Μία πολυμελής οικογένεια ντυμένη γιορτινά. Ενα μεσοαστικό διαμέρισμα της σύγχρονης Αθήνας, με επίπλωση και ταπετσαρίες ξεχασμένα στα 70ς, μία polaroid κάμερα που καταγράφει την τούρτα που βγαίνει από την κουζίνα, ένα 11χρονο κοριτσάκι ντυμένο στα λευκά σκύβει και σβήνει τα κεριά του. Ο πατέρας πατάει το play και το, εμπνευσμένο από το Ολοκαύτωμα, σκοτεινό βαλς του Λέοναρντ Κοέν «Dance me to the end of love» στροβιλίζει τα μέλη της οικογένειας ανάμεσα στα τραπεζάκια με τα σεμέν και τα ράφια με τα μπιμπελό. Εκείνη τη στιγμή, η λευκοντυμένη εορτάζουσα ξεγλιστρά από την προσοχή, βγαίνει στο μπαλκόνι, σκαρφαλώνει το κάγκελο και πέφτει στο κενό. Ο,τι ακολουθεί είναι το τέλος της αγάπης.

Η κάμερα του Αλέξανδρου Αβρανά («Without») καταγράφει τις επόμενες μέρες. Ερπεται στους διαδρόμους του σπιτιού, σταματά υπαινικτικά πίσω από τις κλειστές του πόρτες, αποκλείει ολόκληρη την αλήθεια από το γεωμετρικό κάδρο, γλιστρά με υγρά τράβελινγκ, χαστουκίζει αποκαλύπτοντας μικρά ψήγματα της αλήθειας σε σταθερά και στιλιζαρισμένα μεσαία πλάνα. Η εξαιρετική Ολυμπία Μυτιληναίου στη διεύθυνση φωτογραφίας ενισχύει την υπαινικτική, υποβλητική ατμόσφαιρα με την νοσηρή χρωματική παλέτα, τα παιχνίδια με το φυσικό φως ή την έλλειψή του, ή την αντικατάστασή του με το απειλητικά επιθετικό των τεχνητών λαμπτήρων. Ναι, όταν η πόρτα κλειδώσει πίσω τους, τα φώτα ανοίγουν τέντα. Οι κουρτίνες να είναι κλειστές.

Εμείς παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Στην άκρη της καρέκλας μας. Με την καρδιά να έχει βουλιάξει. Οπως ένα ζοφερό, ανατριχιαστικό, εγκεφαλικό θρίλερ οφείλει να κάνει. Να σε εγκλωβίζει στο σύμπαν μίας δειλειτουργικής ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα να σε κρατά εκτός. Δεν ξέρεις, υποπτεύεσαι. Δεν σου δείχνει, υπαινίσσεται. Δε φωνάζει, κρατά την ησυχία. Γιατί κι η βία είναι ήσυχη.

Ακόμα και σεναριακά, το σοκ χτυπά με προειδοποιητικές λεπτομέρειες, με κομμάτια του παζλ που δεν μπορείς να συνδέσεις ολόκληρο. Τα βίαια ξεσπάσματα του πατέρα, οι διεστραμμένες μορφές διαβάσματος ή παιχνιδιού, οι τρόποι διαπαιδαγωγικής τιμωρίας, αλλά και (μην την ξεχνάμε όπως μοιάζει να κάνουν σχετικά εύκολα τα μέλη αυτής της οικογένειας, οι οποίοι αναφέρονται «στο ατύχημα») η τόσο αποφασισμένη βουτιά του κοριτσιού, υποδηλώνουν από την πρώτη στιγμή ότι μας περιμένει μία ανείπωτη, άλογη, αβάσταχτη αλήθεια. Θα ανοίξει η πόρτα. Θα ανοίξουν τα μέσα φώτα. Ηδη η κουρτίνα τραβήχτηκε μία φορά και η Μυρτώ έπεσε στο κενό, ρίχνοντας τους προβολείς των ανακριτών και της Πρόνοιας στους γονείς της.

Με την ίδια εξαιρετική πειθαρχία και αυστηρή συνέπεια που αποδεικνύει ο ίδιος στην κινηματογράφησή του, κινούνται και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Με ηγετική μορφή τον επάξια βραβευμένο στη Βενετία Θέμη Πάνου, στο ρόλο του βαθιά διαταραγμένου πατέρα που κρατά την οικογένεια στη βίαιη σιδερένια γροθιά του (ενώ ξεγελά την υπόλοιπη κοινωνία ως καθώς πρέπει νοικοκύρης), όλο το καστ είναι εξαιρετικό. Η συγκλονιστική Ρένη Πιττακή κινείται ανάμεσα στην συνωμοτική ενοχή και την εγκληματική υποτέλεια με έναν κυνισμό που σε κόβει σα μαχαίρι. Η εξαιρετική Ελένη Ρουσσινού με το σπαραχτικά εκφραστικό πρόσωπο, μουδιάζει εθελοντικά τις αισθήσεις της και μπλοκάρει αλήθειες και συναίσθημα. Η έφηβη κόρη που έχασε την αδελφή της φοράει την μπλαζέ αυθάδεια της ηλικίας. Ολοι κινούνται σαν μαριονέτες στα χέρια του σαδιστή πατέρα. Τα πιτσιρίκια μόνο ακόμα χορεύουν, τραγουδούν, ρωτάνε, κάνουν σκανταλιές. Τρομάζουν, αντιδρούν, κλαίνε μπροστά στη βία. Μοιάζουν σαν κι εμάς: μπαίνουμε σ' αυτή την ιστορία αθώοι, αλλά είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να μάθουμε την αλήθεια που θα μας παγώσει το αίμα και θα μας αλλάξει για πάντα.

Οταν η σεναριακή ανατροπή αποκαλύπτεται, κανείς δεν εκπλήσσεται και όλοι μας σοκαριζόμαστε ταυτόχρονα. Η σαπίλα κάτω από στρώσεις υποκριτικής επιδερμίδας, το αρρωστημένο αρπαχτικό απέναντι σε τρομοκρατημένα θηράματα, το σκοτεινό κομμάτι μίας κοινωνίας απέναντι στην υποκρισία της. Τα φώτα άνοιξαν. Επεσε και μουσική - ένα ποπ σκυλάδικο, σαν αυτά που μας νανουρίζουν στους καναπέδες μας, ή μας κάνουν να ξεχνάμε τη βαθιά ηθική μας κρίση (που προηγήθηκε της οικονομικής) όσο λικνίζουμε τους γοφούς μας στα κωλόμπαρα.

Πριν ξεκινήσει η δημόσια αγανάκτηση για το «νέο ρεύμα του ελληνικού σινεμά που τα έχει βάλει με την ιερή ελληνική οικογένεια» να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Μία ταινία του επιπέδου του «Miss Violence» δεν μιλάει για την Ελλάδα - στενά, περιορισμένα, απολογητικά. Εχει μία στιβαρή κινηματογραφική γλώσσα, ένα σινεμά παγκόσμιο, ακουμπάει ένα κοινό διεθνές. Ο Αβρανάς κοιτάει τόσο γύρω του, όσο απέναντι, όσο και μέσα του. Ενα θρίλερ πλάθει (οι συγκρίσεις με τον «Κυνόδοντα» είναι εύλογες μόνο στο θέμα ή το κοινό ποπ στοιχείο, αλλά το σινεμά του Αβρανά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό - θυμίζει περισσότερο Πολάνσκι, ή τα υποβλητικά Αργεντίνικα θρίλερ), απεχθές και ανατριχιαστικό, με δομή, κανόνες και καθαρόαιμο τρόμο. Φυσικά όμως πατάει και σε αλήθειες.

Ποιος μπορεί με βεβαιότητα να πει τι συμβαίνει όταν ο γείτονας του διπλανού σπιτιού κλειδώνει την πόρτα του; Τι κρύβει η γειτόνισσα κάτω από στρώσεις μακιγιάζ; Τι αποκαλύπτει ο μαθητής σου στο σχολείο που αντιδρά βίαια σε κάθε παρατήρηση; Κουστούμια κοιτάμε, αυτοκίνητα και επιπλώσεις. Καλοντυμένους τρόπους και ποζάτες συμπεριφορές. Και, κάτι ακόμα. Καμιά φορά ούτε που κοιτάμε. Για αυτό όταν πέφτουν άνθρωποι από τα μπαλκόνια, εμείς πέφτουμε από τα σύννεφα. Και με την ίδια ευκολία σταματάμε ξανά να κοιτάμε.

Ομως ο Αβρανάς, έστω και με μία τραβηγμένη ιδέα, θα μας αναγκάσει. Κάποιοι θα αναγνωρίσουν τις μικρές και μεγάλες εμμονές, τους εξαναγκασμούς της «αθώας» ψυχολογικής βίας. Αυτούς που η ελληνική οικογένεια παίζει στα δάχτυλα. Αλλοι θα δουν τα πρώτα σημάδια της σωματικής, αυτής που «επιτρέπεται». Αλλοι θα ρουφήξουν τη βία της συνεχώς αναμένης τηλεόρασης στις ειδήσεις, με την κρίση να μπολιάζει με εκφοβισμό το μέλλον μας και να μας σπρώχνει στην απελπισία. Και κάποιοι δε θα δουν απολύτως τίποτα. Κι αυτούς πρέπει να τους φοβόμαστε. Γιατί το μούδιασμά τους επιτρέπει στη βία να στροβιλίζεται αέναα ανάμεσά μας. Γιατί στην ανοχή τους οφείλεται η αγάπη που τελειώνει.

Δείτε εδώ τον Αλέξανδρο Αβρανά να μιλάει στην κάμερα του Flix.