Θέλει μονάχα «να αγαπηθεί και να γαμηθεί» ο ατίθασος Εμίλ, όμως ούτε αγάπη ούτε σάρκα βρίσκει στη χιονισμένη κοινότητα της ορεινής Δανίας όπου ζει και εργάζεται ως ορυχός ασβεστόλιθου. Κανένας από όσους έχουν ταυτίσει την καθημερινότητά τους με την υπόγεια βιοπάλη –όλοι σχεδόν οι ενήλικες άρρενες του χωριού, δηλαδή- δεν αποδέχεται τον σπασμωδικό, συχνά παιδιάστικο αγώνα του να ταρακουνήσει αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου και γνωστικότερου αδελφού του, Γιόχαν, που μπορεί ενίοτε να τον συνδράμει στις σκανδαλιές του, αλλά δυσανασχετεί όλο και περισσότερο με την προκλητική του εκκεντρικότητα.
Ο Εμίλ δε λέει να το βάλει κάτω. Πουλά αλκοόλ που παρασκευάζει ο ίδιος από χημικά που κλέβει κατ’ επανάληψιν από τις αποθήκες της εταιρείας, παρενοχλεί συναδέλφους και συγχωριανούς, κλέβει τα εσώρουχα της γειτόνισσας που γουστάρει κρυφά, παρακολουθεί βίντεο με στρατιωτικά γυμνάσια, εξασκείται στη σκοποβολή. Οι διογκούμενες μανίες του, ειδικά μετά το περιστατικό της νοσηλείας ενός συναδέλφου του από αλκοολική δηλητηρίαση, προϊδεάζουν για κάτι κακό. Όμως ούτε κάποιο μακελειό θα τελεστεί τελικά, ούτε κάποια αναμέτρηση τύπου Κάιν και Άβελ –κι ας την προσομοιάζει (εύστοχα) η σεκάνς της γυμνής πάλης.
Είναι φανερό πως τον νεόφυτο στη μεγάλου μήκους Ισλανδό εικαστικό Χλίνουρ Πάλμασον ουδόλως τον ενδιαφέρει το συνηθισμένο, το προσδόκιμο, η τυπική κλιμάκωση. Για την ακρίβεια, παραείναι φανερό. Δεν υπάρχει πλάνο, σε αυτή την επώδυνη μέσα στο παγωμένο της χιούμορ ιστορία καθυστερημένης ενηλικίωσης και διεκδίκησης αποδοχής και αγάπης, που να μην υπερτονίζει τη λόξα του Εμίλ. Τόσο περιχαρώς και σπασμωδικά, που θα έλεγες πως ο φακός ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τη νεύρωσή του. Και τόσο επίμονα, που δεν κάνει ούτε ένα βήμα πίσω να τον δει από απόσταση για να ανιχνεύσει αληθινά τον ψυχισμό του.
Κρίμα, γιατί ο δημιουργός έχει αίσθηση των κοντράστων. Πάλλονται σε αντιδιαστολή η ασβεστόσκονη μέσα στο σκοτάδι (εντυπωσιακή η εναρκτήρια σεκάνς), το κατάλευκο του χιονιού με τη μαυρίλα των υπόγειων σπηλιών, τα γυμνά σώματα με την «κουμπωμένη» επαρχιακή εντροπία. Σπανίως, όμως, αποκαθηλώνονται από την εικόνα και την προφανή σημειολογία της για να συντονιστούν ουσιωδώς με το περιεχόμενο. Αποτέλεσμα, μια ιλαροτραγωδία αστάθμητη και απαίδευτη στα συνθετικά της λέξης, ενδιαφέρουσα αλλά εξαιρετικά άνιση.
To «Winter Brothers» προβάλλεται το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 17:30 στο Ολύμπιον και την Κυριακή 12 Νοεμβρίου στις 12.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα.
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς
- «Κτήνος» του Μάικλ Πιρς
- «People» του Παύλου Ιορδανόπουλου
- «The Ox» του Γιώργου Νικόπουλου
- «O Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου
- «To Τετράγωνο» του Ρούμπεν Εστλουντ
- «Have a Nice Day» του Λιου Τζιαν
- «No Date, No Signature» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ
- «To Εργοστάσιο του Τίποτα» του Πέντρο Πίνιο
- «H Επιφάνεια των Πραγμάτων» της Νάνσυς Μπινιαδάκη
- «Σπόρος»του Σεμίχ Καπλάνογλου
- «Cargo» του Ζιλ Κουλίερ
- «Ζωή και Τίποτε Αλλο» του Αντόνιο Μέντεζ Εσπάρζα
- «Για την Οικογένεια» του Καντεμίρ Μπαλαγκόφ
- «Menashe» του Τζόσουα Ζ. Γουάινστιν
- «Western» της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη
- «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ
- «Colombus» του Κογκονάντα
- «Α Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Ασε τα Πτώματα να Μαυρίζουν στον Ηλιο» των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι