Λος Αντζελες, 1977. Ο βαρύς κι ασήκωτος νεοϋρκέζος Τζάκσον Χίλι εργάζεται ως μπράβος - ιδιώτες τον προσλαμβάνουν για να σπέρνει το φόβο στους εχθρούς τους με τη σιδερογροθιά του. Ο χήρος και πατέρας μίας 13χρονης Χόλαντ Μαρτς είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ - πληρώνεται για να βρίσκει χαμένους συγγενείς και να επιλύει περίεργες υποθέσεις. Οταν η Misty Mountain, μία σταρ της βιομηχανίας πορνό σκοτώνεται κάτω από μυστήριες συνθήκες και μία ακόμα κοπέλα εξαφανίζεται (κι αναζητείται από πολλούς σκοτεινούς τύπους με όπλα), το αταίριαστο δίδυμο θα συναντηθεί και θα αποφασίσει να συνεργαστεί. Πρέπει να βρουν την Αναμπελ και την άκρη του νήματος ανάμεσα στα λαμπερά sex, drugs and... Earth Wind and Fire πάρτι στους Χολιγουντιανούς λόφους, τις χίπικες πολιτικές διαδηλώσεις για την μόλυνση της ατμόσφαιρας στα σκαλιά του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ημίγυμνες καλονές, σκληρά αρσενικά, άπλετο αλκοόλ, ντουμάνια καπνού από τα τσιγάρα. Πρέπει να βρουν δικαιοσύνη στην προ-politically-correct εποχή του αμερικανικού ονείρου.
Ο Σέιν Μπλακ (σεναριογράφoς όλων των «Leathal Weapon» και σκηνοθέτης των «Kiss Kiss Bang Bang» και «Iron Man 3») επιχειρεί να συστήσει στην γενιά των «μιλένιαλ» το είδος της μπουφόνικης, παράλογης, βίαιας αστυνομικής κωμωδίας που προκύπτει ταιριάζοντας αντι-ήρωες, αλητάμπουρες, αλκοολικούς, βωμολόχους ντετέκτιβ με την πλευρά «του καλού» κι αφήνοντάς τους να μας τρέχουν επί ένα δίωρο σ' έναν κόσμο γεμάτο χαοτική δράση, σουρεαλιστικές ανατροπές, δολοφονικές ατάκες και (σε κάθε σκηνή και με κάθε ευκαιρία) εκτέλεση του καθωσπρεπισμού και της νόρμας.
Εξαιρετική η δουλειά του production designer Ρίτσαρντ Μπρίτζλαντ και της ενδυματολόγου Κιμ Μπάρετ στην αυθεντική αναπαράσταση του ηλεκτρισμένου Λος Αντζελες των 70ς, αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας Φιλίπ Ρουσελό που κατάφερε να κρατήσει έναν τόνο πυκνής ατμόσφαιρας αστυνομικού μυστηρίου σε μία κατά βάση μπουρλέσκ action κωμωδία. Επίσης, η χημεία του πρωταγωνιστικού δίδυμου είναι αναμφισβήτητη και το κέφι με το οποίο βουτάνε στους ρόλους τους, γοητευτικό. Ο Ράσελ Κρόου αποφασίζει να κάνει πλάκα στον εαυτό του και να χρησιμοποιήσει την όποια εμφανισιακή φθορά του ως πλεονέκτημα: ερμηνεύει τον «muscle», οπότε ας είναι το βαρύ άκαμπτο σώμα του ένα ακόμα εργαλείο, ας στρέψει την μονοκόμματη, τραχιά κινησιολογία του ως αυθεντικό χαρακτηριστικό του ρόλου. Αντιθέτως, ο Ράιαν Γκόσλινγκ αποδέχεται με αυτοθυσία να παίξει έναν κόντρα-ήρωα. Να κάνει τον καραγκιοζάκο, τον κλόουν - να αυτοσαρκαστεί με κάθε σπασμένο κόκκαλο του κορμιού του, ως ο φοβιτσιάρης, λίγο αφελής, εγκληματικά ανώριμος πατέρας, αλλά δαιμόνια χαρισματικός και (θα δείτε γιατί) «άτρωτος» τελικά ντετέκτιβ. Η σύγκρουση της εικόνας τους είναι γοητευτική, λειτουργεί, θες να τους κοιτάς. Περιμένεις κάτι από αυτούς. Κι αν είχαν και ένα λίγο καλύτερο υλικό στα χέρια τους, ίσως να στο έδιναν.
Διαβάστε εδώ όλα όσα είπαν ο Ράιαν Γκόσλινγκ και ο Ράσελ Κρόου στη συνέντευξη Τύπου του «Nice Guys»
Με ένα πιο καλοκουρδισμένο σενάριο θα μιλούσαμε για την επιτυχημένη συνταγή της χρονιάς - αυτή που θα δημιουργούσε το «Nice Guys» franchise. Δυστυχώς αυτό δεν υπάρχει. Ενώ η ταινία ξεκινά δυναμικά με μία σεκάνς εντυπωσιακού absurdism που δημιουργεί προσδοκίες για κάτι που θα ανατινάξει το μυαλό σου (ή τουλάχιστον την κουζίνα και το σαλόνι σου), τα υπόλοιπα 110 λεπτά που ακολουθούν μοιάζουν με συρραφή προβαρισμένων αστείων (που για αυτό παύουν να είναι αστεία), σουρεαλιστικών καταστάσεων (και μία αλαζονική εμπιστοσύνη στο ότι «αν ρίξεις εξωφρενικές μανιέρες στη σειρά, τη μία μετά την άλλη, θα λειτουργήσουν αυτόματα») και τον Ράσελ με τον Ράιαν να προσπαθούν να ξεπεράσουν το σενάριο και να σε αποπλανήσουν με φυσικό χάρισμα και υπερπροσπάθεια. Μόνο που τα κωμικά δίδυμα της κινηματογραφικής ιστορίας δεν υπερπροσπαθούσαν. Ηταν. Κάτι κολλούσε από μόνο του, κάτι αλληλοσυμπληρωνόταν, κάπως το όλο αποτέλεσμα απογείωνε.
Διαβάστε και δείτε ακόμη: Ο Ράιαν Γκόσλινγκ και ο Ράσελ Κρόου είναι τόσο 70s στο «The Nice Guys» που σχεδόν δεν μπορείς να το διαχειριστείς!
Υπάρχουν στιγμές που γελάς, μέχρι το τέλος ο Μπλακ δεν σταματά να τροφοδοτεί το φονικό του σεναριακό όπλο με κωμικές σκηνές παραλογισμού και αγορίστικα πείραγματα και εκπλήξεις. Τα βόλια όμως δε βρίσκουν στόχο, δεν μας ισοπεδώνουν, δεν βγαίνουμε από την αίθουσα με χαραγμένο το χαμόγελο της απόλαυσης, επαναλαμβάνοντας σκηνές κι ατάκες. Ολα είναι κάπως ξεκούρδιστα, κάπως άτονα, κάπως αταίριαστα. Οπως όταν μια φίλη σου σε ρωτά πώς ήταν αυτός που βγήκες και της απαντάς «καλό παιδί». Δε θέλαμε «Nice Guys», ακριβώς, κύριε Μπλακ...
Περισσότερες κριτικές από το 69ο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών:
- Κάννες 2016: Το «The Handmaiden» του Παρκ Τσαν-γουκ είναι η πιο hot ταινία του φεστιβάλ
- Κάννες 2016: Κρατήστε μια θέση στα classics για το «The BFG» του Στίβεν Σπίλμπεργκ
- Κάννες 2016: «Ο Μαθητής» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ. Οχι πια σεξ, μόνο Ορθόδοξος Χριστιανισμός
- Κάννες 2016: «Ma Loute» του Μπρουνό Ντιμόν, αναφορά στον... Βέγγο
- Κάννες 2016: Το σινεμά σαν ένα ποίημα, κόμικ και αστυνομικό μαζί στο «Neruda» του Πάμπλο Λαραΐν
- Κάννες 2016: Στο «I, Daniel Blake», ο Κεν Λόουτς νοιάζεται τόσο για το μήνυμα που παραμελεί το σινεμά
- Κάννες 2016: «Rester Vertical». To επαναστατικό, queer παραμύθι του Αλέν Γκιροντί
- Κάννες 2016: Η Τζόντι Φόστερ προσφέρει ένα mainstream πολιτικό διάλογο με το «Money Monster»
- Κάννες 2016: Tο «Sieranevada» του Κρίστι Πουίου αφηγείται όσα συμβαίνουν μετά το «Θάνατο του Κυρίου Λαζαρέσκου»
- Κάννες 2016: Η ζωή δεν υψώνει τοίχους στην «Τελευταία Παραλία» των Θάνου Αναστόπουλου και Νταβίντε Ντελ Ντέγκαν
- Κάννες 2016: «Café Society». O Γούντι Αλεν προσφέρει ένα ακόμη γευστικό φλιτζάνι σινεμά. Εστω και «ντεκαφεϊνέ».