Φεστιβάλ / Βραβεία

Θεσσαλονίκη 2017: Το «Εργοστάσιο του Τίποτα» θέλει την υπεραξία μας πίσω

of 10

Το μαραθώνιο φιλμικό υβρίδιο του Πορτογάλου Πέδρου Πίνιου, σύνθετο, βαρύ, αλλά και παιγνιώδες, θα ικανοποιήσει τους απαιτητικούς, θα αποζημιώσει τους υπομονετικούς. Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο 70ό Φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών».

Θεσσαλονίκη 2017: Το «Εργοστάσιο του Τίποτα» θέλει την υπεραξία μας πίσω

Ιδού μια ταινία καθαρά πολιτική, εναργούς πολιτικής συνείδησης και ιδεολογίας, με την έννοια ότι δεν πρόκειται να χειροκροτηθεί από κανέναν άλλον πλην του πολύ σημερινού προλεταριάτου, αυτού της κρίσης, της εγκατάλειψης και της απόγνωσης. Μια ταινία που θα λέγαμε, χωρίς υπερβολή, πως αγγίζει τα όρια του μανιφέστου, εκείνου που προσπάθησε αλλά απέτυχε να «γράψει» ο Γκοντάρ στην οθόνη αρχικά με το «Όλα Πάνε Καλά» και αργότερα με το «Ο Σώζων Εαυτό Σωθήτω» ως δήλωση πίκρας στα συνθλιμμένα ιδανικά του Μάη του ’68. Ταινία προερχόμενη καθόλου τυχαία από την σταθερά τελούσα υπό κρίση Πορτογαλία (από το 2008, έναν χρόνο πριν από μας, που ήμασταν ήδη βαθιά στον βάλτο, αλλά δεν το ξέραμε οι κρετίνοι), με την υπογραφή ενός σκηνοθέτη έμπειρου στον χώρο του ντοκιμαντέρ, του Πέδρου Πίνιου, που εδώ κάνει το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία. Ή μάλλον, στη μυθοπλασία περίπου.

The Nothing Factory 607

Διαβάστε όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.

Για να καταλάβουμε τούτο το «περίπου», θα πρέπει να πάρουμε τα δεδομένα του φιλμ ένα-ένα:

1.Μυθοπλασία: Ο «μύθος» τοποθετείται σε ένα εργοστάσιο κατασκευής ανελκυστήρων στα περίχωρα της Λισαβόνας. Το εργατικό δυναμικό αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως μηχανήματα εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη, και διαπιστώνει πως είναι απεσταλμένοι των αφεντικών που τα αφαιρούν μέσα στη νύχτα με σκοπό να τα μεταπουλήσουν. Πανικός κυριεύει τους εργάτες που, σωστά φοβούμενοι πως θα χάσουν τις δουλειές τους, αντιστέκονται «κατασκηνώνοντας» μέσα στη φάμπρικα και διώχνοντας τόσο τους μάνατζερ που πάνε να τους ψευτοκαθησυχάσουν όσο και τις Αρχές.
Τεκμήριο: Πράγματι, στα χρόνια του ’80, το δυναμικό ενός εργοστασίου κατασκευής ανελκυστήρων στην Πορτογαλία κατέλαβε τα μέσα παραγωγής μετά από ανάλογες επιβεβαιωμένες υποψίες για εκκαθάριση. Eως σήμερα, το εργοστάσιο ανήκει στους εργαζόμενους και παραμένει υπόδειγμα αυτοδιαχείρισης.

2.Μυθοπλασία: Στα μισά περίπου της «αφήγησης», στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας αινιγματικός άντρας που δηλώνει ενδιαφέρον για την περίπτωση της κατάληψης. Θα μάθουμε αργότερα πως πρόκειται για Ιταλό κινηματογραφιστή ονόματι Ντανιέλε, που θέλει να κάνει ταινία τις δοκιμασίες των εργατών.
Τεκμήριο: Πρόκειται όντως για τον Ιταλό διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη Ντανιέλε Ινκαλκατέρα, ειδικευμένο στο τερέν των πολιτικοοικονομικών ντοκιμαντέρ εδώ και μια εικοσαετία.

