Κάπου στο βαθύ αμερικανικό Νότο, στα σύνορα με το Μεξικό, κάτω από την ανατριχιαστική σκιά του Τείχους του Τραμπ, δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, εποπτεύει η φιγούρα της Περφίντια Μπέβερλι Χιλς - μία ατσάλινα δυναμική αντάρτισσα, μία μαύρη υπερσεξουαλική καλλονή (ναι, έχει σημασία). Η Περφίντια ηγείται των French 75, μίας αντιστασιακής ομάδας εξτρεμιστών που οργανώνουν την Επανάσταση. Θα χτυπήσουν το αμερικανικό κράτος που έχει παγιώσει ως κανονικότητα alt right τακτικές απέναντι στους πρόσφυγες, τους μαύρους, τους Μεξικάνους, τις γυναίκες, τους αδύναμους, τους διαφορετικούς. Εραστής της Περφίντια, σύντροφος στην παθιασμένη της μιλιταριστική ιδεολογία αλλά και ακούραστη λίμπιντο, είναι ο Μπομπ Φέργκιουσον. Ενας ταλαντούχος, νευρικός, οριακά nerd πυροτεχνουργός, που ανατινάζει και ανοίγει δρόμους για το στρατό της να ελευθερώνει πολιτικούς αιχμάλωτους και μετανάστες, να προκαλεί συμβολικά χτυπήματα σε πρεσβείες και κυβερνητικά κτίρια, να ληστεύει τράπεζες για να χρηματοδοτείται η εξέγερση.
Στον αντίποδα στέκεται ο Συνταγματάρχης Στίβεν Λόκτζο - ένας ψυχωτικός στρατιωτικός με ακίνητο λαιμό, ναζιστικό κούρεμα και παγερά νεκρό, ανήθικο βλέμμα. Οταν οι French 75 χτυπούν το στρατόπεδο του και έρχεται αντιμέτωπος με την Περφίντια, το power game που διαδραματίζεται όσο είναι αιχμάλωτός της (κάπου ανάμεσα στην ταπείνωση και την σεξουαλική φαντασίωση) τον αναστατώνει. Εξαπολύει όλες τις παρακρατικές δυνάμεις και την καταδιώκει με μικτά κίνητρα - εκδίκησης και κάβλας. Κι όταν ο λευκός εθνικιστής τσακώνει την μαύρη ανυπότακτη, ο εκβιασμός για να την απελευθερώσει (γιατί «ποιος στ' αλήθεια ενδιαφέρεται για το τι ανατινάζεις») είναι να τον συναντήσει στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.
Ο χρόνος τρέχει, οι French 75 συνεχίζουν τις αποστολές τους, ακόμα και με την Περφίντια σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και τον Μπομπ να ανησυχεί. Οταν γεννούν την μικρή Γουίλα, εκείνος εγκαταλείπει την ενεργό δράση - είναι πια πατέρας, είναι πια οικογένεια. Η Περφίντια όμως, κάπου ανάμεσα στην επιλόχειο κατάθλιψη και το δογματικό πείσμα, όχι. Ενα χτύπημα πηγαίνει στραβά, η αστυνομία τη συλλαμβάνει, οι French 75 διασπώνται και κρύβονται, ο Μπομπ με το μωρό δραπετεύουν με άλλες ταυτότητες στην αμερικανική επαρχία.
Δεκαέξι χρόνια μετά. Η Γουίλα είναι μία δυναμική έφηβη, μαθήτρια γυμνασίου στην μικρή τους κωμόπολη. Δεν έχει γνωρίσει ποτέ την μητέρα της κι ο πατέρας της μάλλον την απογοητεύει - ο Μπομπ έχει καταλήξει ένας βαριεστημένος, άπραγος, μαστουρωμένος, γραφικός Dude (ναι, ακόμα και με τη ρόμπα του «The Dude»), καλόκαρδος και αγαπησιάρης, αλλά περισσότερο ανώριμος από την κόρη του. Δεν της έχει πει τίποτα για το παραβατικό επαναστατικό παρελθόν. Ομως την είχε από μικρή εκπαιδεύσει πώς θα το σκάσει σε περίπτωση που κάποιος «Συνταγματάρχης Στίβεν Λόκτζο» εμφανιστεί στη ζωή τους.
Κι εμφανίζεται. Βλέπετε, οι καιροί έχουν αλλάξει - κι όχι προς το καλύτερο. Ρατσιστικά καθίκια σαν τον Λόκτζο επιλέγονται για «ανώτερα» πράγματα. Οι «Christmas Adventurers Club», μία λέσχη ακροδεξιών, υπέρμαχων της φυλετικής κάθαρσης, με άλλα λόγια οι σύγχρονοι Κου Κλουξ Κλαν, του προτείνουν μία θέση στο κλαμπ τους. Τα μέλη δεν είναι απλά προνομιούχοι πολυεκατομμυριούχοι. Είναι κομβικοί παίκτες στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Εκείνοι κινούν τα νήματα του κόσμου. Ομως απαιτούν απόλυτη «αμερικανική καθαρότητα». Και τον Λόκτζο εδώ και χρόνια τον βαραίνει μία υποψία: μήπως η Γουίλα είναι κόρη του. Αν αυτό αληθεύει, αν έχει μία μπάσταρδη μαύρη κόρη, θα χάσει τα πάντα. Πρέπει να τη βρει και να την εξαφανίσει.
Αν κοιτάξει κανείς την φιλμογραφία του Πολ Τόμας Αντερσον, ο master σκηνοθέτης σπάνια κοιτά το παρόν. Συνήθως ανοίγει τα ξεχασμένα συρτάρια της Αμερικανικής Ιστορίας, ψαχουλεύοντας αποδείξεις για τη ρίζα του κακού, τα σάπια θεμέλια, τα red flags που προμήνυαν ξεκάθαρα το τέλος του ονείρου. Με αυτή την ταινία όμως προσηλώνεται, με κατεπείγουσα αναγκαιότητα, στο δυστοπικό εδώ και τώρα. Κι είναι ειρωνικό ότι του πήρε 20 χρόνια να γυρίσει αυτό το πρότζεκτ, με πρώτη ύλη του θραύσματα του βιβλίου του Τόμας Πίντσον «Vineland» (έχει πάρει ιδέες, ευρήματα, χαρακτήρες, αλλά τα έχει μεταφέρει σε μία δική του ιστορία) το οποίο περιγράφει μία σκληροπυρηνική ριγκανική Αμερική. Γιατί η ταινία είναι ακόμα πιο επίκαιρη στην εφιαλτική τραμπική Αμερική.
Οσο οι ελευθερίες που είχαμε δεδομένες ροκανίζονται, η δημοσιογραφία φιμώνεται, ο ICE μπουζουριάζει ανεξέλεγκτα, απροκάλυπτα, παράνομα μετανάστες (και μη) στην πραγματική ζωή, ο Αντερσον (που ολοκλήρωσε τα γυρίσματα πριν την επανεκλογή του Τραμπ) μάς δείχνει έναν κόσμο φασιστικής παράνοιας, απολυταρχικής εξουσίας, Χριστιανικού εθνικισμού, ωμού ρατσισμού που έχει πάψει να είναι «προφητικός». Είναι εδώ.
Κοιτώντας προσεκτικότερα όμως, το «Μία Μάχη Μετά την Αλλή» (γιατί δεν είναι τυχαίος ο τίτλος) υφαίνει μία πολύ επιδέξια, σαφέστατη σύνδεση με το παρελθόν. Η εικόνα του λευκού σοβινιστή που ποθεί κρυφά την μαύρη που θέλει να υποτάξει, ακολουθεί ιστορικά τον μίτο του βαμβακιού - πίσω στις αγροικίες των λευκών αφεντικών που βίαζαν τις σκλάβες. Οχι μόνο για το σεξ, αλλά για το προνόμιο, την εξουσία. Παρόλο που ο Αντερσον γυρίζει τη σκηνή με ένα twist, το καυστικό του μήνυμα περνάει: αυτό είναι το υπογάστριο της Αμερικής. Το έχουν μπαζώσει, αλλά τους τρέφει ακόμα. Δεν έχουν καταφέρει να το αποτινάξουν ποτέ. Και τώρα σήκωσε ξανά το τερατώδες κεφάλι του.
Μόνο που δεν έχει καμία διάθεση να κατασκευάσει ένα διδακτικό, βαρύ, πολιτικό δράμα. Αλλά ένα αχαρτογράφητο στα αλήθεια, σουρεαλιστικό υβρίδιο: action movie, θρίλερ αγωνίας, εκρηκτικό μαχητικό μανιφέστο, μελετημένο post-Western, και, πάνω από όλα, απολαυστική, πικρή, κατάμαυρη παρωδία. Πατώντας πάνω στο πιντσονικό, μεταμοντέρνο, βιοτρολικό χιούμορ, περνάει από γενεές δεκατέσσερις τη βαθιά υποκρισία της δεξιάς, αλλά και την ανικανότητα της αριστερής αντίστασης. Και οι δύο πλευρές του σπέκτρουμ ζουν στην αυτάρεσκη παραζάλη τους, αγνοώντας ότι στην ουσία είναι όλοι πολύ μικροί, μπροστά σ ένα ακλόνητο, βαθιά ριζωμένο σύστημα. Ενα σύστημα φαινομενικά ευηπόλυπτων νοικοκύρηδων που φορούν Lacoste μπλουζάκια και savoir vivre ευγένεια, κερνούν cookies, και σχεδιάζουν γενοκτονίες. Ο Αντερσον παίρνει θέση, μάς καλεί σε επανάσταση, αλλά όχι έτσι. Κινηματογραφεί τη βία τόσο των guerillas μιλιταριστών, όσο και των θεσμικών εξουσιαστών με σπασταριστά κοροϊδευτική μελαγχολία. Μελαγχολία γιατί όσο εμείς γελάμε, η Δημοκρατία εκπνέει.
Ναι, αν ο Αρι Αστερ με το «Eddington» επιχείρησε κάτι παρόμοιο, αλλά δεν κατάφερε να ισορροπήσει την σατιρική αλληγορία με το καταγγελτικό σινεμά, ο Αντερσον παραδίδει ένα υποδειγματικό, σύγχρονο «Dr. Strangelove». Ενα σκοτεινό, ανατρεπτικό, σαρδόνιο και απόλυτα entertaining αριστούργημα. Τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά.
Κινηματογραφώντας σε VistaVision (όπως ο Τζον Φορντ γύρισε την «Αιχμάλωτη της Ερήμου», ο Χίτσκοκ το «Vertigo», αλλά κι ο Μπρέιντι Κόρμπετ το «The Brutalist»), με τον DP Μάικλ Μπόμαν να φωτίζει μαγικά μία καταδίωξη στην απέραντη αμερικανική έρημο, αλλά ταυτόχρονα να βρωμίζει την εικόνα με vintage θαμπάδες, και τον μοντέρ Αντι Γιούργκενσεν να κόβει με μετρονόμο το jazzy, παρανοϊκό πιανάκι του Τζόνι Γκρίνγουντ, ο Αντερσον χτίζει μία συναρπαστική οπτική πανδαισία, ένα πραγματικό χάρμα οφθαλμών. Κι είναι τόσες οι ανατροπές στην πλοκή, στα κινηματογραφικά είδη, στην τονικότητα, που νιώθεις ότι είσαι στο τρενάκι ενός Fun Park - εκείνο βουτά στις απότομες κατηφόρες, εσύ παραλληρείς από παιχνιδιάρικο ενθουσιασμό, παραδίδεις κάθε έλεγχο, δε θέλεις να τελειώσει αυτή η βόλτα. Πόσες φορές μάς έχει τύχει αυτό στο σινεμά τελευταία;
Κι αυτό θα ήταν αρκετό. Ομως, ο Αντερσον κάνει τη διαφορά: η μεγάλη εικόνα συνεχώς κλείνει, ζουμάρει με εκφραστικά κοντινά στα πρόσωπα. Τον ενδιαφέρει η σύνδεση του θεατή με τους χαρακτήρες, με την παλλόμενη καρδιά της ιστορίας του - όχι μόνο η απόλαυση της επικής επιδερμίδας της. Κι εκεί αναλαμβάνουν οι ηθοποιοί του. Ενας αξεπέραστος Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, με αλάνθαστο comic timing - ακροβατεί στα όρια ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό και τη γελοιότητα, την ταραντινική γενναιότητα και τον σλάπστικ πανικό, την νευρωτική πατρική μανία και την τρυφερότητα. Απέναντί του ο Σον Πεν, καλύτερος από ποτέ, πρέπει να απήλαυσε την αποκαθήλωση του σαδιστή Συνταγματάρχη του από action man σε φαιδρό ανθρωπάριο με στραβοχυμένο βηματισμό πιγκουίνου - όμως επειδή δεν είναι τυχαία οσκαρικός ηθοποιός, φρόντισε να σώσει αριστοτεχνικά από την καρικατούρα, να τον εξανθρωπίσει, προδίδοντας στρώσεις συμπλεγμάτων, απωθημένων, ευαλωτότητας. Ο Πεν ενσαρκώνει απερίφραστα το παραμορφωμένο πρόσωπο της Αμερικής - πολύ θα θέλαμε στην τελευταία του σκηνή να φορούσε και μια κόκκινη γραβάτα.
Συγκλονιστική και η πρωτοεμφανιζόμενη πιτσιρίκα Τσέις Ινφίνιτι που χειρίζεται τόσο την ευαισθησία, όσο και τον δυναμισμό της Γουίλα με εκφραστικά ελαφίσια μάτια κι αυτόφωτη βιρτουοζιτέ έμπειρης πρωταγωνίστριας. Απερίγραπατα cool, ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο, στον οποίο ο Αντερσον χαρίζει έναν μικρό ρόλο - φαινομενικά. Γιατί αυτός που θα βοηθήσει τον πατέρα να σώσει την κόρη του είναι ένας φιλήσυχος ζεν Μεξικανός δάσκαλος πολεμικών τεχνών, με κοιμισμένο βλέμμα και νωχελικές κινήσεις. Αυτός όμως έχει μέσα στα χρόνια κινητοποιήσει την κοινότητά του για πραγματική αντίσταση. Η γειτονιά λειτουργεί ως ένας οργανωμένος κοινωνικός ιστός που ξέρει να προσφέρει καταφύγιο, να ξεφύγει από τη συστημική επέλαση, να νικήσει.
Μόνο αυτό θα σώσει τον σύγχρονο άνθρωπο - το «μαζί». Η αλληλεγγύη και η αγάπη. Η αγάπη ενός loser πατέρα για το παιδί του θα τον κάνει ήρωα. Εκεί κρύβει μια χαραμάδα ελπίδας στο Κοενικά νιχιλιστικό του σύμπαν ο Αντερσον, και στην, ξεκάθαρα, πιο προσωπική ταινία της καριέρας του (παντρεμένος με την μιγάδα Μάγια Ρούντολφ και πατέρας παιδιών, για των οποίων το παρόν και το μέλλον εύλογα ανησυχεί, οργίζεται, απελπίζεται). Αυτή η αγάπη θα δημιουργήσει την ασπίδα, θα ενδυναμώσει, θα απελευθερώσει την επόμενη γενιά και, κυρίως, θα την εμπιστευθεί. Γιατί εμείς αποτύχαμε. Εκείνοι, ίσως τα καταφέρουν.
Και κάπως έτσι φεύγεις από την αίθουσα με ένα βουρκωμένο, τεράστιο χαμόγελο. Γιατί, ξαφνικά, ο μηδενιστικός τίτλος της ταινίας που έβλεπες, ίσως ήταν πάντα κλείσιμο ματιού. Οχι κραυγή απόγνωσης και παραδοχή ματαιότητας, αλλά σάλπισμα, κάλεσμα.
Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Μια κοπέλα κρατά τα κλειδιά. Κάποια αγόρια πετούν τις νύχτες, αγωνιστικά, ελεύθερα, εκστατικά από ταράτσα σε ταράτσα...