Ενα βουτηγμένο στο μεσογειακό γαλάζιο, άγριας ομορφιάς τοπίο. Μία συμμορία αδίστακτων εγκληματιών που αναζητούν καταφύγιο ύστερα από μία φονική ενέδρα. Μία ιδιότροπη γυναίκα και οι άντρες που προσπαθούν να δώσουν ενδιαφέρον στην καθημερινότητά της. Μια βίλα στη μέση των βράχων και όλα τα ερείπια που την περιβάλλουν. Ενας συγγραφέας και η απρόσκλητη εισβολή των οικογενειακών του εκκρεμοτήτων. Δύο αστυνομικοί που σπεύδουν στο καθήκον. Σφαίρες, αίμα, χρυσός και ήλιος. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, μια χρυσή Θεά που βασιλεύει στις φαντασιώσεις, σαγηνεύοντας και απορρίπτοντας τους ακολούθους της.
Το να βάλει κανείς σε μια λογική σειρά το κυρίως αισθητικό, εμποτισμένο από τα giallo, τα αισθησιακά φιλμ και τις genre ταινίες της δεκαετίας του 1970, σινεμά των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί δεν είναι κάτι εύκολο αλλά, ουσιαστικά, δεν είναι και κάτι που επιδιώκουν οι Βέλγοι δημιουργοί, οι οποίοι πολλές φορές αγνοούν κάθε συμβατική αφήγηση για να παραδοθούν στον οργασμό των αισθήσεων, τα έντονα χρώματα και την σουρεαλιστική αποτύπωση που έχει κάθε πράξη πάνω στο σώμα και τις αισθήσεις, χρησιμοποιώντας ασφυκτικά κοντινά πλάνα, απομονώνοντας κομμάτια του κάδρου σε μια μορφή επιλεκτικής απεικόνισης του συνόλου και δίνοντας έμφαση στα παιχνίδια του μυαλού και την υποκειμενική αίσθηση της πραγματικότητας.
Ετσι και στο «Let Τhe Corpses Tan», η αφήγηση είναι γεμάτη στιλιστικούς αντιπερισπασμούς, χωροχρονικά παιχνίδια που διευρύνουν αυτόματα το εύρος της κάθε στιγμής αλλά και συνεχείς εκφραστικές υπερβολές που μετατρέπουν τους ήρωες σε προσωποποιήσεις των συναισθημάτων τους, όλα στοιχεία που υπογραμμίζουν υπερρεαλιστικά κάθε στάδιο της ιστορίας, από τη μη συμβατική αρχή με τις κυριολεκτικές εκρήξεις χρώματος μέχρι το εξίσου ανατρεπτικό φινάλε, όπου τα βασικά χρώματα ανταγωνίζονται μεταξύ τους ενάντια στο απόλυτο σκοτάδι.
Μόνο που στο «Let Τhe Corpses Tan», διασκευή του cult ομώνυμου βιβλίου των Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και Ζαν-Πιερ Μπαστίντ, οι Κατέ και Φορζανί καταφέρνουν να περάσουν στο επόμενο επίπεδο της δημιουργικής τους πορείας, βρίσκοντας την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στον ηδονιστικό τους κόσμο και την, όσο τους επιτρέπει η καλλιτεχνική τους ταυτότητα, συμβατική αφήγηση. Γιατί αν τα «Amer» και «The Strange Colour of Your Body’s Tears» ήταν ένας κατεξοχήν (πανέμορφος) φόρος τιμής στις φιλμικές αναφορές τους χωρίς σαφή κατεύθυνση, το «Let Τhe Corpses Tan» είναι μια ταινία που αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία που κατευθύνεται προς μία εξίσου συγκεκριμένη κορύφωση, έχοντας πλήρη επίγνωση της αυτοαναφορικότητάς της και απόλυτο έλεγχο των επιμέρους στοιχείων της, διατηρώντας ωστόσο τον φρενήρη ρυθμό για τον οποίο φημίζονται οι σκηνοθέτες αλλά και την χαρακτηριστική προσέγγισή τους στο μοντάζ, το οποίο βρίσκει συνεχώς τρόπους να αντιπαραβάλλει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό κόσμο, όσο λούζει τους μεσογειακές βράχους με (όχι πάντα κόκκινο) αίμα.
Προσθέστε επιπλέον τις μουσικές επιλογές από Κριστόφ, Ενιο Μορικόνε και Νίκο Φιντένκο που ενισχύουν την ρετρό αίσθηση, τη χρωματική παλέτα που ανατρέχει σε Technicolor περασμένων εποχών αλλά και τo απρόσμενα cult κάστινγκ της παραγνωρισμένης σταρ από την δεκαετία του 1990, Ελίνα Λόβενσον, και ήδη θα αρχίσει να σχηματίζεται μια πρώτη εντύπωση για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των δημιουργών, οι οποίοι ξεκινούν από το σινεμά του Χεσούς Φράνκο και του Σέρτζιο Μαρτίνο για να συνεχίσουν μέσω των Spaghetti Western στις γκανγκστερικές αφηγήσεις του σύγχρονου κινηματογράφου, όλα ιδωμένα μέσα από ένα αναχρονικό πρίσμα που προκαλεί τον θεατή να το ανακαλύψει.
Στην αιώνια συζήτηση για την υπεροχή του στιλ ή της ουσίας, οι Κατέ και Φορζανί έχουν επιλέξει από καιρό στρατόπεδο, μόνο που εδώ για πρώτη φορά στην καριέρα τους αποδεικνύουν ότι, ενδεχομένως, το ένα να μην αναιρεί το άλλο. Οπως και οι υπόλοιπες ταινίες του τμήματος «Round Midnight» του φεστιβάλ, η ταινία τους επιχειρεί να χαράξει έναν δικό της τρόπο αφήγησης, έναν τρόπο που αντλεί από το παρελθόν για να εξερευνήσει τον τρόπο που αυτό μπορεί να αποτυπωθεί στο τώρα. Μόνο που το «Let The Corpses Tan» είναι τελικά μια ταινία που, παρά την κάθε απόπειρα περιγραφής, ικετεύει τον θεατή να την ανακαλύψει μόνος του της και να παραδοθεί χωρίς αναστολές στην οργασμική της αφήγηση. Και τότε, ίσως η Χρυσή Θεά της ταινίας να ανταμείψει και τον ίδιο.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- Θεσσαλονίκη 2017: Το «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά, είναι μια ταινία που σε προσκαλεί να μην την αγαπήσεις
- Θεσσαλονίκη 2017: Στο «I am not a witch» τα πάντα είναι κωμικά, μόνο που κανείς δεν μπορεί να γελάσει
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι