To 2011 ο Αλεχάντρο Λάντες είχε προκαλέσει αίσθηση στο Φεστιβάλ των Καννών και είχε φύγει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μια Ειδική Μνεία για το ασκητικό και μπρεσονικό «Πορφίριο» (με διεύθυνση φωτογραφίας από τον συνεργάτη του Γιώργου Λάνθιμου, Θύμιο Μπακατάκη), εκείνη όμως η ατμοσφαιρική άσκηση ύφους είχε παραμείνει ένα φεστιβαλικό αξιοπερίεργο που άφηνε πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Η επιβεβαίωση αυτών των προσδοκιών ήρθε οκτώ χρόνια μετά με το «Monos», με το οποίο ο Κολομβιανός σκηνοθέτης επανασυστήνεται με μια ολότελα διαφορετική σε ύφος και ρυθμό ταινία και στοχεύει ακόμα υψηλότερα, δικαιώνοντας απολύτως το hype που έχει χτίσει από τις αρχές της χρονιάς και σαρώνοντας τις βραβεύσεις στα φεστιβάλ ανά την υφήλιο.

«Οι Μόνος» (πίθηκοι στα ισπανικά) είναι μια ομάδα νεαρών πολεμιστών, βαθιά χωμένη στην τροπική ζούγκλα των οροπεδίων της Λατινικής Αμερικής, εκεί που οι κορυφές ακουμπούν στα σύννεφα και το τοπίο είναι υποβλητικό και ανεξάντλητο. Ανήκουν σε μια μυστηριώδη παρακρατική «Οργάνωση» από την οποία δέχονται εντολές μέσω ασύρματου και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο είναι οι περιοδικές επισκέψεις του συνδέσμου τους με αυτή, ενός λοχαγού που τους υποβάλει σε καψόνια και ασκήσεις σκληρής πειθαρχίας.

Δεν έχουν ονόματα, αλλά παρατσούκλια όπως Ράμπο, Λύκος, Στρουμφάκι, Σκύλος, Σουηδή, Κυρία. Κρατούν όμηρο, για άγνωστο λόγο, μια Αμερικανίδα, την οποία αποκαλούν «Γιατρό». Ανεξέλεγκτοι σε ένα εντροπικό και άγριο περιβάλλον και παραδομένοι στις εφηβικές ορμόνες τους, περνούν τις μέρες τους σαν τα αγρίμια, δοκιμάζοντας παραισθησιογόνα μανιτάρια, πυροβολώντας στον αέρα, κάνοντας σεξ μεταξύ τους σε διάφορες ενώσεις. Το χάος που νομοτελειακά θα ενσκήψει μετά την έφοδο του κρατικού στρατού και την υποχώρηση ακόμα πιο βαθιά μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα θα κορυφωθεί, όταν η αιχμάλωτή τους θα προσπαθήσει να αποδράσει και η ομάδα διαλυθεί από τις εσωτερικές έριδες και αντιζηλίες.

Απογυμνωμένο από οποιοδήποτε χρονικό, χωρικό, πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο κι επικεντρωμένο μόνο στη δυναμική των σχέσεων μια ομάδας εφήβων που ζει τον παραλογισμό ενός απόλυτου τώρα, όπως αυτό διαμορφώνεται από ένα εκρηκτικό ορμέμφυτο και τα θραύσματα ενός άγνωστου μακρινού πολέμου, το «Οι Μόνος» ακολουθεί με έναν καταιγιστικό και ασθματικό ρυθμό την καθοδική πορεία των ηρώων του στην τρέλα και σε έναν ενστικτώδη αγώνα για επιβίωση, που κονιορτοποιεί όχι μόνο κάθε έννοια ατομικής ταυτότητας (δεν είναι τυχαία η επιλογή των ονομάτων των πολεμιστών άλλωστε, ούτε ο ελληνικής, τελικά, προέλευσης τίτλος), αλλά και το συλλογικό σκοπό της (όποιας) αντίστασης ή επανάστασης.

Η φωτογραφία του Τζάσπερ Βολφ, το μοντάζ του (επίσης συνεργάτη του Λάνθιμου) Γιώργου Μαυροψαρίδη, μα πάνω από όλα η για άλλη μια φορά αριστουργηματική μουσική επένδυση της Μίκα Λέβι, η οποία αποδεικνύει ότι έχει την ανεξάντλητη ικανότητα να μετουσιώνει σε νότες την κόλαση, μεταμορφώνουν το ούτως ή άλλως αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον σε μια εφιαλτική δυστοπία, την οποία ο Λάντες κινηματογραφεί σαν έναν ατέρμονο λαβύρινθο χωρίς είσοδο και έξοδο. Κι αν στην πορεία «Οι Μόνος» κερδίζουν συγκρίσεις με το «Αποκάλυψη Τώρα», τον «Άρχοντα των Μυγών» και το «Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού», αφενός τις αξίζουν, αφετέρου, όμως, δεν περιορίζονται από αυτές, καθώς αποτελούν μια ολότελα μοναδική και ιδιαίτερη εμπειρία.