Ερημική παραλία, τελευταία μέρα καλοκαιριού. Τέσσερα νεαρά κορίτσια, ο σκύλος τους, τα βιβλία , οι μουσικές τους. Ηλιος, βουτιές, κοριτσίστικη οικειότητα, πειράγματα, εξομολογήσεις, τραγούδια, φωτογραφίες, παιχνίδια με κινηματογραφικά τρίβια, υπέροχη μεσημεριανή βαρεμάρα των διακοπών. Κάτι όμως είναι off. Κάτι ρίχνει τη σκιά του στην ηλιόλουστη ανεγνοιασιά. Εχει να κάνει με το σπίτι που τις εποπτεύει από το λόφο; Εκείνο το τζιπ που παραμονεύει πίσω από τις πικροδάφνες; Είναι η μελαγχολία που ελλοχεύει σε κάθε ηλιοβασίλεμα, στο τέλος των καλοκαιριών μας; Ή το αμετάκλητο τέλος της αθωότητας;

Στην πέμπτη του ταινία, εδώ πιο κατασταλαγμένος και παραδομένος στην σκοτεινή τρυφερότητα που χαρακτηρίζει όλο του το σύμπαν, o The Boy («Κλαις;», «Ροζ», «Higuita», «Νήμα») βουτά μαζί με τις ηρωίδες του. Με το κεφάλι. Κινηματογραφικά, γιατί τολμά να κατασκευάσει μία ταινία από στιγμές, από κόκκους άμμου. Θα μπορούσαν να γλιστρήσουν από τη χούφτα του θεατή και να τις χάσει. Τα κορίτσια λιάζονται, τα κορίτσια παίζουν, τα κορίτσια φτιάχνουν ιστορίες στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Οι κόκκοι άμμου όμως, αν ξέρεις πώς να τους χειριστείς, κατασκευάζουν και τα κάστρα των παιδικών μας χρόνων. Κι αυτά τα κουβαλάμε για πάντα.

Γυρνώντας σε 16mm και με την κάμερα του Σίμου Σαρκετζή να παίζει αριστοτεχνικά κι αόρατα με την αντίθεση του ακαταμάχητου καλοκαιρινού ήλιου και του σκοταδιού που όλοι κουβαλάμε στα κρυφά, ο The Boy βουτά πρώτα μέσα. Σ' ένα βαθύ τραύμα. Ναι, το βλέμμα του πέφτει χαδιάρικα κι ερωτευμένα στα νιάτα των κοριτσιών, τα ηλιοκαμένα δέρματα, τα φρέσκα πρόσωπα, τα μυωπικά γυαλάκια τους. Εχει υπέροχες ιδέες να αποτυπώσει την αφροσύνη κι αυτό από μόνο του είναι μαγικό – και το οφείλει κατά πολύ στο μοντάζ του Νίκου Πάστρα που οργανώνει μαεστρικά τις στιγμές, δίνει μορφή, ρυθμό και σχήμα ακόμα και στο συναίσθημα. Θα μπορούσε η ταινία να είναι μόνο αυτό. Η στιγμή που περνά και χάνεται, κι εσύ δεν πρόλαβες να πατήσεις το κλικ της φωτογραφικής σου μηχανής. Ενας τρυφερός, κοριτσίστικος αποχαιρετισμός στην εφηβεία ντυμένος με τις υπέροχες μουσικές που υπογράφει ο The Boy και η Δεσποινίς Τρίχρωμη. Με το σπίτι στο λόφο να συμβολίζει τον αμετάκλητο προορισμό ενηλικίωσης. Κάποια στιγμή βγάζεις το βρεγμένο μαγιό, μαζεύεις την ψάθα σου και πας σπίτι.

Ομως, ακολουθώντας περισσότερο τη σχολή της Σοφία Κόπολα, από αυτήν της Γκρέτα Γκέργουιγκ, ο σκηνοθέτης δεν μένει στον αφρό. Στο τέλος, θα μιλήσει για το τέλος. Και θα το κάνει με τέτοια σπαραχτική ειλικρίνεια που θα σε αφήσει άπνοο και με τον αμφιβληστροειδή γεμάτο αλμύρα. Μια τελευταία βουτιά αποχαιρετισμού, με την κάμερα να καταγράφει τους κύκλους της απώλειας, τον πόνο, τις ενοχές για το ποιος επιβιώνει σε αυτή τη ζωή και ποιος όχι, δεν τα καταφέρνει. Το νερό να προσφέρει το μόνο καταφύγιο, το μόνο βάλσαμο. Ναι, αυτή η κάθαρση που προσφέρει ο The Boy στον θεατή, που αναγνωρίζει και κηδεύει τα δικά του τραύματα, δεν σταματά στο βλέμμα - είναι σωματική, αντανακλαστκή, βιωματική. Σαν τραγούδι της Madonna που δεν χρειάζεσαι στ' αλήθεια να το ακούσεις. Το ξέρει η καρδιά, απέξω.

Τίποτα από όλα αυτά δε θα λειτουργούσε χωρίς τις τέσσερις υπέροχες πρωταγωνίστριες του. Οι Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου, Δάφνη Πατακιά μοιάζουν να εμπιστεύονται απόλυτα τον σκηνοθέτη τους και να τολμούν, η κάθε μία με το ξεχωριστό της στιλ και ταλέντο, συνεχόμενες ελεύθερες καταδύσεις – στην έκφραση, τον πειραματισμό, την εύθραυστα δυνατή κατασκευή των ηρωίδων τους.

Αντί τίτλων τέλους: αν κάτι συγκρατούμε, σαν μια μικρή μυστική χειραψία ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν κι αναπνέουν ταινίες, είναι και μία δεύτερη ανάγνωση στα κινηματογραφικά παιχνίδια και τις ποπ αναφορές του The Boy. Οσο τα κορίτσια μιλούν για τον Γούντι Αλεν, ή προσπαθούν να επινοήσουν τα δικά τους ευφάνταστα αφηγήματα και να μας επανασυστηθούν ως «ηρωίδες της ταινίας της ζωής τους», ο σκηνοθέτης δεν παίζει μόνο. Παραδέχεται ότι, για κάποια παιδιά που δεν θα ενηλικιωθούμε ποτέ, το σινεμά είναι επιβίωση. Ο τρόπος που φτιάχνεις ιστορίες, η κινηματογραφική αφήγηση, προσπαθεί να εξηγήσει τη ζωή σου, να την κάνει πιο προσβάσιμη, πιο επισκέψιμη, να της δώσει νόημα, και σε κάποιες τραγικές, αβάσταχτες στιγμές της, να επέμβει και να τη διορθώσει.

Και καμιά φορά αυτό είναι το μόνο που έχουμε. Μια ταινία, μια βουτιά, πριν πάμε σπίτι.