Από τη στιγμή που ο Γιαν Κόμασα, ο σκηνοθέτης πίσω από το «Corpus Christi» και το «Suicide Room», ανακοίνωσε πως ετοιμάζει μια αγγλόφωνη ταινία για την Αμερική του σήμερα, οι προσδοκίες ανέβηκαν στα ύψη. Η «Επέτειος» ακουγόταν σαν κάτι μεγάλο, σαν ένα πολιτικό ψυχολογικό θρίλερ που θα καθρεφτίζει την ραγισμένη αμερικανική κοινωνία μέσα από μια οικογενειακή γιορτή κι ενώ η ιδέα είναι όντως δυνατή, το αποτέλεσμα... μένει κάπου στη μέση. Ενδιαφέρον στη σύλληψη, όχι τόσο στη δύναμη της εκτέλεσης.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την Eλεν και τον Πολ, ένα ζευγάρι που γιορτάζει την 25η επέτειο του γάμου του σε μια εποχή πολιτικής αστάθειας. Στο φόντο, ένα νεοπαγές κίνημα με το όνομα «Η Αλλαγή» εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα, υποσχόμενο μια νέα τάξη πραγμάτων, μα αποπνέοντας κάτι σκοτεινά απολυταρχικό. Καθώς η βραδιά εξελίσσεται, το γλέντι μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο αντιπαράθεσης, αποκαλύπτοντας φόβους, ενοχές και πολιτικές ρωγμές που διαπερνούν όχι μόνο την οικογένεια, αλλά και την ίδια την κοινωνία.

Ο Κόμασα σκηνοθετεί με γνώριμη ένταση και καθαρό μάτι για τη λεπτομέρεια. Η κάμερα συχνά κινείται αργά, εστιάζοντας στα βλέμματα και στα μικρά σπασίματα του προσώπου, σαν να προσπαθεί να διαβάσει την εσωτερική διάβρωση που γεννά ο φόβος και η δυσπιστία. Η φωτογραφία του Πιότρ Σομποτσίνσκι Τζούνιορ, ψυχρή και κορεσμένη, αποτυπώνει όμορφα την αίσθηση εγκλεισμού, ενώ οι σκιές και οι αντανακλάσεις λειτουργούν σαν μεταφορές του ηθικού θολώματος των ηρώων. Παρ’ όλα αυτά, ο ρυθμός της ταινίας δεν είναι σταθερός, με την ένταση να χτίζεται αργά, αλλά ξεφουσκώνει προτού κορυφωθεί και σε κάποιες στιγμές η σκηνοθεσία δείχνει διστακτική, λες και δεν αποφασίζει αν θέλει να είναι οικογενειακό δράμα ή πολιτικό θρίλερ.

Το σενάριο, γραμμένο από τη Λόρι Ροζίν-Γκαμπίνο σε συνεργασία με τον ίδιο τον Κόμασα, στηρίζεται σε μια δυνατή ιδέα, τη σύνδεση της προσωπικής κατάρρευσης με την κοινωνική, αλλά το αποτέλεσμα είναι άνισο. Οι διάλογοι έχουν στιγμές έντασης, αλλά συχνά γίνονται ρητορικοί, σαν να εξηγούν τα νοήματα αντί να τα αφήνουν να ξεδιπλωθούν, ενώ οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο βάθος, με την οικογένεια λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο παρά ως σύνολο αληθινών ανθρώπων. Ετσι, όταν το «Η Αλλαγή» αρχίζει να εισβάλλει στην ιδιωτική τους ζωή, η σύγκρουση μοιάζει περισσότερο ιδεολογική παρά ψυχολογική.

Τα πολιτικά μηνύματα είναι σαφή αλλά όχι πάντα πειστικά. Ο Κόμασα θέλει να μιλήσει για την άνοδο του φασισμού, την απώλεια της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, και τη μετατροπή του φόβου σε εργαλείο εξουσίας, όμως η ταινία μένει πιο πολύ στο επίπεδο της αλληγορίας, χωρίς να καταφέρνει να αγγίξει το πραγματικό βάθος αυτής της απειλής. Εκεί όπου θα μπορούσε να χτυπήσει νεύρο, στην καρδιά μιας κοινωνίας που παρακολουθεί αδιάφορη τον εκφασισμό της, μένει να υπαινίσσεται αντί να καταγγέλλει.

Στις ερμηνείες, η Νταϊάν Λέιν κρατάει την ταινία με μια ήρεμη, αλλά γεμάτη ένταση παρουσία, ενώ ο Κάιλ Τσάντλερ αποδίδει έναν άνδρα διχασμένο ανάμεσα στην πίστη του και τον φόβο της απώλειας και η Φίμπι Ντάινεβορ ξεχωρίζει με έναν πιο νευρικό, αβέβαιο ρόλο, εκπροσωπώντας τη νέα γενιά που ασφυκτιά ανάμεσα στην οργή και τη σύγχυση. Ολοι υπηρετούν σωστά την ιδέα του σκηνοθέτη, όμως κανείς δεν καταφέρνει να χαράξει μια ερμηνεία που θα σου μείνει χαραγμένη στη μνήμη.

Η «Επέτειος» είναι μια ταινία με φιλοδοξίες, αλλά χωρίς το εκτόπισμα να τις στηρίξει. Ο Κόμασα δείχνει ότι κατανοεί τον φόβο και τη σύγχυση της σημερινής Αμερικής, αλλά και ολόκληρου του κόσμου πλέον, όμως η ματιά του μένει εγκλωβισμένη σε έναν συμβολισμό που δεν μεταφράζεται πάντα σε ουσιαστικό σινεμά. Υπάρχουν σκηνές που λειτουργούν θαυμάσια, αλλά το σύνολο αφήνει την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας. Μια ταινία που ήθελε πολύ να είναι καθρέφτης της τωρινής εποχής και πολιτικής αστάθειας που διανύουμε, αλλά τελικά μοιάζει περισσότερο με αντανάκλαση που θολώνει όσο περισσότερο την κοιτάς.