«Γεννήθηκα το 1829. Πριν ακόμη από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Ο Καποδίστριας είπε ότι μια καινούρια χώρα που όμως έρχεται από το μακρινό παρελθόν πρέπει να έχει την Εθνική της Βιβλιοθήκη. Σκοπός της, είπε ο Καποδίστριας, θα είναι η έμφαση στη συγκέντρωση όλων των τεκμηρίων του ελληνικού πολιτισμού. Από την αρχαιότητα και για όσο θα υπάρχει κόσμος, είπε. Δύο χρόνια αργότερα τον δολοφόνησαν.»

Σε μια διαρκή αντίστιξη ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν έξω στους ταραγμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας της τελευταίας δεκαετίας και σε όσα διαδραματίζονται μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο Ηλίας Γιαννακάκης δίνει φωνή στην «ηρωίδα» του και ξεκινάει την κινηματογράφηση μιας περιπέτειας σε δύο ή και παραπάνω χρόνους. Εκτός από το παρόν - μέσα κι έξω από τη Βιβλιοθήκη - γυρίζουμε συχνά και στο κοντινό ή μακρινό παρελθόν, στην ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπως στην απαρχή της, στην ιστορία του Βαλλιάνειου Μεγάρου στο οποίο στεγάστηκε στις αρχές του αιώνα, σε όσα «παρόμοια» συνέβαιναν στη χώρα τότε μετά από μια ακόμη χρεοκοπία - αυτή του 1893 και του αιματοκυλίσματος που έγινε στα Προπύλαια με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου και της Ορέστειας στα νέα ελληνικά.

Αν είχε μάτια… Αν είχε φωνή… Αυτές είναι οι δύο υποθέσεις που ενεργοποιεί ο έμπειρος στην τεκμηρίωση Ηλίας Γιαννακάκης («Μακρόνησος», «Καλάβρυτα: Ανθωποι και Σκιέσ») προκειμένου να ολοκληρώσει ένα ντοκιμαντέρ που με αφορμή τη μεταφορά των βιβλίων από το κτίριο της οδού Πανεπιστημίου στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος αφηγείται την πολύπαθη ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Στην πραγματικότητα κάνει κάτι πολύ σημαντικότερο, αφού ανοίγει τις πόρτες της Εθνικής Βιβλιοθήκης σε όσους δεν έχουν διαβεί ποτέ τις πόρτες της και μέσα από ιστορίες περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου γνωστές στους πολλούς «ξεφυλλίζει» τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, απλωμένη κι αυτή με τη σειρά της σε κύκλους που μοιάζουν να μην κλείνουν ποτέ.

Διχασμοί, εμφύλιοι, δικτατορίες, εξεγέρσεις, μισαλλοδοξίες αλλά και εθνικοί θρίαμβοι, εμβληματικές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού έθνους, μικρές και μεγαλύτερες χαρές, στιγμές απόλυτης φρίκης ή γνήσιας νεοελληνικής παράνοιας, όλα γίνονται ένα καθώς η μεγάλη περιπέτεια της ίδιας της Εθνικής Βιβλιοθήκης διαδραματίζεται στο περιθώριο μιας διαχρονικής «αγανάκτησης». Οι μόνιμοι και αφοσιωμένοι υπάλληλοι της Βιβλιοθήκης «που δεν θέλουν να πάνε στο καινούργιο κτίριο», συντηρητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό με ευθύνη που απαιτεί χειρουργική λεπτομέρεια στην κάθε τους κίνηση, άνθρωποι που προστατεύουν τα βιβλία μέσα σε συνθήκες φθοράς που κανείς δεν φρόντισε να σταματήσει, αφανείς ήρωες κι αυτοί (όπως και η Βιβλιοθήκη) ενός τιτανίου εγχειρήματος που δεν είναι προφανές και που γίνεται με τους δικούς του ρυθμούς.

Περισσότερο από τις αναγκαστικές - λόγω πληρότητας της τεκμηρίωσης και των εμπλεκόμενων - πληροφορίες για τη μετεστέγαση ή το ίδιο το Κέντρο Πολιτισμού, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Γιαννακάκη (και τελικά τον θεατή) είναι οι μικρές ιστορίες από το παρελθόν για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που διέσχισαν τον προαύλιο χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (αλλά μόνο ελάχιστοι μπήκαν μέσα για να αναζητήσουν κάποιο βιβλίο - ανάμεσά σε αυτούς και ο Μάρλον Μπράντο), πληροφορίες για συγκεκριμένα βιβλία (που προκαλούν δέος, όπως εκείνη η πρώτη έκδοση της νεοελληνικής μετάφρασης της Ιλιάδας που είναι και η «αγαπημένη» της Βιβλιοθήκης) και φυσικά η καταφανής δυσκολία της μεταφοράς που εύχεσαι να καταλάμβανε ακόμη περισσότερο χρόνο σε ένα έτσι κι αλλιώς μεγάλο σε διάρκεια ντοκιμαντέρ. Ολα εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που μεταμορφώνουν την Εθνική Βιβλιοθήκη σε έναν ολοζώντανο οργανισμό, σημείο αναφοράς της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας για τον πολύπαθο αιώνα μέσα στον οποίο αυτή δεν μετακινήθηκε ούτε στιγμή, όχι μόνο από τη θέση της αλλά και από τις αξίες που πρεσβεύει, από τη σημασία που έχει από τη φύση του ένας τέτοιος θεματοφύλακας για την ιστορία ενός τόπου.

Θα έλεγε κανείς πως δεν χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια για να «κοιτάξεις» το έργο της μεταφοράς της Εθνικής Βιβλιοθήκης μέσα από το πρίσμα ενός κράτους που υπολείπεται συνεχώς σε δομές, υποδομές, ενδιαφέρον για τον Πολιτισμό και την ίδια του την Ιστορία. Προς τιμήν του ντοκιμαντέρ, δεν αποσιωπούνται (τουλάχιστον ως αναφορές) τα προβλήματα που προκύπτουν στη διαδικασία της μεταφοράς από τα ελλείμματα του ελληνικού κράτους, ενώ η νεοελληνική παράνοια βρίσκει επιτέλους ένα ιστορικό πάτημα στο νήμα της αφήγησης που εξηγεί πως δεν ήταν ποτέ μια χώρα έτοιμη για μεγάλα έργα.

Με διάθεση στοχαστική, πάνω σε ένα κείμενο που αναδεικνύει ιδανικά όχι μόνο η φωνή αλλά και η «ερμηνεία» της Αμαλίας Μουτούση, ρυθμούς που προσομοιάζουν με μια μικρή ταινία αγωνίας (για το αν τελικά θα πετύχει η… μεταφορά), ένα μοντάζ που δηλώνει διαρκώς τη διαφορά ανάμεσα σε έναν κόσμο που πάλλεται εκεί έξω κι έναν άλλον που προσπαθεί να επιβιώσει στο εσωτερικό, το ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη ίσως επιθυμεί να πει περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπει το θέμα του, αλλά μοιάζει ήδη απαραίτητο για το μέλλον ως τεκμήριο αλλά και ως εκπαιδευτικό εργαλείο. Μα κυρίως σαν την συνέχεια μιας συζήτησης που δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ: για μια χώρα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους θησαυρούς της ως κάτι νεκρό, που αγνοεί επιδεικτικά τα σημαντικότερα κομμάτια του σύγχρονου πολιτισμού της, που θα ήταν τελείως διαφορετική αν είχε μάθει να «διαβάζει» το παρελθόν της και κυρίως να αντιλαμβάνεται τη «μεταφορά» σε κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή του παρόντος της.

Η ταινία θα προβληθεί Σάββατο 24 και Κυριακή 25 Οκτωβρίου στον κινηματογράφο Δαναό (Λεωφόρος Κηφισίας 109 - Στάση Μετρό: Πανόρμου), στις 17.30, παρουσία του σκηνοθέτη και καλεσμένων που θα συζητήσουν με το κοινό μετά το τέλος της κάθε προβολής.