Πώς τα βγάζει πέρα ο πατέρας τους; Μετά από την κηδεία της μητέρας τους, έχει απομονωθεί κι εμφανίζεται μόνο όταν χρειάζεται χρήματα (δηλαδή, συχνά). O πιο ευκολόπιστος Τζεφ κι η καχύποπτη, πραγματίστρια μεγάλη αδελφή του Εμιλι αποφασίζουν να πάρουν μια μέρα off από τις πιεστικές ζωές τους και να οδηγήσουν στο πατρικό στο Νιου Τζέρσεϊ για να τσεκάρουν. Είναι πράγματι σε τόσο τραγική οικονομική κατάσταση, έπεσε ο πίσω τοίχος από την υγρασία; Ή, αυτό που φοράει είναι αυθεντικό Rolex;
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, μία κλασάτη παγερή μητέρα περιμένει τις δύο κόρες της -την σφιγμένη, συντηρητική Τιμοθέα και την μικρότερη ρέμπελη Λίλιθ- για το ετήσιο ραντεβού τους για τσάι και συμπάθεια. Έτσι έχουν ρυθμίσει τις ζωές τους: βρίσκονται μία μέρα το χρόνο από κοντά, λένε τα νέα τους, επιστρέφουν στις ανεξάρτητες ζωές τους.
Παράλληλα στο Παρίσι, η Σκάι κι ο Μπίλι, δύο δίδυμα αδέλφια, συναντιούνται για μία άχαρη, επώδυνη διαδικασία: οι γονείς τους πέθαναν σ’ ένα δυστύχημα και τώρα πρέπει να αδειάσουν το διαμέρισμα που μεγάλωσαν για να πουληθεί. Κούτες, έπιπλα, ρούχα, φωτογραφίες, βινύλια, γράμματα - πόσα πράγματα μαζεύει κανείς στη ζωή του; Τι θα τα κάνουν τα παιδιά του;
Χρησιμοποιώντας την γνώριμη για εκείνον φόρμα της σπονδυλωτής ανθολογίας, ο Τζιμ Τζάρμους παρουσιάζει μία τρίπτυχη δραμεντί - τρεις μισάωρες ιστορίες, τρεις ξεχωριστές δυσλειτουργικές οικογένειες, σε τρεις διαφορετικές γωνιές του δυτικού κόσμου. Κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε (;) να σταθεί αυτόνομο - αν και υπάρχουν κοινά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που μοιάζουν περισσότερο σαν inside jokes του δαιμόνιου indie σκηνοθέτη: τα μέλη κάθε οικογένειας ντύνονται με ίδια χρώματα, αναρωτιούνται αν κανείς μπορεί να τσουγκρίσει με το νερό, χρησιμοποιούν την έκφραση «Bob’s your uncle» («κι όλα μέλι-γάλα»)) και, οδηγώντας, διασταυρώνονται με πιτσιρίκια skateboarders - ένα χιψτερικό μπαλέτο νιότης, που προσπερνά σε ποιητικό, συμβολικό slow motion τους μεσήλικους ήρωες και τα προβλήματά τους.
Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι χαμηλότονος, χαλαρός, ελάχιστα σημαντικά συμβαίνουν, ακόμα λιγότερα συζητιούνται. Τίποτα όμως δεν είναι απλό. Ούτε στην ουσία, ούτε στην κατασκευή. Η κάμερα του Τζάρμους στέκεται κι εστιάζει στη «μη δράση», στο ίδιο ύψος με τον άνθρωπο (τον παρατηρεί, αλλά δεν τον κρίνει) με μία σαφή αναφορά στο σινεμά του Γιασουτζίρο Οζου - κι εδώ, όλα κρύβονται στις παύσεις, τα βλέμματα, τις καθημερινές χειρονομίες. Οι συγκρούσεις δεν ξεσπούν - υπονοούνται. Ο Τζάρμους καταγράφει την παραδοξότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την προβληματική ισχυρή δυναμική ανάμεσα σε παιδιά και γονείς, τα κενά επικοινωνίας, τις φορσέ ευγένειες, τις σιωπές. Μελετημένα, με τους σήμα-κατατεθέν ιδιοσυγκρασιακούς του διαλόγους (πάνω στο τίποτα), το διαβόητο μαύρο χιούμορ του, αλλά και με τρυφερότητα, απαλότητα, καλοσύνη, κατανόηση. Με την αποδοχή, τη γαλήνη που φέρνει η ωριμότητα.
Οικογένειες - αυτοί οι άγνωστοι άνθρωποι που μοιραζόμαστε το DNA μας. Αυτοί που μάς έδωσαν ζωή και μας την παίρνουν καθημερινά με τους χειρισμούς τους. Αυτοί που αγαπάμε αδιαφιλονίκητα, με όλες τις ρωγμές μας, γιατί… “Bob’s your uncle”.
Υπάρχει μια λιτότητα, μια μεστή καθαρότητα στην ταινία, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί κινηματογραφικά. Ο Τζάρμους έχει μελετήσει ισορροπίες και λεπτομέρειες στο στήσιμο των κάδρων, έχει στηριχθεί στους δύο DP του για την επίτευξη αυτής της φαινομενικά cool ατμόσφαιρας και της «αραχτής» αισθητικής (ο Φρέντερικ Ελμς φώτισε το κεφάλαιο του «Πατέρα», ο Γιορίκ Λε Σο την παστέλ παλέτα της «Μητέρας» και την Παριζιάνικη μελαγχολία των δίδυμων αδελφών) και στον μοντέρ του Αφόνσο Κονκάλβες για την υγρή, υποβόσκουσα ένταση, τις κωμικές ταραγμένες αμηχανίες.
Εχει ένα καστ - τόσο διαφορετικό, τόσο πολυσυλλεκτικό, τόσο συντονισμένο στη μοναδική μουσική συχνότητα του σινεμά του. Ηθοποιοί που παίζουν κόντρα ρόλους (η Μπλάνσετ ως δύσκαμπτη, κλειδωμένη κόρη, ο Ντράιβερ ως άβουλος, βολικός γιος) ή τόσο κοντά στις μυθικές τους περσόνες (η Σάρλοτ Ράμπλινγκ μία απαράμιλλη ice Queen, ο Τομ Γουέιτς ένας γοητευτικός αλητάμπουρας) αλλά στην ουσία λειτουργούν ως καλοκουρδισμένη χορωδία αρμονιών.
Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία του 2025. Είναι η πιο σπουδαία ταινία του Τζάρμους; Ισως όχι. Σίγουρα όμως είναι η πιο ώριμη, η πιο καλοκουρδισμένη. Μία «μικρή» ταινία καταφέρνει να πει (ή να μην τα πει και να μάς κάνει απλώς να τα νιώσουμε) τα μεγάλα, τα σημαντικά, τα σπουδαία.
Τα τόσο δύσκολα, τα τόσο οικεία. Οσο το «Spooky» με τη φωνή της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, δυναμώνει την ένταση στους τίτλους τέλους, χαμογελάμε, βουρκώνουμε, νιώθουμε τα χέρια του Τζάρμους να μάς τυλίγουν με μία ζεστή κουβερτούλα. Γιατί αυτό που αντικατοπτρίζεται απέναντι στη μεγάλη οθόνη, είναι γνώριμο, είναι μέσα μας. Κι ο Τζάρμους δεν το κρίνει, του κλείνει το μάτι.
Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές ή ανταγωνιστές. Δεν υπάρχουν υγιείς οικογένειες, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς, ή παιδιά χωρίς τραύματα. Είμαστε όλοι broken, είμαστε όλοι fucked up, είμαστε όλοι ναυάγια. Αλλά στο τέλος της μέρας, μάς αξίζει να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Και Bob's your uncle.

