Το «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ ξεκινά και τελειώνει με ένα «σ’αγαπώ», μόνο που η λέξη ηχεί τελείως διαφορετικά τις δύο φορές, γεγονός που μαρτυρά και τον πραγματικό αντίκτυπο όλων των ενδιάμεσων γεγονότων. Γιατί πίσω από την δυστοπική πραγματικότητα με τα παστέλ χρώματα και τις αυστηρές γραμμές που στήνει η Μάντερ, η ταινία της δεν παύει να είναι ένα φιλμ για τον άνθρωπο και το αναπόφευκτο κόστος που πρέπει να υποστεί αν θέλει να παραμείνει πιστός στον εαυτό του ενάντια στις προσταγές ενός φαινομενικά ιδανικού κόσμου.
Σαν να είστε στη Θεσσαλονίκη: Διαβάστε όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Αλεξάντερ, ένας άνθρωπος που δούλευε χαρούμενος (ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον) σε μία ασφαλή κοινωνία, όπου τα πάντα είναι καλοκουρδισμένα με στόχο την αποδοτικότητα και το κέρδος, όλα είναι τακτοποιημένα σε «σωστά» συμπεριφορικά πλαίσια και όπου κάθε πιθανή απόκλιση από την νόρμα όχι απλά απαγορεύεται αλλά τιμωρείται. Για αυτό υπάρχει και η εταιρεία «Καθοδήγηση Ζωής A.E.», έτοιμη κάθε στιγμή να επέμβει και να διορθώσει τη συμπεριφορά των δυσλειτουργικών μελών, πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη και μόνιμα πίσω από ένα ήρεμο προσωπείο, όσο σταδιακά τους κατευθύνει στο «Φρούριο του Υπνου», όπου οι κατατονικοί πλέον απόκληροι περιορίζονται σε ένα κέλυφος του παλαιότερου εαυτού τους.
Μία λάθος κίνηση στρέφει την προσοχή της εταιρείας πάνω στον Αλεξάντερ. Οι παρεμβάσεις είναι αρχικά διακριτικές, όπως ένα μακρινό γνέψιμο του χεριού. Στη συνέχεια, αρχίζουν να γίνονται πιο παρεμβατικές, όπως ένα ξαφνικό δώρο με κρυφό μήνυμα στον μικρό γιο της οικογένειας. Στην πορεία, ο Αλεξάντερ συνειδητοποιεί πως η «Καθοδήγηση Ζωής A.E.» ενδεχομένως να είναι κρυμμένη παντού, ακόμα και στην ίδια του την γειτονιά. Κι αν αυτός ο δυστοπικός κόσμος και ο σκοτεινός γραφειοκρατικός μηχανισμός του φέρνει στο μυαλό εικόνες τόσο από το «1984» του Οργουελ όσο και από το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμερι (και κατ’ επέκταση της κινηματογραφικής του μεταφοράς από τον Φρανσουά Τριφό), αυτό συμβαίνει γιατί η Μάντερ ουσιαστικά χτίζει την δική της πραγματικότητα με κεντρικούς άξονες αυτές τις δύο αναφορές, προσθέτοντας ένα ακόμη πιο έντονο στοιχείο επιστημονικής φαντασίας (και τρόμου) περίπου στη μέση της ταινίας.
Στην αφήγησή της είναι ορατές και οι επιρροές του σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου με την αόρατη ειρωνεία πίσω από τα ανέκφραστα και μόνιμα σοβαρά πρόσωπα αλλά και η καυστικότητα του Ούλριχ Ζάιντλ, ο οποίος πάντα έκρυβε πίσω από τον σαρκασμό την πιο σκληρή αλήθεια. Ωστόσο, η οπτική της Μάντερ δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ίδια την κοινωνία, όσο για τον αντίκτυπο πάνω στον άνθρωπο, ως δομικό της στοιχείο. Για εκείνη, το άτομο δεν είναι μόνο οι πράξεις και τα λόγια αλλά και οι σκέψεις του, και ακριβώς η παρέμβαση σε αυτές είναι που δημιουργεί και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας.
Μόνο που παρά το πλήθος των ιδεών της και την αναμφισβήτητη ικανότητά της στον σχεδιασμό του κάδρου, η Μάντερ δεν καταφέρνει ειρωνικά να σκάψει πολύ βαθιά κάτω από την επιφάνεια, αγγίζοντας θέματα που επιμέρους θα είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον (η επίσκεψη στο «Φρούριο του Υπνου», η αναμόχλευση και η χρήση των πιο σκοτεινών προσωπικών σκέψεων του καθενός, η σιωπή και η συμμετοχή σε μια δυσλειτουργική ουτοπία) αλλά ως σύνολο παραμένουν ξεκρέμαστα και ανεπαρκώς ανεπτυγμένα. Ο ασταθής ρυθμός και οι απότομες διακυμάνσεις της έντασης σίγουρα δε συνηγορούν, ο κυριότερος όμως εχθρός της ταινίας παραμένει το σταδιακά όλο και διογκώμενο εύρος της, που προκαλεί μεν τον θαυμασμό αλλά, ταυτόχρονα, και την αίσθηση πλήθους χαμένων ευκαιριών.
Αυτό όμως που σίγουρα καταφέρνει το «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ είναι να προκαλέσει την σκέψη, να εγείρει τον προβληματισμό, να ωθήσει την αμφισβήτηση της «βιτρίνας» και τελικά να υποψιάσει για μια εναλλακτική αλλά όχι και τόσο απίθανη πραγματικότητα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τρόμος της κρυφής αλήθειας κατάφερε να τρομάξει ακόμα και την ίδια τη δημιουργό της ταινίας.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «A Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Columbus» του Κογκονάντα
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι