Στις 2 Ιουνίου του 1958, ένας λευκός εργάτης, ο Ρίτσαρντ Λόβινγκ, και η έγκυος, μισή νέγρα μισή Τσερόκι, αγαπημένη του, Μίλντρεντ Τζέτερ, ταξίδεψαν από την επαρχία της Βιρτζίνια, όπου και οι δύο μεγάλωσαν και ζούσαν με τις οικογένειές τους, για την Ουάσινγκτον. Στο μόνο μέρος όπου ο νόμος τους επέτρεπε να παντρευτούν. Επιστρέφοντας όμως στη γενέτειρά τους, οι αρχές τους συνέλαβαν και τους προφυλάκισαν. Επρεπε ή να χωρίσουν, ή να εγκαταλείψουν την Πολιτεία της Βιρτζίνια (που χαρακτήριζε τους διαφυλετικούς γάμους κάτι παραπάνω από ποινικό αδίκημα - αμάρτημα στα μάτια του Θεού) για 25 χρόνια. Ή, φυσικά, να μεγαλώσουν το παιδί τους στη φυλακή. Οι Λόβινγκ εξορίστηκαν στην Ουάσινγκτον, έχτισαν εκεί τη ζωή και την οικογένειά τους, όμως όταν στα μέσα της δεκαετίας του 60, οι αφροαμερικανοί με ηγέτη τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (και υποστηρικτή τον Μπόμπι Κένεντι) κατέβηκαν στους δρόμους γράφοντας την αιματοβαμμένη Civil Rights Ιστορία τους, το ζευγάρι βρέθηκε στην πρώτη γραμμή μίας πολύκροτης δίκης. Εχοντας στο πλευρό τους δύο άγουρους, αλλά τολμηρούς νεαρούς δικηγόρους οι Ρίτσαρντ και Μίλντρεντ Λόβινγκ έγιναν λάβαρο για το αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων διαφορετικών φυλών στο γάμο.
Η ιστορία των Λόβινγκ είχε καταγραφεί τo 2011 στο ντοκιμαντέρ της Νάνσι Μπιούρσκι «The Loving Story», σε παραγωγή ΗΒΟ, κερδίζοντας επάξια βραβεία, ανάμεσα τους και το ΕΜΜΥ. Ο Τζεφ Νίκολς δεν έχει στα αλήθεια να προσθέσει κάτι παραπάνω στην πολιτική σημασία της εν λόγω υπόθεσης του «Loving vs Virginia». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν τον ενδιαφέρει να το κάνει.
Διαβάστε επίσης: Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: «The Loving Story», στην εποχή του μίσους
Ο Νίκολς («Take Shelter», «Mud», «Midnight Special») στήνει ένα δράμα εποχής, κλασικό, βατό, απλό. Δεν του δίνει κάτι από τη σήμα κατατεθέν θριλερική διάσταση ή τις ανατροπές που έκαναν τις ταινίες του διάσημες. Δεν υπάρχει υπερρεαλισμός ή μαγικός ρεαλισμός ή κάποιος έστω καλλιγραφικός συμβολισμός στην απόδοση της υπόθεσης Λόβινγκ. Δεν βασίζει την ενέργεια ή το ρυθμό της ταινίας σε σασπένς κινηματογράφηση. Αντιθέτως, όλα είναι ήσυχα, μελαγχολικά, ψιθυριστά, σχεδόν απαρατήρητα.
Κι όμως, όχι. Αν κανείς αφουγκραστεί λίγο πιο προσεχτικά τις λεπτομέρειες της ταινίας, ο τελευταίος των πραγματικά ρομαντικών σκηνοθέτης (ρομαντισμός δεν είναι ηλιοβασιλέματα και ροζ καρδιές, αλλά το πείσμα να βλέπεις τη ζωή μέσα από τις αξίες και τα όνειρά σου) έχει πει όλα όσα θέλει να πει.
Ενα από τα πιο συγκινητικά χαρακτηριστικά του Ρίτσαρντ Λόβινγκ (και του πραγματικού, αλλά και του ήρωα που πλάθει αριστουργηματικά μέσα από ντροπαλές σιωπές και ημιάγρια ενέργεια ο Τζόελ Ετζερτον) είναι ότι... δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το πρόβλημα. Δεν καταλαβαίνει τη νόρμα αυτού του κόσμου, έτσι όπως ήταν «νοικοκυρεμένα τακτοποιημένος σε μαύρο άσπρο» το 1958. Εκείνος αγάπησε μια γυναίκα και την παντρεύτηκε. Αυτό τον ενδιαφέρει. Να μπορεί να τη φροντίζει, να την προστατεύει, να συνεχίσει να την αγαπά. Δεν ήθελε να σπάσει κανένα νόμο. Δεν ήθελε να κερδίσει καμία θριαμβευτική δίκη. Δεν ήθελε να γίνει σύμβολο.
Αυτό ενδιαφέρει και τον Νίκολς. Η τρομαχτική απλότητα και η συντριπτική δύναμη της αγάπης. Η ταινία που χτίζει, έτσι λιτά και υπόγεια, δεν είναι politics. Είναι σκέτο, ωμό, μη αναγνωρίσιμο πια... Loving. Αυτό που δε χρειάζεται κανείς να εξηγήσει, υπογραμμίσει, υπερασπίσει.
Στη σκηνή του ηθοποιού-μασκότ του Νίκολς, Μάικλ Σάνον, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Αρχικά νομίζει κανείς ότι ο Σάνον κάνει ένα εύκολο πέρασμα, ένα μικρό cameo σ' έναν αδιάφορο ρόλο. Ερμηνεύει το φωτογράφο του Life Magazine που πρωτοεπισκέπτεται το σπίτι των Λόβινγκ για να καταγράψει την ιστορία τους, λίγο πριν τη δίκη του Αρείου Πάγου.
Ο Σάνον κάθεται απέναντι στο ζευγάρι όταν, μετά από μία κουραστική μέρα, βλέπουν μαζί στον καναπέ ένα επεισόδιο του «The Andy Griffith Show» - της κλασικής αμερικανικής σειράς που μεγάλωσε γενιές και γενιές στην Αμερική. Χωρίς να δίνουν πια σημασία στον ίδιο ή το φακό του, οι Λόβινγκ γελάνε, τα σώματά τους έχουν τη δική τους επικοινωνία, ο Ρίτσαρντ κουρνιάζει πάνω της κι εκείνη συνεχίζει να χαζεύει την οθόνη και να χαϊδεύει την πλάτη του. Μέσα από το βλέμμα του Σάνον, ένα βλέμμα που ξαφνικά φωτίζεται από κατανόηση, ανθρωπιά, συγκίνηση, καθρεφτίζεται το κομμάτι του κόσμου μας που (ευτυχώς) αλλάζει. Εκείνο που καταλαβαίνει επιτέλους ότι δεν τον απειλεί η διαφορετικότητα και την αποδέχεται. Ενα κομμάτι απαραίτητο και στις μέρες μας που ο ρατσισμός συνεχίζει να ελλοχεύει, αλλάζοντας απλά σχήμα και χρώμα και στόχο.
Οχι, ο Νίκολς δεν κάνει μία πολιτική ταινία, αλλά μία ταινία αγάπης. Κι αυτή είναι η πιο πολιτική επιλογή στον κόσμο.
Περισσότερες κριτικές από το 69ο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών:
- Κάννες 2016: Το «Paterson» του Τζιμ Τζάρμους μία ωδή στην ποίηση της καθημερινότητάς μας
- Κάννες 2016: Η Αντρεα Αρνολντ και η ανούσια americana του «American Honey»
- Κάννες 2016: Οι «Nice Guys» Ράιαν Γκόσλινγκ & Ράσελ Κρόου και το (άσφαιρο) όπλο του Σέιν Μπλακ
- Κάννες 2016: Το «The Handmaiden» του Παρκ Τσαν-γουκ είναι η πιο hot ταινία του φεστιβάλ
- Κάννες 2016: Κρατήστε μια θέση στα classics για το «The BFG» του Στίβεν Σπίλμπεργκ
- Κάννες 2016: «Ο Μαθητής» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ. Οχι πια σεξ, μόνο Ορθόδοξος Χριστιανισμός
- Κάννες 2016: «Ma Loute» του Μπρουνό Ντιμόν, αναφορά στον... Βέγγο
- Κάννες 2016: Το σινεμά σαν ένα ποίημα, κόμικ και αστυνομικό μαζί στο «Neruda» του Πάμπλο Λαραΐν
- Κάννες 2016: Στο «I, Daniel Blake», ο Κεν Λόουτς νοιάζεται τόσο για το μήνυμα που παραμελεί το σινεμά
- Κάννες 2016: «Rester Vertical». To επαναστατικό, queer παραμύθι του Αλέν Γκιροντί
- Κάννες 2016: Η Τζόντι Φόστερ προσφέρει ένα mainstream πολιτικό διάλογο με το «Money Monster»
- Κάννες 2016: Tο «Sieranevada» του Κρίστι Πουίου αφηγείται όσα συμβαίνουν μετά το «Θάνατο του Κυρίου Λαζαρέσκου»
- Κάννες 2016: Η ζωή δεν υψώνει τοίχους στην «Τελευταία Παραλία» των Θάνου Αναστόπουλου και Νταβίντε Ντελ Ντέγκαν
- Κάννες 2016: «Café Society». O Γούντι Αλεν προσφέρει ένα ακόμη γευστικό φλιτζάνι σινεμά. Εστω και «ντεκαφεϊνέ».