Υπάρχει κάτι γνώριμο από την αρχή στο «A Ciambra» και για αυτό δεν ευθύνεται απλά το γεγονός ότι ο Τζόνας Καρπινιάνο, στην επόμενη ταινία του μετά το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, «Mediterranea», εξακολουθεί να ρίχνει την ματιά στις περιθωριοποιημένες κοινότητες της νότιας Ιταλίας ή το ότι η οπτική του επιμένει στον κοινωνικό ρεαλισμό, αποτυπώνοντας έναν κόσμο με αυστηρούς κανόνες και, δυστυχώς, δίχως πολλές επιλογές.
Η οικειότητα έγκειται στο γεγονός ότι το «A Ciambra», όπως και οι προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη, μοιράζεται κυριολεκτικά τους ίδιους ήρωες, την ίδια κοινωνική δομή, τον ίδιο χώρο δράσης και φυσικά την ίδια οπτική απέναντι στη ζωή, ακολουθώντας ανθρώπους που επιμένουν να προσπαθούν για το καλύτερο στη ζωή τους περπατώντας σε μονοπάτια που, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχουν στρωθεί ήδη για αυτούς. Στο «A Ciambra» δηλώνει το «παρών» και ο (αληθινός) μικρός Ρομά Πίο και η οικογένειά του από το ομώνυμο μικρού μήκους φιλμ του Καρπινιάνο από το 2014 αλλά και ο καλόκαρδος «Αγίβα» (Κουντούς Σεϊχόν) του «Mediterranea», συνδέοντας την πραγματικότητα και την μυθοπλασία σε κάτι άρρηκτα δεμένο και δημιουργώντας τελικά ένα αρκούντως συναισθηματικό και άκρως ρεαλιστικό ταξίδι ενηλικίωσης.
Η κάμερα του Καρπινιάνο παρατηρεί διερευνητικά τον μικρό Πίο και τις τέσσερις γενιές της οικογένειάς του που συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι, τον ακολουθεί όταν βγαίνει στον δρόμο αποζητώντας την αποδοχή από τα μεγαλύτερα μέλη της κοινότητας, τον πλησιάζει συνενοχικά όταν σπάει τους κανόνες κάνοντας παρέα με έναν Αφρικανό (η κοινότητά του δείχνει να έχει μεγαλύτερο σεβασμό για την μαφία παρά για τους Αφρικανούς) και εστιάζει στην ανάσα του όταν προσπαθεί να μην εκφράσει την κλειστοφοβία του μέσα σε ένα ασανσέρ ή όταν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τα τρένα «γιατί κινούνται πολύ γρήγορα». Ο Πίο παίζει ουσιαστικά τον ίδιο του τον εαυτό και η ζωντανή του παρουσία είναι αρκετή για να τον μετατρέψει στον απρόσμενο ξεναγό ενός ολόκληρου κόσμου, που συνεχίζει να προσθέτει λεπτομέρειες στο όλο και πιο πυκνό πορτρέτο του ιταλικού περιθωρίου που σταδιακά χτίζει ο Καρπινιάνο.
Όταν ο πατέρας και ο μεγάλος αδερφός του Πίο συλλαμβάνονται, ο ίδιος θα αναγκαστεί να φροντίσει όχι μόνο για τον οικονομικό βιοπορισμό της οικογένειάς του αλλά και για τις εκκρεμότητες που άφησαν εκείνοι πίσω, κάνοντας βήματα προς μια γρήγορη ενηλικίωση, την οποία σίγουρα ποθεί αλλά δεν είναι ακριβώς έτοιμος για το τίμημά της. Αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι ο Καρπινιάνο έχει δει ουσιαστικά τον Πίο από το 2014 να μεγαλώνει αυτά τα χρόνια μπροστά από την κάμερά του, καθώς γνωρίζει πώς να τον πλησιάσει, πώς να κλέψει το χαμόγελο της περηφάνιας του και πώς να αποτυπώσει την ματιά της απογοήτευσής του.
Είναι αυτή η φυσικότητα και η αυθεντικότητα των σχέσεων που κάνει το «A Ciambra» να φαντάζει τόσο ζωντανό και, κατ’ επέκταση, αληθινό, σαν ένα πραγματικό κομμάτι της ζωής της Ciambra. Ο Καρπινιάνο καταφέρνει να αντλήσει από την πραγματικότητα τις κατάλληλες στιγμές, να τις ντύσει με τις μυθοπλαστικές τεχνικές και τελικά να δημιουργήσει μια μεγεθυμένη εκδοχή της ζωής του Πίο (η σκηνή της κηδείας και η παρουσία του αλόγου που την προμηνύει προσθέτουν και μια υποψία μαγικού ρεαλισμού) που ανήκει ξεκάθαρα στο σινεμά αλλά βρίσκεται και ανησυχητικά κοντά στην αληθινή ζωή.
Ισως τίποτα να μην ήταν το ίδιο χωρίς την χαρισματική φυσικότητα του μικρού Πίο Αμάτο μπροστά από την κάμερα ή χωρίς την τρυφερή προσέγγιση του Κουντούς Σεϊχόν, για άλλη μια φορά, στο ρόλο του Αγίβα. Ομως και οι δύο ερμηνείες ουσιαστικά μαρτυρούν ακόμη περισσότερο την ικανότητα του Καρπινιάνο να χτίζει αυθεντικά ατομικά και συλλογικά πορτρέτα γεμάτα ζωή, ατέλειες και απόλυτη ειλικρίνεια.
Ο Καρπινιάνο επιπλέον δεν κρίνει τους ήρωές του, δεν τους λυπάται, δεν υποβιβάζει τον ψυχισμό τους, παρά επιμένει στην περηφάνια τους και την ικανότητά τους για επιβίωση αφήνοντας οποιαδήποτε συναισθηματική υπερβολή εκτός κάδρου. Ακόμα και όταν η ταινία κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια αφήγηση για μια αταίριαστη φιλία (ανάμεσα στον Πίο και τον Αγίβα), ο Καρπινιάνο αποδεικνύει πως αυτό δεν είναι στις προθέσεις του και επιμένει στην ψυχραιμία και τον ρεαλισμό.
Γιατί παρά τον θόρυβο και την βοή του, το «A Ciambra» είναι στην ουσία του μια απόλυτα συγκεντρωμένη ταινία, δομημένη μεθοδικά πάνω στα μικρά βήματα προς την βίαιη ατομική ανεξαρτησία. Οσο θεματικά κοινότυπο κι αν είναι αυτό, η αμεσότητα της ματιάς του Καρπινιάνο είναι απόλυτα ικανή να μετατρέψει αυτά τα στιγμιότυπα από τη ζωή σε αυθεντικές στιγμές κινηματογραφικής αποκάλυψης.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Columbus» του Κογκονάντα
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι