Στην πραγματικότητα το «The Pale Blue Eye», βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Λουίς Μπαγιάρντ δεν είναι παρά μια ιστορία αστυνομικού μυστηρίου, τοποθετημένη στις αρχές του 19ου αιώνα. Η γοτθική ατμόσφαιρά και οι ανατροπές της είναι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές, όχι όμως περισσότερο από τον Εντγκαρ Aλαν Πόε, ο οποίος όχι μόνο αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και «κλειδί» της ιστορίας, αλλά ουσιαστικά την εμπνέει και την ποτίζει με την κοσμοθεωρία του γύρω από τη ζωή, το θάνατο και τη λεπτή γραμμή που βρίσκεται ανάμεσα.
Βρισκόμαστε στο 1830, στους κόλπους της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Νέας Υόρκης. Η διοίκηση της Ακαδημίας αλλά και οι δόκιμοι δηλώνουν συγκλονισμένοι από ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ενας νεαρός δόκιμος βρέθηκε κρεμασμένος με την καρδιά του ξεριζωμένη από κάποιον που γνώριζε πως να την αφαιρέσει χωρίς να την καταστρέψει. Η φήμη της Ακαδημίας απειλείται και έτσι αναλαμβάνει δράση ο Ογκούστους Λάντορ, ένας μονήρης αγρότης που ζει μακριά από όλους, αλλά έχει τη φήμη ότι κάποτε απέσπασε μια ομολογία από έναν κρατούμενο μόνο με ένα του βλέμμα.
Φτάνοντας στη Ακαδημία, ο Λάντορ θα αρχίσει να γνωρίζει καλύτερα τους δόκιμους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Ένας από αυτούς θα του κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση και θα τον χρίσει βοηθό του. Είναι ο Εντγκαρ Αλαν Πόε, ένας φιλόδοξος ποιητής που μόλις έχει εκδώσει κάποια από τα ποιήματα του. Η παράξενη ιδιοσυγκρασία του, η πίστη του στα όνειρα, η αφοσίωση του, η ροπή του προς τη μελαγχολία θα γίνουν οι συνδετικοί κρίκοι με το «σκοτάδι» του Λάντορ και μαζί θα οδηγηθούν προς τη λύση του μυστηρίου. Μέχρι τη στιγμή που ένας δεύτερος φόνος και ακόμη μια ξεριζωμένη καρδιά θα κάνει τα πράγματα επείγοντα…
Στην καλύτερη μάλλον στιγμή του και στην τρίτη του συνεργασία με τον Κρίστιαν Μπέιλ (μετά το «Out of the Furnace» του 2013 και το «Hostiles» του 2017) ο Σκοτ Κούπερ (είναι ο σκηνοθέτης που με το «Crazy Heart» χάρισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στον Τζεφ Μπρίτζερ) βρίσκει στο «Pale Blue Eye» την ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε ένα αστυνομικό μυστήριο που κρατάει την αγωνία του μέχρι το τέλος και ένα υπαρξιακό ταξίδι που σε στιγμές είναι τόσο απόκοσμο που τρομάζει.
Η κοινή αυτή πορεία έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Απογειώνεται σε ένα πανέμορφο, ποιητικό, γοτθικό (όνομα και πράγμα) ποίημα όταν σταματάει το χρόνο και αφιερώνει χρόνο στις συζητήσεις του Λάντον με τον Πόε - κάτι πάνω από το εξαιρετικό ο επιβλητικός Κρίστιαν Μπέιλ και ο πιο παράξενος κι από τον παράξενο Χάρι Μέλινγκ σε μια συνάντηση που μέχρι και την τελευταία σκηνή παράγει καρπούς μιας ευφυούς κι όμως σχεδόν απειλητικής αποκάλυψης. Ειδική μνεία εδώ στην αριστουργηματικά (και κανονικά φαβορί για τα Όσκαρ, αν υπάρχει… δικαιοσύνη) φωτογραφία του Ιάπωνα Μασανόμπου Τακαγιανάγκι, συνεργάτη του Κούπερ και υπεύθυνου για υπέροχες στιγμές του σύγχρονου σινεμά («The Grey», «Stillwater» και άλλα) που φωτίζει το μονίμως χιονισμένο τοπίο της Νέας Υόρκης αλλά και τα θερμά εσωτερικά σαν ένα θέατρο σκιών όπου διαδραματίζεται η πραγματική αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Την ίδια στιγμή, η ατμόσφαιρα βαραίνει αδικαιολόγητα σε περισσότερα σημεία απ’ όσα αντέχει, κάνοντας το entertainment να μοιάζει με ένα απλό best seller τρόμου. Αδικα, αφού ακόμη και μετά το τέλος του, το «Pale Blue Eye» μιλάει για τη θλίψη, τη μελαγχολία, συναισθήματα και καταστάσεις που αφαιρούν από τον άνθρωπο την ανθρωπιά του εξισώνοντας τον με ένα κτήνος. Μιλάει και για την ποίηση που φέρνει κοντά όσους έφυγαν και όσους είναι ακόμη εδώ. Μιλάει και για την εκδίκηση που έρχεται πάντα με όρους σχεδόν μυθιστορηματικούς και παραμένει - ίσως μετά τον έρωτα και το θάνατο, όπως θα σημειώσει εύστοχα ο Πόε στην ταινία - ένα από τα θέματα που συνεχίζουν να θεμελιώνουν την ανθρώπινη κατάσταση μέσα στους αιώνες.