Βασισμένο στη νουβέλα της Αντζελας Δημητρακάκη «Τέσσερις Μαρτυρίες για την εκταφή του Ποταμού Ερρινυού», το ντεμπούτο της Νάνσυς Μπινιαδάκη είναι χωρισμένο σε τέσσερα διακριτά μέρη, όσα και οι μαρτυρίες τεσσάρων γυναικών που με αφορμή την πτυχιακή εργασία μιας νεαρής κοπέλας επιστρέφουν από το σήμερα στο παρελθόν για να θυμηθούν μερικά τραγούδια που όρισαν τη «σκοτεινή» τους ενηλικίωση και μαζί ένα κορίτσι που χάθηκε στις εκβολές ενός ποταμού με το όνομα Ερρινυός που κάποιοι λένε ότι τρέχει ακόμη κάτω από την Αθήνα.
Το ρίσκο που παίρνει η Μπινιαδάκη είναι ότι αυτή η επιστροφή στο παρελθόν δεν εικονογραφείται ποτέ, ενώ στο παρόν η κάθε μια από τις ηρωίδες που λέει τη δική της εκδοχή της ιστορίας ζει - για όσο χρόνο βρίσκεται στην οθόνη - μια απλή καθημερινή της στιγμή στο σπίτι, στο χώρο εργασίας, σε μια βόλτα στην Αθήνα, σε μια συνέντευξη στον Κεραμεικό. Στην «Επιφάνεια των Πραγμάτων» δεν υπάρχει καμία δραματουργία εκτός από την κάθε αφήγηση. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο ξεκινούν και τελειώνουν όλα όσα έχει κανείς να πει για μια συνειδητή επιλογή που υπηρετεί και υπονομεύει σε σχεδόν ίσες δόσεις το θυμικό μιας - δεν θα πρεπε να είναι - παράξενης ταινίας.
Είναι πραγματικά δύσκολο να παρακολουθήσεις την ογκώδη αλληλουχία γεγονότων, πληροφοριών, συναισθημάτων και σκέψεων έτσι όπως ορμητικά σκάνε ήδη από το πρώτο κομμάτι της ταινίας όπου η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Μαρία Σκουλά γράφει και αφηγείται τις δικές της μνήμες από μια ιστορία που - όπως θα συμβεί και στην περίπτωση και των υπόλοιπων γυναικών - θα τη βρει να θυμάται τα χρόνια που πίστευε στον Ιαν Κέρτις και ταυτόχρονα να παίρνει μια μεγάλη απόφαση για το παρόν της.
Η αφήγηση είναι διαφορετική μεν σε κάθε μια από τις τέσσερις ιστορίες (όπως διαφορετική είναι και η όλη σύνθεση - από τις σκηνοθετικές επιλογές μέχρι το φως και την ατμόσφαιρα), αλλά τα βασικά της στοιχεία μένουν ίδια: voice - over ή εξιστόρηση και αποσπασματική παράθεση πληροφοριών που, είναι αλήθεια, ότι μπορεί να λειτουργούν ιδανικά σε ένα βιβλίο αλλά όχι σε μια κινηματογραφική ταινία που φέρνει αμυδρά κάτι από την αίσθηση του «Πικ - Νικ στο Βράχο των Κρεμασμένων» και μαζί την εύστοχη αντίφαση μιας οικείας εικόνας με το μελαγχολικό πανκ-ροκ των Joy Division και του Ιγκι Ποπ.
Η Μπινιαδάκη παίζει με την έννοια του χρόνου, τη μνήμη που πλέον «θυμάται» τα γεγονότα αφού τα έχει περάσει μέσα από τη δοκιμασία της «ανάμνησης» και μαζί παίζει με τη σημασία του να είσαι γυναίκα στην Αθήνα των 80s και γυναίκα σήμερα σε μια πόλη που αλλάζει συνεχώς ή όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο χαρακτήρας της καθηγήτριας (τον υποδύεται η Θέμιδα Μπαζάκα) μιας πόλης που κρύβει τον παράδεισο μέσα στα νεκροταφεία της.
Θυμηθείτε κι αυτό: «Η Επιφάνεια των Πραγμάτων ή Ερρινυός»: Το Flix στα γυρίσματα της ταινίας της Νάνσυς Μπινιαδάκη
Αν το ρίσκο της μη δραματουργίας δεν κάνει το οικοδόμημα της «Επιφάνειας των Πραγμάτων» να καταρρεύσει, αυτό οφείλεται σε δύο πολύ σημαντικές παραμέτρους.
Πρώτον, στο γεγονός πως η Μπινιαδάκη στέκεται απέναντι στην ουσία της ιστορίας της με ειλικρίνεια και απέναντι στις ηρωίδες της με μια ακατέργαστη τρυφερότητα, πετυχαίνοντας σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλαιά της ταινίας της τουλάχιστον μια πραγματικά δυνατή στιγμή που δίνει νόημα στην υποσημείωση ενός ποταμού που συνεχίζει να ρέει κάτω απ' όσα έχουμε θάψει ή ξεχάσει με την ορμή ερρινυών ή και αυτή μιας πραγματικά δεύτερης ευκαιρίας.
Και δεύτερον και σημαντικότερο, σε τέσσερις ηθοποιούς που με υλικό μόνο σκέψεις και αισθήσεις, ουσιαστικά φέρουν στον τρόπο που κοιτούν, μιλούν, κινούνται όλο το δράμα που λείπει από την ταινία. Με το volume τους άλλοτε αδικαιολόγητα ψηλα ή δικαιολογημένα χαμηλά, η Μαρία Σκουλά, η Μαρία Καλλιμάνη, η Θέμιδα Μπαζάκα και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου βρίσκονται μέσα σε μια ταινία που τις παγιδεύει ανάμεσα στην ελευθερία του να παίξουν χωρίς ρόλο και στον περιορισμό του να αυτοσχεδιάσουν σαν να να επρόκειτο για ένα θεατρικό.
Εμπειρες, αδιαπραγμάτευτα κινηματογραφικές, τέσσερις γυναίκες που ξέρουν ακριβώς τι αφηγούνται ακόμη και όταν αυτό είναι θολό από τη φύση του, σε κάνουν να μένεις μέσα σε μια ιστορία που υπό άλλες συνθήκες δεν θα σε ενδιέφερε, είτε βρίσκονται στο νευρικό τιμόνι ενός αυτοκινήτου, είτε σε ένα μπαλκόνι χορεύοντας απελευθερωτικά τα πρώτα των Cure, είτε νιώθουν το αττικό αεράκι να τους δροσίζει τα πόδια, είτε πλατσουρίζουν μέσα στο νερό ενός αρχαίου ελληνικού ποταμού που αναβλύζει κυριολεκτικά στα πιο αναπάντεχα μέρη.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Για την Οικογένεια» του Καντεμίρ Μπαλαγκόφ
- «Cargo» του Ζιλ Κουλίερ
- «Western» της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Ζωή και Τίποτε Αλλο» του Αντόνιο Μέντεζ Εσπάρζα
- «Σπόρος» του Σεμίχ Καπλάνογλου
- «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη
- «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «A Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Colombus» του Κογκονάντα
- «Menashe» του Τζόσουα Ζ. Γουάινστιν
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «Ασε τα Πτώματα να Μαυρίζουν στον Ηλιο» των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι