Φθινόπωρο, 1981. Λίγο μετά το high της sold out περιοδείας του «The River», o Μπρους Σπρίνγκστιν επιστρέφει στο σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ και βυθίζεται στο σκοτάδι. Δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την απότομη δόξα, δεν ξέρει πώς να βάλει όρια στη δισκογραφική του εταιρία, δεν ξέρει πώς να παλέψει με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Η δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, Ντάγκλας, είναι είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Τι κι αν λίγο πριν είχε παίξει σε στάδια με χιλιάδες κόσμου που τον αποθέωναν; Εκείνος δεν τον παραδέχτηκε ποτέ. Δεν είχε γίνει άντρας, στα μάτια του πατέρα του. Δεν ήταν άξιος - ούτε για επιτυχία, ούτε για αποδοχή, ούτε για αγάπη.

Βουτιά στην κατάθλιψη, όσο όλοι τριγύρω θέλουν κι ένα κομμάτι του. Οι παραγωγοί στην Columbia έχουν πάρει μία μικρή γεύση από το «Born in the USA» και οι κόρες των ματιών τους έχουν σχηματίσει δολάρια. Ο μάνατζερ Τζον Λαντάου, προσπαθεί να τον πείσει να μη χάσει το μομέντουμ, να βουτήξει στο επόμενο εμπορικό βήμα. Παράλληλα όμως, ο φίλος Τζον Λαντάου συνειδητοποιεί ότι ο Μπρους χρειάζεται χώρο και χρόνο. Για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, πρέπει να γιατρέψει το τραύμα, να σκάψει βαθιά για να βγει από την άλλη πλευρά. Να επικαλεστεί τη δύναμη που, από μικρό παιδί, τον βοηθούσε να επιβιώσει, να τον οδηγήσει ξανά από το βαθύ σκοτάδι στο φως: την μουσική.

Radio's jammed up with Gospel stations
Lost souls callin' long distance salvation
Hey Mr. DJ, won't you hear my last prayer?
Hey ho, rock 'n' roll, deliver me from nowhere


Ο Σπρίνγκστιν κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα ενός ενοικιαζόμενου σπιτιού στο Πουθενά, Νιού Τζέρσει, με ακουστικές κιθάρες, μπάντζο, μαντολίνα, φυσαρμόνικες, κι ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, και ηχογραφεί ακατέργαστα, χειροποίητα, ωμά το αριστούργημα της καριέρας του: το Nebraska. Με κομμάτια όπως το «My Father’s House» επισκέπτεται την παιδική του ηλικία για να την κατανοήσει - οικογένειες: μάς δίνουν ζωή και μάς την παίρνουν. Με άλλα, όπως το «Atlantic City», ή το «Johnny 99», κοιτά κατάματα την Αμερική του Ρίγκαν για να την ξεσκεπάσει - άκρατος φιλελευθερισμός: σκότωσε κάθε πλάνη του αμερικανικού ονείρου.

Ο Σκοτ Κούπερ («Crazy Heart», «Σκουριασμένη Πόλη», «Ανίερη Συμμαχία», «The Pale Blue Eye») γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κόσμος θα μπει στην αίθουσα για να δει ένα rock biopic - μία τυπική βιογραφία του Σπρίνγκστιν. Εκείνος όμως παραδίδει μία ταινία για τον Μπρους. Κι αυτή η πρόθεση είναι η πιο ταιριαστή κινηματογραφική αναλογία με το τι συνέβη με το ίδιο το «Nebraska» - όσο όλοι είχαν μία «Born in the USA» προσδοκία, απαίτηση. 



Μόνο λίγων δευτερολέπτων Μπρους Σπρίνγκστιν πάνω στη σκηνή, μία μικρή έκλαμψη «Born to Run» εκκωφαντικών ντεσιμπέλ απογείωσης. Τον Κούπερ τον ενδιαφέρει το μετά, τι τον περιμένει στην ησυχία. Πώς γίνεται ένας ρόκερ που στη σκηνή, για τέσσερις ώρες, συνδέεται με χιλιάδες ανθρώπους που παραληρούν, στην καθημερινότητα να νιώθει αποκομμένος, μόνος; Βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του Γουόρεν Ζέινς, γράφει και σκηνοθετεί ένα ψυχογράφημα. Επιλέγει να φωτίσει απογυμνωμένο τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο του «Αφεντικού». Να μάς συστήσει τον βασανισμένο νεαρό άντρα που παλεύει να βρει τη θέση του στη ζωή. Και τον καλλιτέχνη που κρεμιέται από το rock ’n’ roll για να σώσει τη ζωή του. 



Οχι, αυτή δεν είναι μία τυπική ροκ βιογραφία. Είναι ένα βύθισμα στα πρώτα υλικά που έκαναν τον Μπρους Σπρίνγκστιν τόσο άμεσο, τόσο προσηνή, τόσο αγαπητό, στους φανς του. Η γυμνή αλήθεια του. Η ορμή που αναβλύζει από τον πόνο του. Η ικανότητά του να εκθέτει το τραύμα του, για να γιατρεύει τα δικά μας.

Στο ότι ο πολύς κόσμος δε θα αναγνωρίσει τον iconic rock star βοηθάει και η επιλογή του Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Οχι, δεν του μοιάζει - τουλάχιστον με την πρώτη ματιά. Ο Κούπερ θα μπορούσε να είχε επιλέξει έναν ιταλοαμερικανό άγνωστο ηθοποιό, να είχε χρησιμοποιήσει προσθετικό μακιγιάζ, να είχε σκουρύνει λίγο ακόμα τα μαλλιά του. Προφανώς δεν τον ενδιέφερε η μίμηση. Στάθηκε σε κάτι άλλο που ο πρωταγωνιστής του «The Bear» και του «Shameless» κουβαλά - στην ενέργειά του, στο περπάτημά του, στο βλέμμα του: μία απέραντη μελαγχολία (απλώς κοιτάξτε τα εξώφυλλα του «The River» ή του «Darkness on the Edge of Town»). Μία φαινομενικά ήσυχη περσόνα, με έναν εσωτερικό κόσμο που πάλλεται. Την ένταση της κρυφής πληγής που σιγοβράζει. Την οργή της εργατικής τάξης, που άλλοι θα την εκφράσουν με βία (ο ήρωας του «Nebraska») κι άλλοι θα βρουν την έξοδο κινδύνου στην τέχνη.

Εξαιρετικές ερμηνείες από όλο το καστ. Ο πάντα στιβαρός Τζέρεμι Στρονγκ πλησιάζει τόσο μελετημένα, τόσο φροντιστικά την περσόνα του Τζον Λάνταου, σαν ταπεινή δεύτερη φωνή στο όραμα του Σπρίνγκστιν, που τον κάνει σχεδόν αξιαγάπητο. Η Οντέσα Γιάνγκ στην φιξιόν ηρωίδα της «Φέι» (δεν υπήρχε αυτό το κορίτσι στη ζωή του 30χρονου Μπρους - είναι περισσότερο συρραφή στοιχείων από διάφορες κοπέλες του εκείνη την περίοδο) δίνει φρεσκάδα, συναισθηματική λεπτότητα, γήινη ομορφιά και έναν καλοδεχούμενο, «Jersey Girl» τσαμπουκά. Είναι όμως ο Στίβεν Γκρέιχαμ, σ’ έναν ακόμα ρόλο πατέρα μετά το «Adolescence» που προσδίδει ανθρωπιά στον Ντάγκλας και μέσα από κλεφτές στιγμές, γκρεμισμένα βλέμματα, αλκοολικά παραπατήματα και απέραντη θλίψη σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος δικός του κρυφός πόνος κρύβεται πίσω από τον bully. Σαν να βλέπουμε ήδη μια θέση στην πεντάδα του Οσκαρ Β’ Ανδρικού.

Αψογη σκηνογραφία, ταιριαστά μουντή ατμόσφαιρα με μελαγχολική μπλε χρωματική παλέτα, κι ένας σκηνοθέτης που ξέρει πώς να σε βάλει κάτω από την επιδερμίδα των πραγμάτων. Τα κάνει όμως όλα σωστά ο Κούπερ; Οχι.

Η αγιοποίηση του μάνατζερ Τζον Λάνταου για τους φανς θα είναι ένα cringe moment - όχι γιατί δεν πιστεύει κανείς ότι πράγματι στάθηκε εκείνη τη περίοδο ως άξιος προστάτης του οράματος του καλλιτέχνη και κυματοθραύστης ανάμεσα στον Μπρους και την Columbia. Αλλά γιατί το τόσο buddy-movie στοιχείο, προτάσει την εικόνα ενός αλτρουιστή φίλου. Κι όχι ενός πανέξυπνου μάνατζερ που πάτησε στην ανασφάλεια του Μπρους κι του έγινε μέσα στις δεκατίες απαραίτητος.

Επίσης, από την ταινία λείπει ένα πιο σαφές, πιο έντονο πολιτικό σχόλιο για το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής. Το «Nebraska» δεν γεννήθηκε μόνο από το σαθρό ομφάλιο λώρο του Μπρους με τον πατέρα του. Aλλά κι ως αντικατοπτρισμός των κατεστραμμένων ανθρώπων, των διαλυμένων από τη φτώχια οικογενειών, της εξόντωσης της εργατικής τάξης από την νεοφιλελεύθερη επέλαση της Κυβέρνησης Ρίγκαν. Οι αναφορές του ήρωα («είναι το πρώτο μου αυτοκίνητο», «αγόρασα ένα σπίτι στην Καλιφόρνια είναι το πρώτο πράγμα που θα είναι δικό μου») ή το ταπεινωμένο βλέμμα του Ντάγκλας όταν κοιτά το «Mansion on the Hill» που δε θα έχει εκείνος ποτέ, δεν επαρκούν. Ακόμα και ένα πέρασμα του Μπρους να διαβάζει την «Ιστορία του Λαού των ΗΠΑ» του Χάουαρντ Ζιν (κι όχι μόνο τα διηγήματα της Φλάνερι Ο’ Κόνορ) θα έδινε ένα πιο σαφές στίγμα στο τι τον απασχολούσε και τον επηρέασε κοινωνικοπολιτικά για να γράψει κομμάτια όπως το «Johnny 99» ή το «Atlantic City».

Ομως αυτή είναι μία ταινία της Disney. Και για αυτό και η πιο light αφαιρετική πολιτική καταγραφή. Για αυτό κι ένα δεκάλεπτο φινάλε μιας πιο crowd-pleasing μελό κάθαρσης. Για αυτό και μία πιο στρογγυλεμένη εξιλέωση. Οχι, δεν λύθηκαν όλα. Ακόμα και σήμερα, ο 76χρονος Μπρους Σπρίνγκστιν ζει με την κατάθλιψη. Δεν είναι κάτι που το περπατάς προς το ηλιοβασίλεμα, όσο πέφτουν οι τίτλοι τέλους.

Ακριβώς όμως επειδή είναι μία στουντιακή ταινία, το ότι ο Κούπερ κατάφερε να την παραδώσει, σε ένα μεγάλο βαθμό, τόσο ωμά χαμηλότονη, τόσο γενναία αντι-ηρωική, τόσο ανθρώπινη και σκοτεινή και ευάλωτη είναι πραγματικό επίτευγμα.

Αν για κάτι οι φανς αγαπάμε τον Μπρους Σπρίνγκστιν είναι γιατί κάνει το οικουμενικό, προσωπικό. Νομίζεις ότι οι στίχοι του είναι γραμμένοι για σένα, έρχονται να σε παρηγορήσουν, να σε στηρίξουν, να σου δείξουν τη χαρά της ζωής μέσα στην σκληρότητα της. Αν κάτι κατάφερε ο Σκοτ Κούπερ είναι να κάνει το ίδιο: μία ταινία για έναν larger than life rock star, που όμως νιώθεις ότι μιλάει με λαβωμένη ευαισθησία και πονεμένη τρυφερότητα για κάποιον που κατοικεί στη διπλανή πόρτα. Ή μέσα σου.

Now our luck may have died, and our love may be cold
But with you forever, I'll stay
We're going out where the sand's turning to gold
Put on your stockings, baby, 'cause the night's getting cold
And maybe everything dies, baby, that's a fact
But maybe everything that dies someday comes back