Ο Τζο Μπέτζλερ, ένα αδύνατο και μοναχικό αγοράκι, μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία με την καλόκαρδη και τρυφερή μητέρα του, όσο ο πατέρας του λείπει εδώ και χρόνια «για δουλειές». Ο «Τζότζο» έχει ένα όνειρο: να φορέσει τη στολή με τις σβάστιγκες και να υπηρετήσει τον Φύρερ. Τον ενοχλεί που τον θεωρούν αδύναμο και δειλό, εκείνος θα αποδείξει στους συμμαθητές του ότι είναι σκληρός, ικανός και πιο πιστός στο όραμα από όλους. Αλλωστε έχει και τη βοήθεια του φανταστικού του φίλου, Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος εμφανίζεται συχνά στο δωμάτιό του, τον ενθαρρύνει και τον κατηχεί: μισούμε τους Εβραίους. Μόνο που την Ημέρα της Ναζιστικής Νεολαίας, ο Τζότζο αποτυγχάνει στις δοκιμασίες: δεν μπορεί να σκοτώσει ένα κουνελάκι με τα γυμνά του χέρια, ενώ τραυματίζεται από θραύσματα μιας χειροβομβίδας και το πρόσωπό του παραμορφώνεται για πάντα. Καταστροφή. Τώρα όλοι τον κοροϊδεύουν ακόμα περισσότερο από πριν: είναι άσχημος, είναι τέρας, είναι δειλός όπως ο πατέρας του που το έσκασε. Είναι ο «Τζότζο το κουνέλι». Οσο αναρρώνει, η μητέρα του τον σταματά από το σχολείο και, μένοντας σπίτι, η ζωή του αλλάζει απότομα. Κι αυτό γιατί ανακαλύπτει ότι σε μια μυστική σοφίτα, που επικοινωνεί μόνο από το δωμάτιό της, η μαμά του κρύβει από τους Γερμανούς μία έφηβη Εβραία κοπέλα. Ο Τζο δεν έχει ξαναδεί ποτέ κάποιον που πρέπει να μισεί, αλλά δεν νιώθει να μισεί την Ελσα. Δεν έχει ουρά, δεν μοιάζει με το διάβολο. Οσο ο Τζότζο ερωτεύεται, όσο καταλαβαίνει την αλήθεια για την αντιστασιακή μητέρα του, τόσο πρέπει να ξυπνήσει από τον τυφλό φανατισμό του, να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι, τι πραγματικά πιστεύει, και να πάρει θέση απέναντι σ' έναν αδίστακτο πόλεμο που σκοτώνει ανεπίστρεπτα την παιδική (κι όχι μόνο) αθωότητα.
Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης (από Εβραία μητέρα και Μαορί πατέρα) Τάικα Γουαϊτίτι έχει στα χέρια του μία κινηματογραφική χειροβομβίδα: μπορεί κανείς να κατασκευάσει μία φαρσική κωμωδία για τα ναζιστικά εγκλήματα, και μάλιστα με πρωταγωνιστή ένα μικρό παιδί; Ως απάντηση, ο Γουαϊτίτι τραβάει με θάρρος την περόνη ασφαλείας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, που ένας ατσούμπαλος, γελοίος, κακοφορμισμένος «φανταστικός Αδόλφος» μαθαίνει στον μικρό Τζο το σωστό «Χάιλ Χίτλερ» και το πιτσιρίκι τρέχει ενθουσιασμένο και πορρωμένο στους δρόμους, τεντώνοντας σε ναζιστικό χαιρετισμό το χέρι σε όλους τους περαστικούς, υπό τους ήχους του... «I Wanna Hold Your Hand» των Beatles, καταλαβαίνεις ότι ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι μία ανίερη κωμωδία του παραλόγου. Μία παρωδία με αναχρονιστικό μουσικό σάουντρακ, ανελέητο σαρκασμό, και αναπάντεχη τρυφερή παιδικότητα.
Ο Γουαϊτίτι («What We Do in the Shadows», «Hunt for the Wilderpeople», «Thor: Ragnarok»), ο οποίος ερμηνεύει ο ίδιος τον Χίτλερ ως στραβοχυμένο, κομπλεξικό λουκουμά, παίζει συνεχώς με το risqué θέμα του, κρατώντας χειρουργικές ισορροπίες και σωστή θερμοκρασία στη σάτιρα. Ταυτόχρονα όμως δεν χαρίζεται σε ευκολίες: οι Ναζί μπορεί να ρεζιλεύονται και να ξεβρακώνονται μέσα από το φαρσικό βλέμμα του (ο Σαμ Ρόκγουελ ως κρυφογκέι ξεπεσμένος αξιωματικός, η Ρέμπελ Γουίλσον ως ταγμένη σαδίστρια Φροϊλάιν) όμως λένε αδίστακτες, σκληρές, ειδεχθείς ατάκες που, σε άλλο τόνο, θα σου έκοβαν το αίμα. Η κωμωδία σε λυτρώνει από τον τρόμο, αλλά με έναν τρόπο, η κωμωδία, πολύ πιο ύπουλα, λέει κάτι πολύ σοβαρό.
Φανερά επηρεασμένος από τον Μελ Μπρουκς («Οι Παραγωγοί») τον Τσάρλι Τσάπλιν («Ο Μεγάλος Δικτάτορας»), ακόμα και τον Γουες Αντερσον (από την ποπ σκηνογραφία μέχρι την αισθαντική ανθρωπιά που εμποτίζει τα πάντα), αλλά βάζοντας και τη δική του πινελιά αναρχίας στο χιούμορ, ο Γουαϊτίτι καταφέρνει να γίνει συγκινητικός, αποφεύγοντας όμως το μελό (κάτι το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο Ρομπέρτο Μπενίνι με το «Η Ζωή Είναι Ωραία»). Τον σώζει η αιρετική του προδιάθεση, η βουτιά με το κεφάλι, το χιούμορ χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Τον βοηθάει και το εξαιρετικό καστ ηθοποιών (δικαίως η Σκάρλετ Τζοχάνσον είναι υποψήφια για Οσκαρ στο ρόλο της μητέρας, απίθανος ο Ρόκγουελ στο πώς κανιβαλίζει τον ναζί ήρωά του στις λεπτομέρειες, ενώ κι ο Στίβεν Μέρτσαντ είναι ξεκαρδιστικός ως SS), στο οποίο κλέβουν την παράσταση τα παιδιά. Ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, ως Τζότζο, είναι όπως κι όλη η ταινία: αστείος και συγκινητικός, χαριτωμένος και σοβαρός, παράτολμος και αφελής. Η Τόμασιν ΜακΚένζι, στο ρόλο της εβραιοπούλας, μοιάζει με κοριτσάκι που κουβαλά το old soul της στο βλέμμα, δυνατή και εύθραυστη κι ακριβής σε ό,τι κάνει. Σε έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο (αυτό του χοντρούλη κολλητού φίλου του Τζότζο) ο πιτσιρικάς Αρτσι Γέιτς είναι μία μικρή αποκάλυψη: με απίθανο κωμικό τάιμινγκ και τόνο, ο «Γιόρκι» του είναι η φωνή της ανθρωπιάς μέσα στο παράλογο, η ζεστασιά μέσα στο κυνικό, η αντίθεση της ζωής μέσα στο θάνατο.
Αυτό είναι και το μυστικό του Γουαϊτίτι. Μέσα στις εξυπνάδες, τις ατάκες, τα γκαγκς, θραύσματα ανθρωπιάς θυμίζουν γιατί υπάρχει η αναγκαιότητα να αφηγούμαστε, ξανά και ξανά, τέτοιες ιστορίες. Να μην ξεχνάμε πώς τρύπησε ο ναζισμός τον ανθρώπινο κοινωνικό ιστό, πώς έπεισε μια χώρα να τερατουργήσει, πώς οι κάτοικοί της πρασύρθηκαν στο μίσος, από έναν λαοπλάνο που έπαιξε με τους φόβους τους. Ο Γουαϊτίτι επιτίθεται στο φασισμό με κανιβαλιστικό γέλιο, αλλά το φως στο σκοτάδι το ρίχνει ο άνθρωπος. Η γλυκύτητα της μάνας που ξέρει πολύ καλά ότι το παιδί της δεν είναι ναζί. Ο Γιόρκι με την μεγάλη καρδιά και την αποπροσανατολισμένη ενσυναίσθηση. Η Ελσα με τη γενναία της στάση.
Κάπως έτσι, ο Γουαϊτίτι στραγγαλίζει το κουνέλι της πολιτικής ορθότητας, με μία κωμωδία που έχει κάτι πολύ σοβαρό να πει. Ζούμε και τώρα σε παρόμοιες εποχές. Και η μόνη διέξοδος στο απάνθρωπο πολιτικό κλίμα είναι να θυμόμαστε (και να εμπιστευόμαστε) τι μάς κάνει ανθρώπους. Το γέλιο, το θάρρος, οι μάταιοι έρωτές μας κι ένας γενναίος χορός.