Το 2008, λίγο πριν την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, με τις καμπάνιες να παίζουν στην τηλεόραση στο background, δυο αδέλφια, ο Ροντ και ο Ράσελ, ζουν σε μια ξεχασμένη βιομηχανική πόλη της Πενσιλβάνια. Η επιθυμία τους είναι να ξεφύγουν σε μια καλύτερη ζωή, αλλά οι συνθήκες υψώνονται ως εμπόδιο μπροστά τους. Ο Ροντ έχει καταταγεί στο στρατό όπου βιώνει μια διαφορετική υπαρξιακή καταπίεση, ο Ράσελ δουλεύει στο εργοστάσιο όπως έκανε κι ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Αναζητώντας διέξοδο αλλά και προσπαθώντας πάντα να «κάνουν το σωστό», τα δυο αδέλφια κάνουν τη μια λάθος επιλογή μετά την άλλη. Ο Ράσελ μπαίνει φυλακή και βγαίνει για να βρει ότι η κοπέλα του τον εγκατέλειψε για τον τοπικό σερίφη. Ο Ροντ προσπαθεί να βγάλει τα χρήματα που χρειάζεται παίζοντας σε παράνομους αγώνες μποξ. Τα δυο αδέλφια εγκλωβίζονται, με κάθε τους τυφλό βήμα, σε μια παγίδα ενοχών, ηθικών διλημμάτων και λερωμένων συνειδήσεων.
Ο σκηνοθέτης του «Crazy Heart» πλάθει ένα συννεφιασμένο αμερικανικό σύμπαν φτιαγμένο από τσιμέντο, σίδερο, σκόνη και τραυματισμένους ανθρώπους. Το σινεμά του εμπνέεται απ’ ευθείας από την κουλτούρα των ‘70s, την κοινωνική αδυναμία των αντι-ηρώων, την απότομη κατηφόρα ανθρώπων που δεν μπορούν να περάσουν από το περιθώριο στην κεντρική λωρίδα γιατί το σύστημα δεν έχει χώρο για να τους συμπεριλάβει. Το γεγονός ότι αυτή η ατμόσφαιρα (κινηματογραφική και πραγματική) αναβιώνει στο αμερικανικό σήμερα, λειτουργεί καθηλωτικά ως ένα πορτρέτο μιας αδιέξοδης εποχής που συνθλίβει προγραμματισμένα μια μεγάλη μερίδα των ανθρώπων της.
Αυτήν την κεντρική ιδεολογική και αισθητική ιδέα, ο Σκοτ Κούπερ την ντύνει με ατμοσφαιρικά φυσικά ντεκόρ και την εκπληκτική φωτογραφία του Μασανόμπου Τακαγιανάγκι, βρώμικη, γκρίζα και ημιφωτισμένη, όπως η ψυχή των ηρώων που απεικονίζει κι όπως η κοινωνία που πάντα ζούσε κι ακόμα ζει στη σκιά του αμερικανικού ονείρου, κυνηγώντας το χωρίς εφόδια.
Ο Κρίστιαν Μπέιλ κι ο Κέισι Αφλεκ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και, γύρω τους, ένα ονειρεμένο καστ μικρότερων εμφανίσεων από Χάρελσον, Νταφόε, Γουίτακερ και Σέπαρντ συνθέτει το αντρικό dream team της παρακμής. Βαθιές, γεμάτες, δυνατές ερμηνείες σε εντυπωσιακές φιγούρες, με την άνεση χρόνου που ο Κούπερ δίνει στους ήρωές του να αναπτυχθούν, να συγκρουστούν και να ηττηθούν.
Ολο αυτό το περιτύλιγμα, ωστόσο, δεν απογειώνεται σε μια δυνατή κοινωνική κι επίκαιρη ταινία, απλώς γιατί το σενάριό της κινείται επίπεδα, χωρίς ανατροπές ή λεπτομέρειες που να το κάνουν να ξεχωρίσει μέσα στο ίδιο το είδος που ασπάζεται. Η πλοκή και η δομή της είναι γραμμένα με τον κινηματογραφικό μπούσουλα, καθώς ο θεατής μένει να βλέπει αυτά ακριβώς που γνωρίζει ότι θα συμβούν. Ετσι, βέβαια, ανενόχλητος, έχει και μεγαλύτερη άνεση ν’ απολαύσει τον Κρίστιαν Μπέιλ σ’ έναν από τους ωραιότερους ρόλους του.