3.Μυθοπλασία: Κέντρο βάρους στο πολυπρόσωπο «δράμα» γίνεται βαθμιαία ένας από τους εργάτες. Ο σαραντάρης Ζε, που ζει με τη σύντροφό του, τον ανήλικο γιο της και τον γηραιό πατέρα της, επίσης πρώην εργάτη φάμπρικας, τραγουδά τακτικά σε ένα αριστερού ακτιβισμού πανκ ροκ συγκρότημα.
Τεκμήριο: Στον ρόλο του Ζε, ο Χοσέ Σμιθ Βάργκας, μουσικός και σχεδιαστής, είναι ο μόνος μη ερασιτέχνης ηθοποιός του κύριου καστ (μαζί και η ηθοποιός που παίζει τη φίλη του, η Κάρλα Γκαλβάο). Όλοι οι υπόλοιποι εργάτες-στασιαστές είναι πραγματικοί εργάτες που έχουν στο παρελθόν χάσει τις δουλειές τους. Η επιλογή του ζεύγους των «ηθοποιών» είναι εδώ προφανής: έχουν τους μόνους περιφερειακά έστω σκιαγραφημένους ρόλους –σχεδόν «χαρακτήρες»- με τους οποίους ο εξοικειωμένος στη φιξιόν θεατής μπορεί να ταυτιστεί στο υπό εξέλιξη «δράμα».

Ήδη από την παραπάνω αντιπαραβολή των μυθοπλαστικών στοιχείων με τις εξωκινηματογραφικές αλήθειες καταλαβαίνουμε την περιπλοκότητα της σύνθεσης που επιχειρεί εδώ ο Πέδρου Πίνιου. Στην πραγματικότητα, για τα εξωκινηματογραφικά δε θα έπρεπε καν να γίνεται λόγος σε μια τέτοια κατάδηλη φορμαλιστική ακροβασία, όπου το σάλτο από τον ρεαλισμό στη δοκιμιογραφία (η εκτεταμένη μαρξιστική συζήτηση του Ντανιέλε με φίλους του θεωρητικούς σε ένα τραπέζι, τα πλάνα των βιομηχανικών τοπίων με voiceover πολιτικής ανάλυσης) και τη σημειολογία (το εύρημα με τους στρουθοκαμήλους, και φυσικά η αναφορά δι’ αυτών στον στρουθοκαμηλισμό) και ξανά πίσω στο δράμα (έως και το μιούζικαλ!) είναι στην τρίωρη (τόσο διαρκεί το φιλμ) διάταξη. Είτε είναι ο Ντανιέλε πραγματικός σκηνοθέτης είτε όχι, είναι αυτονόητη η χρήση του προσώπου του ως εργαλείου αποστασιοποίησης, σε μια ταινία που σε απορροφά στα τεκταινόμενα για να σε πετάξει την επόμενη στιγμή έξω, μη και δεν προλάβεις να σκεφτείς αυτά που ένιωσες και το αντίστροφο.

The Nothing Factory 607

Αν σε όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός πως το σενάριο είναι εμπνευσμένο από… ολλανδικό θεατρικό έργο που πρωτοανέβηκε το… 1997, γίνεται πλήρως αντιληπτό το μέγεθος του κινηματογραφικού άθλου του Πίνιο. Ο οποίος, έχοντας κάνει πράξη το πάγιο αίτημα για ταύτιση της μορφής με το περιεχόμενο, διερωτάται στο τέλος το φιλμ: Τι έπεται; Μπορούν μεμονωμένα περιστατικά (αναίμακτης) κατάληψης μέσων παραγωγής και αυτοδιαχείρισης να σημάνουν, στοιχειωδώς έστω, την αρχή του τέλους του καπιταλισμού; Ή μήπως ίσα-ίσα που οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα περισσότερο τώρα από ποτέ;

Κι αν δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακολουθεί την τρέχουσα, απάνθρωπη συνθήκη του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, ας ελπίσουμε τουλάχιστον τούτη τη δύσκολη όσο και εκπληκτική ταινία να την ακολουθήσουν τόμοι μονογραφιών, όπως της αξίζει.

To «Εργοστάσιο του Τίποτα» του Πέδρου Πίνιου προβάλλεται στις 9 Νοεμβρίου στις 13:00 στο Τζον Κασσαβέτης, δωρεάν προβολή στο τμήμα «Αόρατα Χέρια».


Η Fischer γιορτάζει 11 χρόνια παρουσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, απονέμοντας και φέτος τα πιο σημαντικά βραβεία, τα Βραβεία Κοινού Fischer. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.

Περισσότερες κριτικές από το 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: