Ο Αλέξανδρος Αβρανάς είναι ένα σκηνοθέτης με καθηλωτική δύναμη και μια εσωτερική οργή που προσφέρεται για σινεμά. Αυτά τα χαρακτηριστικά του ήταν που έκαναν το «Miss Violence», τέσσερα χρόνια πριν, μια σημαντική κινηματογραφική εμπειρία για όσους το αγαπήσαμε και που κάνουν το «Love me Not» (παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν), ένα φιλμ που, αντίθετα, προκαλεί έναν ατελέσφορο εκνευρισμό.
Ο Αβρανάς φτιάχνει ένα σύμπαν βγαλμένο από τους εφιάλτες του Βισκόντι και την ψυχρή γεωμετρία του Χάνεκε: αυστηρό, εύπορο, κομψό, σαθρό στα θεμέλιά του. Μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, ένα μεγαλοαστικό, λες, ζευγάρι, προσλαμβάνει και φιλοξενεί μια νεαρή κοπέλα ως παρένθετη μητέρα για το παιδί που θα ολοκληρώσει την ευτυχία τους, ή θα καμουφλάρει το κενό τους. Μόνο που, σ' αυτό το σπίτι, σ' αυτή την επίπλαστη οικογένεια, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και καμιά πράξη δεν συμβαίνει ατιμώρητα. Η οικονομική κρίση συναντά το υπαρξιακό αδιέξοδο και το ηθικό κόστος, σε μια κλιμακούμενη θύελλα εκδίκησης, από ένα «θεϊκό» χέρι που, όμως, ανήκει μόνο στον Αλέξανδρο Αβρανά και σε καμία άλλη ουσιαστική σχέση αιτιότητας.
Ο κινηματογραφικός κόσμος του «Love me Not» είναι σταθερός και αποστασιοποιημένος. Οι ηθοποιοί του μετατρέπουν τα πρόσωπά τους σε μάσκες τραγικού συναισθήματος, με μια υπερβολή που άλλοτε παρασύρει κι άλλοτε, κυρίως στην περίπτωση της Ελένης Ρουσσινού που κρατά και το μεγαλύτερο σεναριακό βάρος, ξεπερνά τις διαστάσεις της ταινίας μοιάζοντας ψεύτικη. Το μιξάζ, επίμονα, ανεβάζει την ένταση στους ενοχλητικούς ήχους μιας σπιτικής καθημερινότητας, στη λειτουργία του μπλέντερ για ένα θρεπτικό χυμό, στο κλείσιμο μιας πόρτας, στη βουτιά στην ένοχη πισίνα. Ευρήματα που θα λειτουργούσαν θαυμάσια στο πλαίσιο ενός σινεμά κριτικού προς την ανθρώπινη φύση, στη γραμμή ενός Ούλριχ Ζάιντλ, αν οδηγούσαν σε μια κλιμάκωση με ουσία, που να τα κάνει ανεκτά και αποτελεσματικά.
Δείτε ακόμη: «Θέλουμε το καλύτερο για το παιδί μας»: Δύο clips από το «Love Me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
Ομως το «Love me Not», αγγίζοντας λίγο από τη σύγχρονη κοινωνική κατάρρευση και λίγο από τη διάλυση ενός ζευγαριού, δεν ακουμπά τίποτα αληθινά. Είναι μια ταινία που, με την επίφαση της απόστασης από τους ήρωές της, κρίνει και κατακρίνει μ' ένα απροκάλυπτο «μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις», που μοιάζει ν' απολαμβάνει τη θέα της ανθρώπινης πτώσης, αλλά και την κάθε είδους ταπείνωση, ψυχική και βίαια σωματική, της γυναίκας, χωρίς παραπάνω δικαιολογία.
Είναι ένα φιλμ που χτυπάει στο μυαλό και στο ψαχνό, με μια επιθετικότητα, ωστόσο, που για να λειτουργήσει θα χρειαζόταν μια εμπλοκή με τόλμη, μια συμμετοχή στην οδύνη, ένα λόγο ύπαρξης μεγαλύτερο από την πρόθεση αισθητικού εντυπωσιασμού. Αλλά το «Love me Not» ξετυλίγεται και κορυφώνεται χωρίς εγκεφαλικό υπόβαθρο, χωρίς, έστω, μια βρώμικη, τραυματισμένη ψυχή, χωρίς καθόλου ψυχή, με αποτέλεσμα μόνο να ενοχλεί, χωρίς να αγγίζει.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: