Δυτική Γερμανία, 1976. Ο θάνατος της προγιαγιάς, της μητριαρχικής φιγούρας μίας οικογένειας αστών, συγκεντρώνει 3 γενιές παιδιών, εγγονών και δισέγγονων στα εξοχικά τους σπίτια, χτισμένα στο ίδιο οικόπεδο, στον ίδιο κήπο. Η γεροντοκόρη 60άχρονη κληρονόμος, που ίσως να κρύβει και το δικό της απαγορευμένο μυστικό, είναι σε συνεχή αναζήτηση επιβεβαίωσης από τον αδελφό της και τη γυναίκα του. Αλλά και το μεσήλικο ζευγάρι συνταξιούχων ανησυχεί για την κόρη τους που πεισμωμένα διεκδικεί τη προσωπική της ζωή με νέους συντρόφους, όσο η νηπιακής ηλικίας δική της κόρη αναζητά πικραμένη τον εξαφανισμένο της μπαμπά. Και πόσο λίγη αισθάνεται αυτή η single μητέρα απέναντι στην τέλεια οικογένεια του αδελφού της, όταν μάλιστα η νύφη της πετά συνεχώς μικρές τοξικές παρατηρήσεις. Ακόμα κι ανάμεσα στα δισέγγονα έχουν δημιουργηθεί κόντρες, μασκαρισμένες ως παιδικά παιχνίδια: ποιο κορίτσι μπορεί να ακολουθήσει τα αγόρια χωρίς να φοβηθεί στο δάσος, ποιος είναι ο καλύτερος στα αθλήματα, ποιος θα σκοτώσει τις περισσότερες σφίγγες που έχουν κάνει επέλαση στον Κήπο, σε ποιον επιτρέπεται να ανέβει στο σπιτάκι του δέντρου; Οσο ο καλοκαιρινός ήλιος ζεσταίνει το γρασίδι των εξοχικών κατοικιών, τόσο τα ψηλά δέντρα του φτιάχνουν μία παχιά σκιά που σκεπάζει την υποκρισία των ενήλικων και την επώδυνη ενηλικίωση των παιδιών.
H πρωτοεμφανιζόμενη γερμανίδα Σόνια Μαρία Κρένερ καλλιεργεί τον κινηματογραφικό της κήπο με μία αιθέρια αισθητική - ανέμελη, ζεστή, φιλτραρισμένη σαν τον καλοκαιρινό ήλιο που σου χαϊδεύει τα μάγουλα. Ταυτόχρονα οι αφηγηματικές λεπτομέρειες με τις οποίες ενισχύει την κινηματογραφική της εικόνα και αφήγηση, σού παγώνουν το αίμα, χωρίς να ξέρεις ακόμα γιατί. Παρόλο που όλα διαδραματίζονται στα 70ς, σε ένα γεωγραφικό πλάτος μακριά από το δικό σου εξοχικό, και σε μία κουλτούρα που έχει μάθει (ή δεν έμαθε ποτέ) να εκφράζεται πολύ διαφορετικά από τις μεσογειακές οικογένειες, το αισθάνεσαι: ο ομφάλιος λώρος είναι κοινός.
Στο φόντο της ιστορίας υπάρχει ένα ανοιχτό ραδιόφωνο, ή μια εφημερίδα που πληροφορεί συνεχώς την οικογένεια της ταινίας για τον serial killer κανίβαλο που κατακρεουργεί μικρά παιδιά και παραμένει ελεύθερος σε περιοχές κοντά στα σπίτια τους. Το Κακό ελλοχεύει, όπως θέλουμε να πιστεύουμε πάντα, έξω από το σπίτι μας. Οφείλουμε να προστατέψουμε τα παιδιά μας από αυτό. Και σε αυτή την προσπάθεια, κανείς δε βλέπει το άλλο κακό. Το εντός, αυτό που κουβαλάμε ανώριμα και υποσυνείδητα, αυτό που καθημερινά ροκανίζει τις σχέσεις μας, αυτό που δημιουργεί μικρότερα ή μεγαλύτερα συμπλέγματα στα παιδιά μας. Ολοι οι χαρακτήρες της ιστορίας - από τεσσάρων ως 64άρων είναι τέτοια τραυματισμένα παιδιά.
Η Κρένερ έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην κινηματογραφική εικόνα και κρατά την κάμερα με αυτοπεποίθηση και μελετημένο σχεδιασμό του στιλ. Η κάμερα στέκεται στο ύψος των παιδιών - κάτω από τα τραπέζια των ενηλίκων που συζητούν κληρονομικά και τρώνε πίτες, πίσω από τις πόρτες που κρύβεσαι με την περιέργεια των χρόνων σου για το γείτονα που μπορεί να είναι ο δολοφόνος ή στις ξάπλες στα ψηλά αγριόχορτα των βαριεστημένων μεσημεριών καλοκαιρινής ραστώνης. Αυτό πέρα από το προφανές (ότι παίρνει το μέρος των παιδιών σε μία κοινωνία μεγάλων) βοηθά πολύ στην ισορροπία του κινηματογραφικού τόνου, ο οποίος δεν θέλει να είναι ούτε βαρύς, ούτε κυνικός: πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία και τη γεμίζουμε με μικρά τίποτα - με τις αισθήσεις μας τεντωμένες σε ήχους, μυρωδιές, χρώματα, υφές. Τα παιδιά χαρακτηρίζονται από στιγμές αυτοσχέδιας απόλαυσης. Αθωότητα που μετατρέπει ακόμα κι ένα φασιστικό τραγουδάκι που ψιθυρίζεται στο σχολείο σε πείραγμα. Ενθουσιασμό που κοιτά κάτι που οι μεγάλοι θεωρούν καταστροφικό (τις σφίγγες που φώλιασαν στο σπίτι - πόσο συμβολικό επίσης) ως απίθανη περιπέτεια. Και μία σκοτεινή ανταγωνιστική επιθετικότητα που ή θα την ξεπεράσουμε μόλις σχηματίσουμε προσωπικότητες, ή θα μας καθορίσει για πάντα.
Οι θεατές προσγειώνονται σε αυτές τις εξοχικές κατοικίες και σε αυτό το καλοκαίρι που τίποτα κι όλα συμβαίνουν. Ο νατουραλισμός των ηθοποιών, η έλλειψη μουσικής (το soundtrack πλημμυρίζει με ήχους της φύσης, παιδικές φωνές, ενασχολήσεις μεγάλων όπως μία μηχανή που κόβει το γρασίδι), η ενέργεια των πιτσιρικάδων, οι κόντρες των μεγάλων - όλα στήνουν το κάδρο για όσα θα διαδραματιστούν. Ολα θα σπείρουν σε αυτό τον Κήπο, όσα μετά θα αναγκαστούν να θερίσουν.
Ενα δέντρο πέφτει στην πρώτη σκηνή της ταινίας, από την άξαφνη καλοκαιρινή μπόρα που δεν σεβάστηκε την κηδεία της προγιαγιάς κι αναστάτωσε την οικογένεια. Ενα δέντρο θα ξαναναστατώσει την οικογένεια στο τέλος. Στη μέση το γενεαλογικό δέντρο που είναι υπεύθυνο για όλα.
H ταινία προβάλλεται το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα
Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Winter Brothers» του Χλίνουρ Πάλμασον
- «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς
- «Κτήνος» του Μάικλ Πιρς
- «People» του Παύλου Ιορδανόπουλου
- «The Ox» του Γιώργου Νικόπουλου
- «O Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου
- «To Τετράγωνο» του Ρούμπεν Εστλουντ
- «Have a Nice Day» του Λιου Τζιαν
- «No Date, No Signature» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ
- «To Εργοστάσιο του Τίποτα» του Πέντρο Πίνιο
- «H Επιφάνεια των Πραγμάτων» της Νάνσυς Μπινιαδάκη
- «Σπόρος»του Σεμίχ Καπλάνογλου
- «Cargo» του Ζιλ Κουλίερ
- «Ζωή και Τίποτε Αλλο» του Αντόνιο Μέντεζ Εσπάρζα
- «Για την Οικογένεια» του Καντεμίρ Μπαλαγκόφ
- «Menashe» του Τζόσουα Ζ. Γουάινστιν
- «Western» της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη
- «Life Guidance» της Ρουθ Μάντερ
- «Colombus» του Κογκονάντα
- «Α Ciambra» του Τζόνας Καρπινιάνο
- «Ασε τα Πτώματα να Μαυρίζουν στον Ηλιο» των Ελέν Κατέ και Μπρουνό Φορζανί
- «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου
- «Η Αμυνα του Δράκου» της Nατάλια Σάντα
- «Love me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά
- «I Am not a Witch» της Ρουνγκάνο Νιόνι
- «God’s Own Country» του Φράνσις Λι
- «Κύκνος» της Aουσα Χέλγκα Χιόρλεϊφσον
- «Αννα, Αγάπη μου» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
- «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι