H Λούσι (ή Λουίζα, ή Λουτσία, ή Εϊμι) δέχθηκε την πρόσκληση του Τζέικ, του αγοριού της εδώ και δύο μήνες, να γνωρίσει τους γονείς του. Θα οδηγήσουν για ώρες μέσα στην χιονοθύελλα για να φτάσουν στη φάρμα που μεγάλωσε, να φάνε όλοι μαζί και να επιστρέψουν. Η γνωριμία με τους γονείς είναι πάντα ένα μεγάλο βήμα. Στρεσογόνο κι αποκαλυπτικό. Ειδικά... όταν, εσύ μυστικά, μέσα σου, σκέφτεσαι να δώσεις ένα τέλος στα πράγματα. Καλό παιδί ο Τζέικ. Αλλά αυτό ήταν όλο; Επίσης, όσο προχωρά ο αδυσώπητος χρόνος, οι λεπτομέρειες που σε ενοχλούν φουντώνουν. Κι ο χρόνος στο πατρικό σπίτι θα τρέξει αμείλικτα, μπρος-πίσω, σε αυτό τον σουρεαλιστικό, αλληγορικό εφιάλτη. Ζωντανεύοντας ντροπιαστικές ιστορίες της παιδικής ηλικίας, αποκαλύπτοντας τη ρίζα των ανασφαλειών σου στα πρόσωπα και τα λόγια των γονιών, αλλά και βλέποντας τους δυο σας στις καρέκλες τους, στις ηλικίες τους. Σκέφτεσαι να δώσεις ένα τέλος. Το τόλμησες ποτέ, άραγε;

H ανάλυση του κειμένου επιχείρησε να μπει στο μυαλό του Τσάρλι Κάουφμαν. Αν θέλετε να αποφύγετε spoilers, διαβάστε την εφόσον έχετε δει πρώτα την ταινία

Στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα (και όγδοη σεναριακή), δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Τσάρλι Κάουφμαν θα μάς βάλει σ' ένα αυτοκίνητο εν διαμέσω μιας επικίνδυνης κακοκαιρίας και μίας ακόμα πιο επώδυνης τρικυμίας εν κρανίω. Η σουρεαλιστική του δυστοπία πάνω στο τέλος των σχέσεων (ειδικά αν αυτές δεν τέλειωσαν ποτέ), με την πρόφαση ενός road trip επιστροφής στο σπίτι, είναι μία πολυεπίπεδη, πολυσχιδώς φιλοσοφημένη, διεξοδικά δομημένη, ευφυής ελεύθερη πτώση στην καρδιά του σκότους. Αλλά και στο λαγούμι της ζηλευτής του κινηματογραφικής φαντασίας: τι άλλο πρέπει να κάνει για να αποδείξει ότι το σινεμά μπορεί να τραβήξει τα όρια και να αφηγηθεί όλες τις ιστορίες; Ακόμα κι αυτές που, όχι, δε θέλουμε να τις δούμε. Προτιμάμε να κοιμούνται βαθιά μέσα μας κι εμείς, πολύ βολικά, να συνεχίσουμε να αγνοούμε.

Μεταφέροντας (και κάνοντας εντελώς δικό του) το ομότιτλο μυθιστόρημα του Καναδού Ιαν Ριντ, ο Κάουφμαν μάς βάζει στο μυαλό της ηρωίδας του. Με την Τζέσι Μπάκλεϊ («Beast», «Chernobyl», «Wild Rose») να παραδίδει μία ακόμα συγκλονιστική, χωρίς-δίχτυ ερμηνεία, ακούμε τους μύχιους ψιθύρους του υποσυνείδητού της Λούσι, τις πιο βαθιές της ανησυχίες, την ωμή της ειλικρίνεια για τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα της και, εν μέρει, κρατά το τιμόνι στο μέλλον της. Κι εκεί, στις σκέψεις της, τίποτα δεν είναι ευγενικό ή καλόβολο. Είναι σκληρή, αδίστακτη, άδικη. Τιμωρητική: είτε μιλά για ποίηση, φιλοσοφία ή το σινεμά του Κασσαβέτη θα τον χαστουκίσει με τις λέξεις της, θα τον βγάλει άχρηστο και λίγο. Κι εκείνος (πόσο ταιριαστή η επιλογή του μειλίχιου μέχρι να πάψει να είναι, Τζέσι Πλέμονς) θα συνεχίσει να κρατά το τιμόνι με μια γλυκιά εγκράτεια απέναντι στον ναρκισσισμό της. Γιατί αν ο δικός της τρόμος κρύβεται στην ανυπομονησία της, θέλει να μάθει το τέλος της ταινίας της ζωής της, ο δικός του βρίσκεται στο τέλος αυτής της διαδρομής. Ελλοχεύει στο στοιχειωμένο πατρικό, σαν μία ακτινογραφία που ανεπίστρεπτα θα αποκαλύψει το μεγάλο καρκίνωμα της ύπαρξής σου.

Ο Κάουφμαν αποκαλύπει τις mind-fuck προθέσεις του από την ίδια τη διαδρομή: ο τόνος είναι off, οι συνομιλίες αμήχανες, η κινηματογραφική αφήγηση διακόπτεται από φλασιές ενός ηλικιωμένου επιστάτη σε τοπικό γυμνάσιο (ποιος είναι;), κι άλλες φευγαλέες στιγμές που θα ορκιζόσουν ότι το χέρι του Τζέικ ακουμπά τις ταχύτητες γερασμένο. Ακόμα και διαφημιστικές πινακίδες για μια fast-food στάση στο δρόμο μοιάζουν να σε καλωσορίζουν στον εφιάλτη σου, ενώ η ηρωίδα συχνά καταργεί τον τέταρτο τοίχο και κοιτά κατάματα στο φακό.

Στο πατρικό, όμως, είναι που ο σκοτεινός υπερεαλισμός του Κάουφμαν στήνει πάρτι.

Μία φάρμα/αλληγορία που τα ζώα ψόφησαν, οι γονείς (έντονα ανησυχητικός ο Ντέιβιντ Θιούλις, εφιαλτική η Τόνι Κολέτ) έχουν παραδοθεί στην άνοια, τις νευρώσεις, την κατάθλιψη, κι ο άντρας που ερωτεύτηκες (;) κρύβεται στη διαδρομή μεταξύ του παιδικού του δωματίου και του κλειδωμένου υπόγειου με τα μυστικά. Ενα σπίτι που μοιάζει στην κατασκευή του με την ίδια την ταινία: παγερό, επικίνδυνο και δαιδαλώδες. Ολη η ταινία είναι ένας λαβύρινθος, ντυμένος με λουλουδάτες ταπετσαρίες έντονων χρωμάτων – όπως αυτές που οι γονείς μας διακοσμούσαν τα μικροαστικά μας δωμάτια, καλύπτοντας την μούχλα ή την αβάσταχτη μετριότητα της καθημερινοτητας. Μία ταπετσαρία που ρουφά τους κατοίκους του σπιτιού, τους αφομοιώνει. Σταδιακά εξαφανίζονται, γίνονται ένα με τους τοίχους.

Ενας λαβύρινθος στο χωροχρόνο, στην αλήθεια και την παραίσθηση, στις ταυτότητες των κατοίκων του σπιτιού και της ιστορίας. Ο Κάουφμαν επίτηδες μάς μπερδεύει: οι γονείς γερνάνε και ξαναμικραίνουν – αναλόγως τη σκηνή. Ο Τζέικ τους μισεί και τους αγαπά στον ίδιο λυγμό. Τους συντροφεύει, τους πονά και θέλει να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται. Είναι δυνατός, αδύναμος, ερωτεύσιμος, λυπηρός – και παιδί και κηδεμόνας των ανθρώπων που τον έπλασαν και τον κατέστρεψαν. Κι εσύ ποιον τελικά συναντάς κι ερωτεύεσαι; Μήπως το σύνολο των νευρώσεων, των ανασφαλειών, των κόμπλεξ που πέρασαν από τον ομφάλιο λώρο μαζί με την τροφή; Ενα ακλόνητο DNA συναισθηματικής αναπηρίας που τον έχει αλυσοδεμένο για να τον τρώνε καθημερινά τα κοράκια, όσο κι αν εσύ προσπαθήσεις να επουλώσεις τις πληγές; Ή, η αλήθεια είναι ακόμα χειρότερη: είσαι κι εσύ ανάμεσα σε αυτά τα κοράκια.

Και ποια είσαι εσύ; Η Λούσι; Ω, η «Λούσι». Μέσα σ' αυτό τον στρόβιλο εικόνων και συναισθημάτων η ηρωίδα μας συχνά χάνει το όνομά της – ή δεν είχε ποτέ; Την αποκαλούν «Λούσι», μετά «Λουίζα», ή «Λουτσία», ή «Εϊμι». Ο Τζέικ της προσδίδει διαφορετικά ταλέντα, ενδιαφέροντα, σπουδές. Ο Κάουφμαν τής αλλάζει ελάχιστα τα ρούχα. Αλλά την κρατά πάντα ταιριαστή με την ταπετσαρία (καθόλου τυχαία και το πόστερ της ταινίας). Σκεφτόταν να δώσει ένα τέλος στα πράγματα. Μήπως όμως δεν χώρισε ποτέ και εντοιχίστηκε σε μια φαινομενικά βολική σχέση που της ρούφηξε τη ζωή; Μήπως επέστρεφε ξανά και ξανά σε αυτό το σπίτι, μήπως γέρασε εκεί, μήπως εκεί βρήκε ασφάλεια, μήπως εκεί έχασε για πάντα τον εαυτό της; Και η «Λούσι», «Λουίζα», «Λουτσία» που την παίρνουν επίμονα τηλέφωνα κι εκείνη, έντρομη, τα αφήνει αναπάντητα, μήπως είναι τα alter ego της που θέλουν να την προειδοποιήσουν για την πιο αρχετυπική παγίδα;

Ή συμβαίνει κάτι ακόμα πιο σκοτεινό: ο Κάουφμαν έχει πετύχει την απόλυτη ανατροπή. Ειναι σίγουρα η δική της ιστορία; Ή μήπως ήταν, πάντα, η ιστορία του Τζέικ; Μήπως δεν είμαστε στο δικό της μυαλό, αλλά στο δικό του; Κι η Λούσι δεν έχει σημασία – δεν ήταν μόνο μία γυναίκα που τόλμησε να ονειρευτεί έναν μέλλον μαζί της, δεν έφερε μόνο μία κοπέλα στους γονείς του, δεν είδε μόνο μία φορά τα πράγματα να τελειώνουν. Μήπως όλες τον άφησαν μόνο στις χιονοθύελλες κ αυτός θυμάται ότι κάπου, κάποτε είχε την ευκαιρία να αγαπηθεί; Αλλά τώρα τρώει γεύματα για έναν μπροστά στην τηλεόραση; Ενας γερασμένος επιστάτης σχολείου που βλέπει στα νεαρά παιδιά την ελπίδα του έρωτα και δεν έχει κουράγιο ούτε να τα προειδοποιήσει για την ματαιότητα των νιάτων τους;

Ισως να συνυπάρχουν και τα δυο – ως διαφορετικές όψεις ενός κάλπικου νομίσματος. Δε θα μάθουμε ποτέ. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι μπήκε στο μυαλό του Κάουφμαν και βγήκε με μια εύκολη ανάγνωση; Και πότε αυτό ήταν το απόλυτο ζητούμενο; Οσο εγκεφαλικός, όσο διεξοδικά αναλυτικός και διανοητικά άπιαστος κι αν έχει υπάρξει αυτός ο δημιουργός, ποτέ δεν μπήκαμε στις ταινίες του με το μυαλό. Αλλά με την καρδιά. Κι από αυτήν εδώ, βγήκαμε με την καρδιά ξεριζωμένη. Μάς την έδωσε στο χέρι, σε φροϋδικό μαμαδίστικο ταπεράκι – ένα σνακ για την road trip επιστροφή.

Επιστροφή σε τι; Αφού τα διέλυσε όλα. Αφού αποκαθήλωσε τον κοινό συνωμοτικό ρομαντισμό μας και συνέθεσε την απόλυτη ταινία τρόμου: τι φοβάσαι, βαθιά μέσα σου, ότι μπορεί να είναι η ζωή; Αυτό είναι. Και μετά το γήρας. Και μετά ο θάνατος. Θα σε βρει μόνο σου. Ή, σε μια σχέση, ακόμα πιο μόνο σου. Ακόμα πιο νεκρό. «Νιώθουμε ότι εμείς προχωράμε, έστω γραμμικά, στο χρόνο. Αλλά αν συμβαίνει το αντίθετο; Αν εμείς παραμένουμε ακίνητοι, κολλημένοι, κι ο χρόνος περνάει από μέσα μας με ταχύτητα – ένας βοριάς που μάς φθείρει, μάς αφήνει κουφάρια;»

Κύριε Κάουφμαν, εμείς οι πιστοί προσκυνητές του έργου σας, θα σας ακολουθούσαμε σε κάθε σας βουτιά στο απύθμενο υπαρξιακό σκοτάδι, σε κάθε σκληρή αποκάλυψη της ανθρώπινης ατέλειας, σε κάθε επικίνδυνη θύελλα (είτε στο χιόνι, είτε στην άμμο που καταστρέφει τα σπίτια της μνήμης) αν στο τέλος υπήρχε μια συνεκδοχή, ένα adaptation, μία ζεστή αιώνια λιακάδα: anomalisa η φύση μας αλλά άξια να αγαπηθεί. Αν όμως έχετε φτάσει στο τέλος της διαδρομής μόνο και μόνο για να αποκαλύψετε κυνικά το τέλος της αγάπης, εμείς... σκεφτόμαστε να τελειώσουμε τα πράγματα. Εδώ.