτε προσφέρει βολικές κι εύκολες απαντήσεις. Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει την τρυφερή αλλά και σκληρή ταυτόχρονα ταινία του Κομασά, τόσο απροσδόκητα γοητευτική, και τόσο προσηλωμένη στο ατελές, τσαλακωμένο, προβληματικό μέτρο του ανθρώπινου.