Οποίος έχει περπατήσει στο κέντρο της Αθήνας, Ερμού, Αθηνάς, Μοναστηράκι, Θησείο, έχει δει σίγουρα τα αδέσποτα σκυλιά που δηλώνουν μόνιμοι κάτοικοι του ιστορικού τριγώνου. Αν επιστρέφει συχνά εκεί τα θυμάται και να μεγαλώνουν, άλλοτε σε μεγαλύτερες παρέες ή να κρυώνουν τις μέρες του χειμώνα, να λείπουν από τη «βιογεωγραφία» της πόλης την εποχή που τα απομάκρυναν για να γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Αν είναι πιο τυχερός, μπορεί να έχει συνομιλήσει με κάποια από αυτά, να έχει περπατήσει μαζί του ένα ή δύο τετράγωνα την ώρα που ξημερώνει και ξεκινάει το hangover, να του έχει δώσει σήμα για να περπατήσει στη διάβαση όταν ανοίγει το πράσινο ή να το έχει σταματήσει όταν το φανάρι γίνεται απότομα κόκκινο. Κάποιο για λίγο μπορεί να σε έχει πάρει από πίσω, μέχρι το σημείο που αντιλαμβάνεται πως δεν είσαι ικανός να γίνεις «σπίτι» όπως ο δρόμος…

Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κάνεις μια ταινία για τα αδέσποτα σκυλιά του κέντρου της Αθήνας και αυτόν ακολούθησε η έμπειρη στη μυθοπλασία («Δονούσα», «Χαμένες Νύχτες», «Eduart») Αγγελική Αντώνιου που άπλωσε την τεκμηρίωση της μέσα σε ένα διάστημα έξι χρόνων για να τα κινηματογραφήσει σε διάρκεια όπως θα το έκανε για ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο πορτρέτο. Τα τεκμήρια της είναι πορτρέτα. Πορτρέτα σκύλων, πορτρέτα των ανθρώπων που τα ταΐζουν, πορτρέτα σημείων στα σπλάχνα μιας πόλης που παραμένει παραδοσιακά εχθρική και φιλική την ίδια στιγμή για όποιον θα την επιλέξει για μόνιμη κατοικία, πορτρέτα «αδέσποτων» που και ετυμολογικά να το πάρεις αναφέρεται σε όποιον δεν έχει αφεντικό. Ελεύθερο ζώο, άνθρωπος ή φύση που όση ανεξαρτησία κερδίζει, πρέπει να την ανταλλάξει με έναν αγώνα επιβίωσης.

Αναφέρεται και μέσα στο ντοκιμαντέρ πως οι περισσότεροι θάνατοι αδέσποτων σκυλιών προκαλούνται είτε από αυτοκίνητα είτε από προβλήματα υγείας, καθώς το τίμημα του να μένεις στο δρόμο πληρώνεται - ανάμεσα σε πολλά άλλα - σε μικρό προσδόκιμο ζωής. Κάτι που δεν θα άλλαζε ποτέ κανείς από τους ήρωες των «Αγνωστων Αθηναίων», καθώς μέσα στα χρόνια αρχίζουν να συνηθίζουν στην κάμερα που τους παρακολουθεί στις καθημερινές τους διαδρομές, να παίζουν, να τσακώνονται, να προσπαθούν με επιμονή να ανέβουν σκαλιά που δεν τους επιτρέπει το πάχος τους, να περιμένουν τους φίλους τους με το φαγητό, να απλώνουν κι αυτά το βλέμμα τους στο άπειρο μιας μελαγχολίας που μερικές φορές νομίζεις ότι θα σου ραγίσει την καρδιά.

Χωρίς πολλά λόγια, με λιγοστές πληροφορίες που αρκούν για να γνωρίσεις σκύλους και ανθρώπους, η Αγγελική Αντωνίου εξερευνά - περισσότερο από την αστική μοναξιά - τη διαδικασία αυτής της επιβίωσης. Ξοδεύει χρόνο στο τελετουργικό της σίτισης των ζώων και αφού εκ των πραγμάτων αυτό είναι ένα ραντεβού που της εξασφαλίζει πως θα βρει τα σκυλιά παρόντα, αφηγείται τις ευθείες γραμμές που ορίζουν τις ιστορίες τους (όχι όλες με την ίδια φροντίδα ή αφοσίωση στην παρατήρηση), ό,τι τα συνδέει με τους ανθρώπους και το αποτύπωμα που αφήνουν στην πόλη πάντα με γνώμονα την κάθε μέρα που θα οδηγεί στην επόμενη - σε μια ζωή που μετριέται με το άγχος του να μην υπάρξει επόμενη φορά που θα ταΐσεις το αγαπημένο σου σκυλί.

Η συγκίνηση είναι αβίαστη όταν, μέσα στα χρόνια, αρχίζουν οι απώλειες και σε μια πόλη που συνεχώς αλλάζει, οι σταθερές των αδέσποτων χάνουν το κέντρο τους, βιώνουν την απουσία των συνοδοιπόρων τους ή οφείλουν να έρθουν αντιμέτωπα με τον αμείλικτο χρόνο. Περισσότερο από την - προς τιμήν της Αντώνιου χαμηλόφωνη - αλληγορία όσων (ανθρώπων) βρίσκουν προσωρινή πατρίδα εκεί που υπάρχει τροφή και αγάπη, αυτό που μένει μετά τη θέαση των «Αγνωστων Αθηναίων» είναι η κίνηση των σκυλιών που άναρχα, με την κομψότητα που σου εξασφαλίζει όχι ένα σαλόνι αλλά το κέντρο μιας ολόκληρης μητρόπολης, με την ανωτερότητα του πολίτη που ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε τα μυστικά αυτού του τόπου, περιδιαβαίνουν την Ιστορία με το θράσος, το θάρρος και την ορμή όσων δεν φοβήθηκαν ποτέ να βρεθούν εκεί που πρέπει να χαμηλώσεις λίγο περισσότερο το βλέμμα σου αν θες να τους αντικρίσεις.