Ο Αγίβα άφησε πρόσφατα το σπίτι του στην Μπουρκίνα Φάσο, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και έναν τρόπο να συντηρήσει την αδελφή του και την κόρη του. Προκειμένου να το καταφέρει, θα εκμεταλλευτεί τη συμμετοχή του σε μια παράνομη επιχείρηση εισαγωγής λαθραίων και θα κατορθώσει να φύγει από την Αφρική, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, Αμπάς. Διασχίζοντας τη Σαχάρα και τη Μεσόγειο, ο Αγίβα θα φτάσει στην Ιταλία και θα προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, αλλά όταν εντάσεις αναπτύσσονται στην τοπική κοινότητα, τα πράγματα γίνονται σταδιακά εξαιρετικά επικίνδυνα. Αποφασισμένος να διατηρήσει τη νέα του ζωή, θα επιχειρήσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες, όχι όμως χωρίς προσωπικό κόστος.
H ιστορία του Αγίβα που φεύγει από την Μπουρκίνα Φάσο, διασχίζει τη Μεσόγειο και φτάνει στη Νότιο Ιταλία για να παίξει με τις πιθανότητες μιας καλύτερης ζωής θα μπορούσε να είναι ακόμη μια ιστορία από αυτές που ακούμε καθημερινά για ανθρώπους που εγκαταλείπουν τις χώρες τους, αφήνουν πίσω τις οικογένειές τους και αναζητούν μια διέξοδο σε μια Ευρώπη - ερήμην της «Γη της Επαγγελίας».
Αν το ερώτημα που έρχεται κατευθείαν στο μυαλό είναι αν η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει πλέον το σινεμά, όταν αυτό ασχολείται με ιστορίες μετανάστευσης ή προσφυγιάς, η απάντηση είναι εύκολη όταν μπροστά σου έχεις μια ταινία σαν το «Mediterranea» του Τζόνας Καρπινιάνο, του Ιταλού πρωτοεμφανιζόμενου που ταξίδεψε από προσωπική επιθυμία στην Καλάμπρια, γνωρίζοντας από κοντά τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων που φτάνουν εκεί από την Αφρική και μαζί τον Κούντους Σεϊχόν που θα γινόταν ο «πραγματικός» πρωταγωνιστής της πρώτης του ταινίας.
Ο Καρπινιάνο ενδιαφέρεται για τον ρεαλισμό που δεν θα μπορούσε να βρει θέση στα δελτία ειδήσεων, στην ευθεία γραμμή που ενώνει τις διαδρομές των προσφύγων σε ένα ταξίδι μετ' εμποδίων μέχρι το άγνωστο και στις ανθρώπινες ιστορίες που γράφονται πάνω στο χάρτη της νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη και οι οποίες μοιάζουν μεταξύ τους αλλά δεν είναι ποτέ ίδιες.
Ο Αγίβα είναι αποφασισμένος να κάνει το ταξίδι του να πετύχει. Θα περπατήσει μίλια ερήμου, θα στριμωχτεί σε βάρκες - νεκροταφεία, θα προσπαθήσει να ενταχθεί την τοπική κοινωνία της Καλάμπρια, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα διακινδυνεύσει όλα όσα πιστεύει και φυσικά την ίδια του τη ζωή. Ο Καρπινιάνο τον ακολουθεί σχεδόν σαν ρεπόρτερ, σε ένα αγωνιώδες οδοιπορικό που δεν χρειάζεται κανένα ειδικό εφέ και καμία σκηνοθετική τεχνική για να μοιάζει με ένα θρίλερ. Σε φυσικούς χώρους και με πλήθος ερασιτεχνών ηθοποιών που δεν είναι τίποτ' άλλο από πραγματικοί μετανάστες, εισβάλλει στα καταφύγια που μένουν στοιβαγμένοι, στην καθημερινότητα που τους προσφέρεται στο περιθώριο μιας στα χαρτιά πολιτισμένης κοινωνίας.
Η ιστορία του Αγίβα δεν είναι όμως ντοκιμαντέρ - παρόλο που η πραγματική ιστορία του πρωταγωνιστή του βρίσκεται σχεδόν αυτούσια στο φιλμ. Ούτε πρέπει να ειπωθεί για να συγκινήσει ή να καταγγείλει με τον εκβιαστικό τρόπο τον οποίο προσφέρει απλόχερα το πιο σημαντικό θέμα της εποχής μας (σημειώνουμε εδώ πως η ταινία γυρίστηκε πολύ πριν το μαζικό ερχομό προσφύγων στην Ευρώπη από τη Συρία και προβλήθηκε πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Καννών τον περασμένο Μάιο).
Ο Καρπινιάνο απομονώνει στιγμές από τη διαδρομή του ηρωά του και αφήνει τον όποιο αισθησιασμό να εισχωρήσει μόνο στις μοναχικές του στιγμές, όταν το μελαγχολικό του βλέμμα διαισθάνεται την πλήρη αποτυχία της προσπάθειάς του και το σκυφτό του κεφάλι επιβεβαιώνει τη μοίρα χιλιάδων ανθρώπων που αναζητούν μια καλύτερη τύχη επιλέγοντας να ζήσουν, χάνοντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους σε κάθε τους μικρή νίκη απέναντι στις νέες τους πατρίδες
Υπάρχουν στιγμές που το «Mediterranea» μοιάζει απλοϊκό, με ένα τρόπο που σε φέρνει σε αυτή τη δύσκολη θέση του να πρέπει να επισημάνεις πως ένα θέμα σαν αυτό της μετανάστευσης ειδικά αυτήν την εποχή δεν κάνει μια ταινία αυτόματα ερήμην κριτικής. Αλλωστε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιλέγει μια μυθοπλαστική οδό χωρίς να προεξοφλεί (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) πως η ιστορία του κλείνει μέσα της όλη τη συζήτηση γύρω από το προσφυγικό/μεταναστευτικό, γι' αυτό και επιλέγει κινηματογραφικά όπλα (όπως αυτό του ανήλικου μαφιόζου - που είμαστε σίγουροι πως δεν είναι και τόσο fiction) για να αφηγηθεί το ταξίδι του Αγίβα - ξεχνώντας κάπου στα μισά τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή.
Ακόμη όμως και αν ο Καρπινιάνο μοιάζει να γοητεύεται περισσότερο από την αυθεντικότητα των χώρων και των καταστάσεων μέσα στις οποίες διαδραματίζεται η ταινία του παρά για μια πραγματικά αξιομνημόνευτη ιστορία που να ξεχωρίζει από όσες ακούμε καθημερινά, αυτό που παραδίδει τελικά ένα ανεπιτήδευτο πορτρέτο επιβίωσης ενός ανθρώπου και ενός ολόκληρου κόσμου. Δυστυχώς επίκαιρο για πολύ καιρό ακόμη.