Ο Λάκι είναι ένας 90χρονος κάτοικος μίας μικρή πόλης στην έρημο του αμερικανικού νότου - τόσο μικρής που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Μοναχικός, πεισματάρης και άνθρωπος πιστός στη ρουτίνα του: ξυπνά, καπνίζει το πρωινό του τσιγάρο, κάνει τη γυμναστική του, φορά τις μπότες και το καουμπόικο καπέλο του, περπατά μέχρι το τοπικό diner όπου παίρνει πάντα το ίδιο πρωινό, λύνει το σταυρόλεξό του, αγοράζει προμήθειες για μία μόνο μέρα από το μίνι μάρκετ, επιστρέφει σπίτι και βλέπει με τα σώβρακα τα αγαπημένα του τηλεπαιχνίδια γνώσεων. Το βράδυ θα συναντηθεί με τους αντίστοιχα αλλόκοτους γείτονές του στο ίδιο μπαρ (γιατί είναι το μόνο που του επιτρέπει το κάπνισμα), θα τους μάθει τη λέξη της ημέρας (από το σταυρόλεξο ή το τηλεπαιχνίδι της μέρας), θα διαφωνήσουν, θα τσακωθούν, θα πιουν τα Bloody Mary τους και θα καληνυχτιστούν. Ο Λάκι θα γυρίσει σπίτι, θα βρίσει κάποιο περαστικό αυτοκίνητο, θα κάνει το βραδινό του τσιγάρο, θα κοιμηθεί. Αύριο θα είναι μια άλλη, ολόιδια μέρα. Μέχρι που μία δεν είναι: όταν ανεξήγητα καταρρέει στο σαλόνι του, αναγκάζεται να πάει στο γιατρό. Κι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει ότι κάποτε η ρουτίνα του θα διακοπεί ανεπίστρεπτα. Κάποτε, θα πεθάνει.
Ο Χάρι Ντιν Στάντον, ο 91χρονος αγαπημένος καρατερίστας του αμερικανικού σινεμά, πέθανε ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Σύμπτωση; Συμπαντική ειρωνία; Μελετημένο, συνειδητό κύκνειο άσμα; Πάντως το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Οταν η ζωή μιμείται τόσο ανατριχιαστικά την τέχνη (ή είναι το ανάποδο;) δεν μπορείς στ' αλήθεια να κρατήσεις το κινηματογραφικό βίωμα ξεχωριστό. Η συγκίνηση γίνεται πιο έντονη, η θεματική της ταινίας παίρνει ακόμα περισσότερες διαστάσεις, το απαύγασμά της σε στοιχειώνει βαθύτερα.
Πόσο μάλιστα όταν βλέπεις την ψιλόλιγνη φιγούρα του Στάντον να περπατά με κάδρο τα τοπία της ερήμου του αμερικανικού Νότου, σαν να ξανασυναντά την «Παρίσι, Τέξας» περσόνα του. Ή όταν συνομιλεί με τον ιδιοσυγκρασιακό, οριακά σάικο, γείτονα που έχασε τη χελώνα που θεωρεί φίλο του, και τον ερμηνεύει ο Ντέιβιντ Λιντς - σ' ένα μπαρ που θα μπορούσε, αν του πείραζες λίγο τον κινηματογραφικό τόνο, να ανήκε στο σύμπαν του Twin Peaks.
Οχι, η επιλογή είναι συνειδητή. Η γραμμή μεταξύ του «κινηματογραφικού ήρωα» και της τελευταίας υπόκλισης σ' έναν σπουδαίο καρατερίστα ηθοποιό είναι σκόπιμα θολή. Η ιδέα, η κατασκευή, η ψυχή της ταινίας είναι ακριβώς αυτή: ο αποχαιρετισμός στον Στάντον και σε μια καριέρα 60 χρόνων που τον βρήκε συνεπή σε σημαντικούς Β' ρόλους - έναν κινηματογραφικό και τηλεοπτικό πλούτο που τον υπηρέτησε πιστά αλλά ήσυχα, χωρίς υπογραμμίσεις, βραβεύσεις, κορώνες. Καθόλου τυχαίο ότι ο (για πρώτη φορά σκηνοθέτης) Τζον Κάρολ Λιντς είναι επίσης δευτεραγωνιστής καριέρας και ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Στο αναγνωρίσιμο πρόσωπό του αναφωνούμε «Fargo» ή «Zodiac», αλλά κανείς δεν ξέρει το όνομά του.
Οπως και κανείς δεν ξέρει, πραγματικά, τον «Λάκι». Γιατί δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν βετεράνος του Ναυτικού, ή άξαφνα συγκινημένος μπορεί να τραγουδήσει στα ισπανικά «Volver, Volver» στο φάντασμα μια μεξικανής παλιάς ερωμένης (;)
Κι αυτό ενισχύει την γλυκόπικρη μελαγχολία της ταινίας. Γιατί αποκαλύπτει και την ερώτηση που ουσιαστικά θέτει για το θάνατο και τον τρόπο που επέλεξες να ζήσεις τη ζωή σου: αν δεν έχετε μάθει το όνομά μου, πόσο σπουδαίο μπορεί να ήταν το έργο μου; Αν πεθάνω χωρίς να ξέρει κανείς πραγματικά ποιος ήμουν, τι αφήνω πίσω μου; Αν αφήσω την τελευταία μου ανάσα εδώ μόνος, χωρίς σύντροφο, παιδιά ή έστω μια χελώνα, σε ποιον θα λείψω; Τι αποτύπωμα αφήνω;
Ο Τζον Κάρολ Λιντς, ευτυχώς, χειρίζεται το υλικό, τα ερωτήματα και τον ήρωά του με την τρυφερότητα, την αξιοπρέπεια και την απλότητα που τους αξίζουν. Δεν τον ενδιαφέρει ένας υπαρξιακός μελοδραματισμός. Δε δίνει απαντήσεις. Ο γερογρουσούζης Λάκι δεν μεταμορφώνεται σε αξιαγάπητο ετοιμοθάνατο με την κάθαρση στην τσέπη του τζιν του. Μπορεί να είναι αγνωστικός, αλλά δεν είναι νιχιλιστής. Σίγουρα σαρκαστικός, αλλά όχι κυνικός. Η βουβή συνειδητοποίηση της τελευταίας βόλτας, η γλύκα της τελευταίας ματιάς, του τελευταίου παναρίσματος στον ελεύθερο, ανοιχτό ξερό ορίζοντα που μόνο οι κάκτοι άντεξαν, θα σας φέρει υγρασία στα μάτια.
«He affected me» ψιθυρίζει σε κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ Λιντς όταν τον ρωτούν γιατί σπαράζει για το χαμένο του κατοικίδιο. Harry Dean Stanton, you affected us.
Το «Lucky» προβάλλεται την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου στις 18:00 στο Ολύμπιον και σε επανάληψη το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 15:30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς
- «Κτήνος» του Μάικλ Πιρς
- «People» του Παύλου Ιορδανόπουλου
- «The Ox» του Γιώργου Νικόπουλου
- «O Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου
- «To Τετράγωνο» του Ρούμπεν Εστλουντ
- «Have a Nice Day» του Λιου Τζιαν
- «No Date, No Signature» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ
- «To Εργοστάσιο του Τίποτα» του Πέντρο Πίνιο
- «H Επιφάνεια των Πραγμάτων» της Νάνσυς Μπινιαδάκη
- «Σπόρος»του Σεμίχ Καπλάνογλου
- «Cargo» του Ζιλ Κουλίερ
- «Ζωή και Τίποτε Αλλο» του Αντόνιο Μέντεζ Εσπάρζα
- «Για την Οικογένεια» του Καντεμίρ Μπαλαγκόφ
- «Menashe» του Τζόσουα Ζ. Γουάινστιν
- «Western» της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη
- «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ
- «Colombus» του Κογκονάντα
- «Α Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Ασε τα Πτώματα να Μαυρίζουν στον Ηλιο» των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι