Η μητέρα του είναι Αφρο-Αμερικανίδα, ο πατέρας του Ιταλός. Ετσι, όταν οι πρώτες φυλετικές εξεγέρσεις ξέσπασαν στο Ροζάρνο της Ιταλίας το 2010, πήγε αμέσως στην Καλαβρία για να δει από κοντά όσα συνέβαιναν. Αρχικά θέλησε να κάνει μια μικρού μήκους ταινία γύρω από τις αναταραχές (και όντως, έτσι προέκυψε το φιλμ «A Chjàna»), αλλά τελικά, αφού συνάντησε τον Κουντούς Σεϊχόν, που θα υποδυόταν τον Αγίβα, κατάλαβε ότι έπρεπε να γυρίσει μια μεγάλου μήκους ταινία που θα διαπραγματευόταν τις διαφορετικές πλευρές των γεγονότων. Το αποτέλεσμα ήταν το «Mediterranea» και ο Τζόνας Καρπινιάνο μπήκε αυτόματα στη λίστα με τους πιο ενδιαφέροντες πολιτικούς σκηνοθέτες της εποχής μας.
Βραβευμένος στα Φεστιβάλ των Καννών και της Βενετίας για τις μικρού μήκους ταινίες του, ο Τζόνας Καρπινιάνο μεταφέρει με το «Mediterranea» για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, με πειστικότητα, ευαισθησία και ρεαλισμό, την πορεία που διαγράφουν κάθε χρόνο χιλιάδες μετανάστες, οι οποίοι αφήνουν τις χώρες τους για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Μπροστά στην κάμερά του ζωντανεύει το επικίνδυνο ταξίδι δύο φίλων που διασχίζουν τη Σαχάρα και τη Μεσόγειο, από την Μπουρκίνα Φάσο στην Αλγερία και από τη Λιβύη στην Ιταλία, τις δύσκολες συνθήκες προσαρμογής που τους περιμένουν εκεί, αλλά και τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που τους κάνουν να ελπίζουν. Επίκαιρο και διεισδυτικό, το «Mediterranea» έκανε την πρεμιέρα του στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών όπου πήρε θαυμάσιες κριτικές κι από εκεί ξεκίνησε το δικό του ταξίδι αναγνώρισης σ' όλον τον κόσμο.
Ο Τζόνας Καρπινιάνο, γεννημένος στη Νέα Υόρκη, μοίρασε την παιδική του ηλικία ανάμεσα στη Ρώμη και στη γενέτειρά του και σπούδασε κινηματογράφο στο Wesleyan University. Οι μικρού μήκους ταινίες του έχουν προβληθεί σε μερικά από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, όπως εκείνα των Καννών, της Βενετίας και της Νέας Υόρκης, το SXSW και το New Directors/New Films. Είναι απόφοιτος του Sundance Screenwriters & Directors Lab του 2012 και αποδέκτης του Sundance/Mahindra Global Filmmaking Award, ενώ την ίδια χρονιά συμπεριλήφθηκε στη λίστα του έγκυρου περιοδικού Filmmaker με τα 25 σημαντικότερα νέα πρόσωπα του ανεξάρτητου σινεμά. Προς το παρόν, ωστόσο, εξακολουθεί να ζει στην Καλαβρία, νιώθοντας ότι έχει ακόμα πολλά να κάνει εκεί. Ο Τζόνας Καρπινιάνο μίλησε στο Flix για τη δική του Μεσόγειο, το δικό του σινεμά και τη δική του, μικρή θέση σ' ένα μεγάλο κόσμο. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να κάνεις τους ανθρώπους να συνδεθούν συναισθηματικά με το θέμα της μετανάστευσης. Σήμερα ο κόσμος βομβαρδίζεται διαρκώς με στατιστικές, με εικόνες, με πλευρές της ιστορίας που δε μας δίνουν αληθινά μια διορατική ματιά στο ότι υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται εδώ, στη δική μας πλευρά. Η ιδέα μας για την ταινία από την αρχή, ήταν ο θεατής να μείνει κοντά σ’ ένα άτομο, να βιώσει τα προβλήματα, τα κακά και τα καλά – όχι μόνο τα αρνητικά – ενός ανθρώπου που φτάνει σε μια νέα γη και προσπαθεί ν’ αφομοιωθεί σε μια νέα κοινότητα. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι βρίσκονται άνθρωποι πίσω απ’ αυτές τις ιστορίες, δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίζουμε μόνο ως ένα πρόβλημα στατιστικών δεδομένων. Στις ειδήσεις, οι στατιστικές κι οι ιστορίες φιλτράρονται από το ίδιο το μέσο, έχεις έναν παρουσιαστή, που βλέπεις καθημερινά, ο οποίος περιγράφει τις ιστορίες αυτών των άλλων ανθρώπων, οπότε μέσα απ’ αυτό το φίλτρο, η σύνδεση με τους ανθρώπους είναι αδύνατη. Συνηθίζεις να το ακούς, γίνεσαι κάπως αδιάφορος, το μέσο δε σου επιτρέπει την όποια ταύτιση.
Ζω στην πόλη όπου εκτυλίσσεται η ταινία εδώ και πολλά πολλά χρόνια, κι έχω δουλέψει καιρό με τους μετανάστες. Oμως ο λόγος που κατέβηκα, ήταν για αν κάνω μια ταινία για τις φυλετικές εξεγέρσης του Ροζάρνο το 2010. Οταν άκουσα τι είχε συμβεί, κατάλαβα ότι ήταν η σωστή στιγμή να κάνεις μια ταινία γι’ αυτήν την πλευρά που, κατά τη γνώμη μου, είχε παραμεληθεί από το ιταλικό σινεμά. Μεγάλωσα με μεγάλη ευαισθησία στα θέματα φυλετικών διακρίσεων, ειδικά στην Ιταλία, η μητέρα μου είναι Αφρο-Αμερικανίδα, ο πατέρας μου είναι Ιταλός, ανέκαθεν αναζητούσα ταινίες σ’ αυτήν τη χώρα που να παρατηρούν τη διαφορετικότητα, αλλά και να δείχνουν διαφορετικές οπτικές της ζωής. Αυτό δε συνέβαινε, οπότε θέλησα να το κάνω εγώ.
Η συνάντησή μου με τον Κούντους ήταν τυχαία και μοιραία. Το 2010 πήγα σε μια πορεία που τιμούσε τον ένα χρόνο από τη διαδήλωση στο Ροζάρνο και σκέφτηκα, αυτό θα είναι το τέλειο μέρος για να βρω ηθοποιούς, 600 άτομα που είχαν πάρει μέρος και ήθελα κάποιον που να έχει ήδη ζήσει την ιστορία. Ο Κούντους ήταν μπροστά μπροστά στην πορεία, είχε ένα μεγάφωνο στο χέρι του, η φιγούρα του ήταν επιβλητική, είχε ένα χάρισμα και μια ενέργεια που σκέφτηκα ότι θα ήταν τέλεια για τη μικρού μήκους. Και κάνοντας τη μικρή, γνωριστήκαμε πολύ καλά και καταλάβαμε αμέσως ότι πρέπει να κάνουμε μια μεγάλου μήκους ταινία. Μου είπε την ιστορία της ζωής του, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα, πήγα στη Μπουρκίνα Φάσο και γνώρισα την οικογένειά του, ακολούθησα τα βήματά του, το ταξίδι του στην έρημο, μέχρι τη Λιβύη, κι έκανα ό,τι μπορούσα για να καταλάβω τι είχε περάσει, ενώ παράλληλα μου έλεγε πράγματα. Οπότε η ιστορία βασίζεται στη δική του ζωή, κατά 90% είναι πράγματα που του συνέβησαν. Κι αν όχι σε εκείνον, τότε σε μένα, ή σε ανθρώπους που γνώρισα όσο ακολουθούσα τη διαδρομή του. Η ζωή του είναι το σενάριο.
Δουλεύοντας με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, ποτέ δε ζήτησα από κάποιον να κάνει κάτι που δεν είχε ξανακάνει ήδη. Ούτε ν’ αναζητήσουν συναισθήματα που τους ήταν ξένα. Ολοι μπορούσαν να ταυτιστούν με τους ήρωες που υποδύονταν. Οπότε η πρόκληση δεν ήταν να βοηθήσεις τους ανθρώπους να καταλάβουν τους ήρωές τους ή το πλαίσιο, αλλά να τους βοηθήσεις να παίζουν τους εαυτούς τους στο σετ. Είχα ζήσει τρία χρόνια μαζί τους, ένιωθαν άνετα μαζί μου κι εγώ το ίδιο κι έκανα ό,τι μπορούσα για να δημιουργήσω το περιβάλλον που θα τους χαλάρωνε. Μείναμε πιστοί στο σενάριο, ήταν σημαντικό για μας γιατί δεν είχαμε την πολυτέλεια αυτοσχεδιασμών ή πολλών δοκιμών, ταυτόχρονα ήθελα να νιώθουν ότι είναι ΟΚ να πειραματίζονται ή να ρισκάρουν. Κι είναι δύσκολο αυτό κάποιον που δεν έχει συνηθίσει μια κάμερα στο πρόσωπό του.
Ηταν αρκετά δύσκολη η χρηματοδότηση. Εκανα τη μικρού μήκους το 2011, μετά μας πήρε δυόμιση, τρία χρόνια να βρούμε χρήματα για τη μεγάλου μήκους. Το θέμα είναι δύσκολο κι έτσι άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν. Απλώς ήμουν τρομερά αποφασισμένος. Με τον Κούντους νοικιάσαμε ένα σπίτι και συγκατοικήσαμε από το 2011 κι είμαστε ακόμα εδώ, τώρα. Κι επειδή τόσος κόσμος είδε ότι μέναμε εδώ και δε θα φεύγαμε ώσπου να γίνει αυτή η ταινία, κατάλαβαν ότι δεν ήμασταν επιπόλαιοι. Κρατούσαμε ζωντανό τον ενθουσιασμό και σιγά-σιγά ενώσαμε τα κομμάτια. Δεν ήταν μια μέθοδος που αποφασίσαμε ν' ακολουθήσουμε, απλώς ήμαστε πολύ αφοσιωμένοι στο να πούμε την ιστορία κι ευτυχώς τα χρήματα μας ακολούθησαν.
Αγαπώ το σινεμά, το σπουδάζω πολλά χρόνια, ο παππούς μου έκανε διαφημιστικά στην Ιταλία κι ανέκαθεν το λάτρευα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που θέλω να εξερευνήσω, αλλά προς το παρόν είμαι πολύ καλά εδώ όπου βρίσκομαι, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που συμβαίνουν εδώ που θέλω ν’ αφηγηθώ. Είναι πολιτική στάση αυτή; Βέβαια. Ισως. Δεν ξέρω. Πάντως αυτό που με έλκει σε μια ιστορία δεν είναι το πολιτικό πλαίσιο γύρω της, αλλά οι άνθρωποι μέσα της. Αυτό συμβαίνει και με το «Mediterranea». Κι ευτυχώς, στην Καλαβρία όπου ζω τώρα, έχω συναντήσει ένα σωρό ανθρώπους των οποίων οι ιστορίες με καθηλώνουν.
Το ζήτημα των μεταναστών και προσφύγων είναι ένα θέμα που ο κόσμος γνώρισε βαθειά τον τελευταίο καιρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι ενδιαφέρθηκαν και για την ταινία μας ακόμα πιο πολύ. Εκείνο που με χαροποίησε είναι πως, κατά τη δική μου άποψη τουλάχιστον, η ταινία δεν κεφαλαιοποιεί αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Οι θεατές μπορούν να ταυτιστούν με τον ήρωα του Κούντους, ο καθένας διαβάζει πάνω του τη σχέση της δικής του χώρας με το μεταναστευτικό.