Κοιτάζοντας πίσω στη φιλμογραφία του Στίβεν Σπίλμπεργκ και στο φλερτ του με το είδος της παιδικής ταινίας (αν φυσικά υπάρχει κάτι τέτοιο και χωρίς να ανοίξουμε εδώ τη συζήτηση για το πόσο τελικά πιο παιδική ταινία είναι οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» σε σχέση με το «Hook»), το «The BFG» είναι σχεδόν η πρώτη καθαρόαιμη παιδική ταινία του, βασισμένη σε ένα παιδικό βιβλίο και με την καθαρότητα μιας ιστορίας που απευθύνεται πρωτίστως σε παιδιά.
Πιστός στο πνεύμα του Ρόαλντ Νταλ, τη διάχυτη μελαγχολία του Βρετανού συγγραφέα αλλά και τη ζωηρή του διάθεση για σάτιρα απέναντι στην πολιτική ορθότητα και την συντηρητική «κανονικότητα», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν σκηνοθετεί απλώς την ιστορία ενός καλοκάγαθου γίγαντα που θα απαγάγει ένα ορφανό κορίτσι και θα το μεταφέρει στη Χώρα των Γιγάντων θέτοντας τη ζωή του σε κίνδυνο από τους άλλους ανθρωποφάγους γίγαντες, αλλά μοιάζει να τη ζει σαν να την έχει γράψει ο ίδιος.
Μεγάλος σκηνοθέτης, απεριόριστων ικανοτήτων που ξεπερνούν το ακαδημαϊκό για να προσδώσουν σε κάθε του ταινία και νέες ιδέες και μια νέα πνοή στο ίδιο το μέσο του κινηματογράφου, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ όχι μόνο κινείται με άνεση μέσα στη διαφορά ύψους που... ενώνει δύο από τους πιο αξιολάτρευτους ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά χωρίς καμία προσποίηση, αβίαστα, με έναν ενθουσιασμό που κάνει την οθόνη να τραντάζεται (όχι μόνο από τα βήματα του γίγαντα πρωταγωνιστή του) και μια διάχυτη διάθεση να είναι αυτή η ταινία μια γιορτή για τα μάτια, τα αυτιά, τα συναισθήματα, ενορχηστρώνει την περιπέτεια της Σόφι και του BFG σαν να επρόκειτο για μια κλασική ταινία που λες σαν να υπήρχε από πάντα και ταυτόχρονα με ένα τρόπο που θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά μόνο στην εποχή μας.
Με - φυσικά - πολλά ειδικά εφέ που φέρουν όμως μια χειροποίητη κλασική υφή, αριστουργηματική φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι, ένα λυρικό και ταυτόχρονα παιχνιδιάρικο score από τον Τζον Γουίλιαμς, με βάση το σενάριο της Μελίσα Μάθισον που πέθανε πριν προλάβει να δει πόσο δικαιώθηκε στην οθόνη η στιβαρή κι όμως γεμάτη αθωότητα γραφή της, μια δωδεκάχρονη Ρόυμπι Μπάρνχιλ να κάνει τα πρώτα βήματά της στο σινεμά και τον Μαρκ Ράιλανς - έναν πραγματικό υποκριτικό γίγαντα στο πρόσωπο, το σώμα, τα βλέμματα και την υπέροχη άρθρωση της πειραγμένης και τόσο αστείας γλώσσας του BFG, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ παραδίδει μια σχεδόν τέλεια - και μάλλον την καλύτερη στην ιστορία - live action κινηματογραφική διασκευή βιβλίου του Ρόαλντ Νταλ.
Διαβάστε ακόμη: To «Ready Player One» του Στίβεν Σπίλμπεργκ βρήκε τον πρωταγωνιστή του
Ναι, μπορεί σε πολλά σημεία να αρνείται να αρνηθεί την παιδικότητα προς όφελος μια καθαρά family - friendly ψυχαγωγικής εμπειρίας που θα απολαύσουν (κατά εκατομμύρια) παιδιά μαζί με τους γονείς τους, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ όμως ξέρει πως δεν έχει κανένα λόγο να «πειράξει» κάτι προς όφελος μιας «ενήλικης» αποδοχής, αφού γνωρίζει καλά πως είτε με απίστευτα συγκινητικές στιγμές (κυρίως ανάμεσα στον BFG και τη Σόφι - με αναφορές στον «E.T.»), είτε με φιλική στο mainstream σάτιρα (όπως στην επίσκεψη του γίγαντα στο παλάτι της Βασίλισσας), το στοίχημα είναι πέρα για πέρα κερδισμένο, επειδή εξαρχής υπήρξε όσο σκοτεινό χρειαζόταν, όσο διαυγές και όσο απενοχοποιημένα παιδικό είναι το πρωτότυπο υλικό του.
Περισσότερες κριτικές από το 69ο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών:
- Κάννες 2016: «Ο Μαθητής» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ. Οχι πια σεξ, μόνο Ορθόδοξος Χριστιανισμός
- Κάννες 2016: «Ma Loute» του Μπρουνό Ντιμόν, αναφορά στον... Βέγγο
- Κάννες 2016: Το σινεμά σαν ένα ποίημα, κόμικ και αστυνομικό μαζί στο «Neruda» του Πάμπλο Λαραΐν
- Κάννες 2016: Στο «I, Daniel Blake», ο Κεν Λόουτς νοιάζεται τόσο για το μήνυμα που παραμελεί το σινεμά
- Κάννες 2016: «Rester Vertical». To επαναστατικό, queer παραμύθι του Αλέν Γκιροντί
- Κάννες 2016: Η Τζόντι Φόστερ προσφέρει ένα mainstream πολιτικό διάλογο με το «Money Monster»
- Κάννες 2016: Tο «Sieranevada» του Κρίστι Πουίου αφηγείται όσα συμβαίνουν μετά το «Θάνατο του Κυρίου Λαζαρέσκου»
- Κάννες 2016: Η ζωή δεν υψώνει τοίχους στην «Τελευταία Παραλία» των Θάνου Αναστόπουλου και Νταβίντε Ντελ Ντέγκαν
- Κάννες 2016: «Café Society». O Γούντι Αλεν προσφέρει ένα ακόμη γευστικό φλιτζάνι σινεμά. Εστω και «ντεκαφεϊνέ».