Σε όλη τη διάρκεια του «Μετανιώνοντας για Σένα» αναρωτιέσαι μήπως η ταινία του Τζος Μπουν είχε γυριστεί σε μια άλλη εποχή (π.χ στις αρχές των 90s) και από λάθος κάποιος την ανακάλυψε εν έτει 2025 και αποφάσισε να τη βγάλει στο σινεμά. Έχετε δίκιο, δεν θα μπορούσε, καθώς το ομότιτλο best seller στο οποιό βασίζεται κυκλοφόρησε το 2019 και το υπογράφει η Κόλιν Χούβερ, συγγραφέας και του «Τελειώνει με Εμάς» και κάπου εκεί ας τελειώνουμε κι εμείς…

Με μικρότερο κρίμα το πόσο ξεπερασμένο μοιάζει, το «Μετανιώνοντας για Σένα» είναι μια ταινία που δεν πιστεύεις ότι υπάρχει, ακριβώς γιατί δεν μπορείς να πιστέψεις ότι υπάρχει.

Δεν είναι μόνο η αφόρητα «white» αισθητική της που κάποτε κατοικούσε μόνο σε τηλεταινίες του Lifetime (κανάλι στην Αμερική διάσημο για τα δραματικορομαντικά rom-com για όλη την «λευκή» οικογένεια), ούτε τα κλισέ που μοιάζουν να έρχονται από μια τεράστια παράδοση «στρογγυλεμένου» plot line το οποιό μη και ξεφύγει μια ίντσα πιο κει από το επιτρεπτό επιστρέφει τιμωρημένο για μια ακόμη αποκομιδή όγκου κλισέ που πίστευες ότι είχαν χαθεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου.

Είναι η γενικότερη αίσθηση μιας ταινίας που προκαλεί τα συναισθήματα, ακριβώς επειδή μπορεί. Με τον πιο εύκολο, βολικό (για την έννοια της αφήγησης) και «φτηνό» τρόπο, αφού η εμπλοκή του θεατή είναι άμεση - φυσικά - και τα προβλήματα/διλήμματα που ταλανίζουν τους ήρωες γίνονται δικά σου πριν καλά καλά το καταλάβεις.

[spoiler alert: από δω και κάτω μπορεί να μάθετε πράγματα για την υπόθεση της ταινίας που ίσως δεν θέλετε]

Εντάξει, δεν είσαι απαραίτητα μια 40άρα μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού, παντρεμένη από τα 20 με τον ίδιο σύζυγο που όταν πεθαίνει σε δυστύχημα μαζί με την αδελφή σου συνειδητοποιείς ότι σε απατούσε μαζί της και όλη σου η ζωή ήταν ένα ψέμα. Αλλά σχεδόν η παραπάνω περιγραφή δεν ταιριάζει ούτε στην πρωταγωνίστρια της ταινίας που ερμηνεύει (σαν να μην θέλει) η Αλισον Γουίλιαμς (που οι περισσότεροι γνωρίζουν από τα δύο «Megan») σε έναν διαρκώς ανοιχτό διάλογο με την κόρη της (την υποδύεται η Μακένα Γκρέις του «Handmaid’s Tale»). Δίπολο μάνας - κόρης δηλαδή που εξερευνά την ταυτόχρονονη ενηλικίωση και των δύο, αφού η κόρη θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της ακριβώς πάνω στο πένθος για τον πατέρα της και η μητέρα θα πάψει να είναι η «προβλέψιμη» νοικοκυρά που όλοι θαύμαζαν, σε μια «αποκάλυψη τώρα» που θα συμπεριλάβει και τον έρωτα που απαρνήθηκε μικρή για να πάει με τον άπιστο - και τώρα νεκρό σύζυγό και πατέρα του παιδιού της.

Η ίντριγκα γίνεται ακόμη πιο sensational (καμία μετάφραση αφού η λέξη αυτή περιγράφει αυτούσια όλη την ταινία), αλλά αυτό αφορά ως spoiler μόνο όποιον θα αντέξει να συνεχίσει να παρακολουθεί τις περιπέτειες των δύο γυναικών. Σε ένα φιλμ που υπογράφει ο σκηνοθέτης του «Το Λάθος Αστέρι» - λάθος δηλαδή ήδη από τη σύλληψη της σύνθεσης αυτού του σκηνοθέτη με αυτό το πρωτότυπο υλικό, αφού το αποτέλεσμα μοιάζει με κάτι που δεν θέλει να σε στεναχωρήσει και πάρα πολύ (παρόλο που μιλάει για μια ανείπωτη τραγωδία) και έτσι διαθέτει ξεσπάσματα χιούμορ, γκάφας και εφηβικών ορμών, ακριβώς τις πιο λάθος στιγμές.

Στην υπεραναλυτική του αφήγηση που χωράνε τουλάχιστον τρία επεισόδια μιας σειράς, θα βρεις όλα αυτά που κάνουν μια ταινία «παράδειγμα προς αποφυγή», ειδικά στην εποχή μας, καθώς το νιώθεις πως όλα όσα συμβαίνουν χτυπάνε πάνω σε προκαταλήψεις που προσπαθούμε εδώ και δεκαετίες να νικήσουμε, μια οπτική πάνω στη γυναίκα που μοιάζει (φεύ, δεν είναι) στραμμένη προς την αυτοδιάθεση της και κυρίως μια αφηγηματική γραφή που χρησιμοποιεί τη μελοδραματική (κι αυτή ούτε με γνώση και τεχνική) επίκληση στο συναίσθημα για να δημιουργήσει - ο Θεός να τα κάνει - λογοτεχνικά και κινηματογραφικά best seller μαζικής κατανάλωσης.

Το ότι ο Σκοτ Ιστγουντ επίσης σκοτώνεται επίσης στην αρχή της ταινίας, αρκεί για να την απορρίψεις συλλήβδην.