To «The Room» του 2003 ίσως δεν είναι η χειρότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, αν και από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του το φιλμ διεκδικούσε τον τίτλο σχεδόν κάθε φορά που αναφερόταν η ύπαρξή του, όμως είναι σίγουρα η ταινία που αρνείσαι να πιστέψεις καν ότι υπάρχει, ακόμα και κατά τη διάρκεια της προβολής της, όσο καταρρίπτει με χαρακτηριστική άνεση κάθε έννοια αφήγησης, συνοχής ή ερμηνευτικής λογικής καθώς προχωρά με τόλμη και άγνοια κινδύνου από σκηνή σε σκηνή.
Αντίστοιχα, κατά κάποιον ειρωνικό τρόπο, το – βραβευμένο με το Χρυσό Κοχύλι του San Sebastian – «The Disaster Artist», μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, όμως είναι η ταινία που σχεδόν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις κατά τη διάρκεια της προβολής της πόσο ιδιοφυής είναι, η κατάλληλη ταινία την κατάλληλη στιγμή στην καριέρα του Τζέιμς Φράνκο κι ένα πολυεπίπεδο φιλμ που, πίσω από την αγάπη του για μία από τις πιο παράδοξες προσωπικότητες που πέρασαν ποτέ (έστω και από τύχη) από την μεγάλη οθόνη, κρύβει μια μεγάλη καρδιά για το όνειρο του Hollywood και για όλους τους περιθωριοποιημένους του ήρωες. Και είναι απλά διαολεμένα αστείο.
Κανείς δεν ξέρει από πού προέρχεται η – σίγουρα όχι από την Νέα Ορλεάνη – προφορά του Τόμι Γουάιζο. Κανείς δεν ξέρει από πού προήλθαν τα ατελείωτα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Κανείς δεν γνωρίζει καν την πραγματική του ηλικία. Και ο Τζέιμς Φράνκο δεν ενδιαφέρεται να δώσει απάντηση σε κανένα μυστήριο. Το «The Disaster Artist» ακολουθεί με προσήλωση τη διαδικασία δημιουργίας του «The Room» χωρίς πολύπλοκους διερευνητικούς σκοπούς ή διάθεση ειρωνείας αλλά με μια γνήσια αγάπη για το παράδοξο κόντρα σε όλους τους κανόνες, σαν να ήταν (που ήταν) η προσωπική σταυροφορία ενός ανθρώπου απέναντι στο κατεστημένο του θεάματος.
Για τον Φράνκο, ο Γουάιζο θα μπορούσε να ήταν, όπως συχνά αναφέρεται, ένας αληθινός βρικόλακας. Θα μπορούσε όμως εξίσου να είναι και ο πιο καλόκαρδος άνθρωπος του κόσμου, ο οποίος πιστεύει στην καλοσύνη της καρδιάς του και επιθυμεί διακαώς να την αποτυπώσει στην μεγάλη οθόνη. Ο Γουιζό του Φράνκο είναι ένα μόνιμο αίνιγμα, μια κινούμενη πηγή υστερικού γέλιου και υπόκωφου δράματος, ο χαρακτήρας στον οποίο οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια ολόκληρη η άνιση καριέρα του ηθοποιού και, με διαφορά, ό,τι καλύτερο έχει παρουσιάσει ποτέ. Το «The Disaster Artist», η ταινία για τα γυρίσματα του «Πολίτη Κέιν των κακών ταινιών» αποδεικνύεται τελικά ο θρίαμβος του Τζέιμς Φράνκο, τόσο ερμηνευτικά όσο και σκηνοθετικά.
Γιατί υπάρχει μια απόλυτη αίσθηση μόνιμου ελέγχου πίσω από την αναρχία της ταινίας και μια ακριβής αίσθηση του χιούμορ πίσω από κάθε φαινομενική χοντράδα. Υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση της ερμηνείας του Τζέιμς Φράνκο ως Γουιζό εκτός κάμερας και ως Γουιζό μπροστά από την κάμερα, μαρτυρώντας ακόμη περισσότερο τη σημασία αυτού που κατάφερε . Υπάρχει μια ανατριχιαστική αντιπαραβολή της πραγματικότητας του «The Room» με την «πραγματικότητα» του «The Disaster Artist», κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές στο τελικό μοντάζ που αποθεώνει κάθε πιθανή σύγκριση. Η δημιουργία του Τζέιμς Φράνκο είναι η επιβεβαίωση του σινεμά πως το χειρότερο και το καλύτερο μπορούν να συνυπάρξουν για να χαραχτούν ταυτόχρονα στην ιστορία.
Ο βαθμός στον οποίο η ιστορία πίσω από την δημιουργία του μύθου είναι αληθινή, δεν είναι κάτι που αφορά πραγματικά τον Φράνκο. Για εκείνον, το «The Disaster Artist» είναι η υπογράμμιση της δημιουργικής τρέλας, η δίψα για κάτι που ενδεχομένως είναι απραγματοποίητο και η αποκάλυψη ότι όλες οι λάθος συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε κάτι πραγματικό μοναδικό, το οποίο που είναι τελικά και το πιο σημαντικό. Είναι ενδιαφέρον ο τρόπος που υπόγεια ο Φράνκο μεταφέρει μέσω του Γουιζό το δικό του δημιουργικό πάθος και απαντά έμμεσα σε όλες τις κριτικές που έχει λάβει κατά καιρούς, αγκαλιάζοντας και αναιρώντας τις ταυτόχρονα. Το «The Disaster Artist» του είναι η πιο σαφής κατάθεση του δημιουργικού του διχασμού.
Πέρα από κάθε διάθεση ανάλυσης ωστόσο, η ταινία λειτουργεί γιατί είναι αυθεντικά αστεία, γιατί δε φοβάται να κοροϊδέψει τον εαυτό της, γιατί δε διστάζει να κοιτάξει στον καθρέφτη και να αποδεχτεί περήφανα αυτό που είναι. Ναι, η σαχλαμάρα ανήκει στο Hollywood. Ναι, τα υπέρμετρα όνειρα επίσης, όπως και η πολυτέλεια της αυταπάτης. Το «The Disaster Artist» φέρνει τον θεατή ένα βήμα πιο κοντά στον ίδιο τον Γουιζό και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί όλες τις παθογένειες του «The Room» μετατρέποντάς τις σε αγνή, κινηματογραφική δύναμη. Στο τέλος της ταινίας, θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το χειροκρότημα μέσα στην ταινία και τις ενθουσιώδεις ιαχές εντός της αίθουσας. Ο Τόμι Γουάιζο κάπου θα χαμογελάει σαρδόνια γεμάτος ικανοποίηση.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Εξοχικές Κατοικίες» της Σόνια Μαρία Κρένερ
- «Winter Brothers» του Χλίνουρ Πάλμασον
- «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς
- «People» του Παύλου Ιορδανόπουλου
- «Κτήνος» του Μάικλ Πιρς
- «Κοράκια» του Γιενς Ασούρ
- «The Ox» του Γιώργου Νικόπουλου
- «Downsizing» του Αλεξάντερ Πέιν
- «O Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου
- «To Τετράγωνο» του Ρούμπεν Εστλουντ
- «Have a Nice Day» του Λιου Τζιαν
- «No Date, No Signature» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ
- «To Εργοστάσιο του Τίποτα» του Πέντρο Πίνιο
- «H Επιφάνεια των Πραγμάτων» της Νάνσυς Μπινιαδάκη
- «Σπόρος»του Σεμίχ Καπλάνογλου
- «Cargo» του Ζιλ Κουλίερ
- «Ζωή και Τίποτε Αλλο» του Αντόνιο Μέντεζ Εσπάρζα
- «Για την Οικογένεια» του Καντεμίρ Μπαλαγκόφ
- «Menashe» του Τζόσουα Ζ. Γουάινστιν
- «Western» της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη
- «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ
- «Colombus» του Κογκονάντα
- «Α Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Ασε τα Πτώματα να Μαυρίζουν στον Ηλιο» των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι