Ο ομοφυλόφιλος Λουίς Μολίνα και ο πολιτικός κρατούμενος Βαλεντίν Αρεγουί δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί, αλλά θα αναγκαστούν να μοιραστούν και να συνυπάρξουν στο ίδιο κελί σε μια φυλακή του Μπουένος Αϊρες στα μέσα της ταραγμένης για τη χώρα δεκαετίας του ’70. Ο Μολίνα ζει σε έναν technicolor κόσμο φτιαγμένο από κινηματογραφικές ταινίες που λειτουργούν ως φυγή από την πραγματικότητα και ο Βαλεντίν ζει μέσα στο ζοφερό σύμπαν μιας ιδεατής επανάστασης που φιλοδοξεί να ανατρέψει τη δικτατορία. Οι δύο διαφορετικοί κόσμοι τους θα συναντηθούν, καθώς μαζί θα ανακαλύψουν ο ένας τα ιδανικά, τα θέλω και τα όνειρα του άλλου, θα δουν τη σχέση τους να γεννιέται δειλά και να δοκιμάζεται, καθώς θα ανακαλύπτουν ανομολόγητα μυστικά αλλά και σημεία του εαυτού τους που μέχρι τότε δεν ήξεραν καν ότι υπάρχουν.

Γραμμένο το 1976 από τον Αργεντίνο Μανουέλ Πούιγκ, το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» αποτελείται στην ουσία από ένα συνδυασμό ενός μακροσκελούς διαλόγου και κρατικών αρχείων, ένα μείγμα παρόμοιο με αυτό που κατοικεί στο σύμπαν του Μολίνα κάπου ανάμεσα στην (σκληρή) πραγματικότητα και την (ακόμη πιο σκληρή) φαντασία. Πίσω από τις λέξεις, τις ταινίες που αναφέρονται (φανερά ή μόνο για αυστηρά σινεφίλ) και την πανταχού παρούσα φιγούρα της «Γυναίκας Αράχνης» - στο ρόλο της γυναίκας που «υποδύεται» όλους τους γυναικείους ρόλους που αναφέρονται από τους δύο άντρες - το τολμηρό ανάγνωσμα του Πούιγκ τόλμησε να μιλήσει ιστορικά για τη χώρα του, μέσα από μια εξερεύνηση και επανατοποθέτηση της έννοιας του ανδρισμού, αλλά την ίδια στιγμή και αυτής ενός - αν και αντιηρωικού - ηρωισμού.

Η επιτυχία του βιβλίου γέννησε ένα θεατρικό έργο και στη συνέχεια, το 1985 μια κινηματογραφική ταινία που γνώρισε τεράστια επιτυχία, σε σκηνοθεσία του Εκτορ Μπαμπένκο με πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Γουίλιαμ Χαρτ και Ραούλ Τζούλια με τον πρώτο να κερδίζει δικαιωματικά βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και ένα από τα πιο εμβληματικά Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου της ιστορίας.

Το 1993, το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» διασκευάστηκε ξανά, αυτή τη φορά ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ σε μουσική του Τζον Κάντερ, στίχους του Φρεντ Εμπ και λιμπρέτο του Τέρενς ΜακΝάλι, κερδίζοντας 7 θεατρικά βραβεία Tony και μια θέση στη μεγάλη συνέχεια των αποτυπώσεων μιας τελικά - απ' ότι φάνηκε - «κλασικής» ιστορίας.

Ο Μπιλ Κόντον, υπεύθυνος για φαντασμαγορικές αλλά και με σπουδή μεταφορές θεατρικών μιούζικαλ στη μεγάλη οθόνη («Chicago», «The Greatest Showman», «Beauty and the Beast») αλλά και αριστοτεχνικές μικρότερες ταινίες όπως το «Θεοί και Δαίμονες» και το «Mr. Holmes», μεταφέρει το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ στο σινεμά, συνδυάζοντας εδώ λες τις δύο αυτές πλευρές του: αυτή των κλασικών μιούζικαλ με τις bigger than life ιστορίες και τις εξωπραγματικές χρωματικές παλέτες και αυτή των μικρότερων ιστοριών που με τον δικό του τρόπο μιλούν με queer ευαισθησία σχεδόν πάντα για τη μοναξιά, το ανέφικτο, τα προδομένα όνειρα και τη μοναδική οδό για την επιβίωση που είναι η ανθρώπινη επαφή.

Eτσι, το δικό του «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» είναι ένα δράμα φυλακών όσο διαδραματίζεται μέσα στο κελί του Μολίνα και του Βαλεντίν και ένα technicolor απαστράπτον μιούζικαλ όταν «ταξιδεύει» στις αφηγήσεις του Μολίνα. Οι δύο αυτοί κόσμοι θεωρητικά οφείλουν να είναι σχεδόν στα όρια της σύγκρουσης, δίνοντας το στίγμα μιας αντίθεσης «πολιτικής», με το σινεμά (την Τέχνη) να είναι ο μόνος τρόπος δια-φυγής από την ανθρώπινη απαξίωση και τα βασανιστήρια ενός απολυταρχικού καθεστώτος που φυλακίζει ανθρώπους για το σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή τις ιδέες τους - και οι δύο εξίσου σοβαροί λόγοι για να συνεχίζει ο κόσμος να αγωνίζεται στους δρόμους και παντού.

Στο δράμα που εξελίσσεται στις φυλακές έχουμε δύο ηθοποιούς (ο Τόνατιου, o queer νέος σταρ της Αμερικής, γιος Μεξικανών μεταναστών σε ένα tour de force από τα λίγα των τελευταίων χρόνων και ο αγαπημένος Ντιέγκο Λούνα με την ωριμότητα των χρόνων του) που όχι μόνο κάνουν θαύματα, αλλά καταφέρνουν (τουλάχιστον για όσους δεν θα ξεχάσουν ποτέ τον Γουίλιαμ Χαρτ και τον Ραούλ Τζούλια στην ταινία του Εκτορ Μπαμπένκο) να ξεφύγουν από την εικονογράφηση των προκατόχων τους και να δημιουργήσουν ένα ζευγάρι που συγκινεί και κυρίως - μέσα από την βαθιά ανθρώπινη ματιά του Κόντον - μετακινεί συνειδήσεις.

Στο technicolor μιούζικαλ που ξεφεύγουμε συχνά πυκνά μέσα στην ταινία - γεννημένο στην φαντασία του Μολίνα και στην πραγματικότητα με σκηνές που δημιουργούν αναλογίες με τη σχέση του με τον Βαλεντίν - η σταρ είναι η Λούνα, μια Λατίνα ηθοποιός «που δεν απαρνήθηκε ποτέ την καταγωγή της» και που στην «ωραιότερη χολιγουντιανή ταινία» (κατά τον Μολίνα) υποδύεται την ηρωίδα Ορόρα αλλά και την θρυλική Γυναίκα - Αράχνη. Εδώ κατοικούν τα πνεύματα του Βινσέντε Μινέλι (κυρίως το βαθύ κόκκινο του «Band Wagon») και του Μπόμπ Φόσι (στη χορογραφία και σκηνές φόρους - τιμής), εδώ κατοικούν και τα βραβευμένα (όχι σπουδαία) τραγούδια του μιούζικαλ (τα αντίστοιχα της φυλακής έχουν αφαιρεθεί), εδώ και μια Τζένιφερ Λόπεζ σε διπλό (τριπλό;) ρόλο που έμοιαζε από καιρό έτοιμη να παίξει.

Οι δύο αυτοί διακριτοί κόσμοι εναλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο που εναλλάσσονται οι συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο ήρωες. Ή περίπου, καθώς τα δύο σύμπαντα της ταινίας δεν μοιάζουν να συναντιούνται πουθενά, ηθελημένα ή όχι, πάντως σε μια διχοτόμηση που μοιάζει πληγώνει συναισθηματικά την ταινία. Κάθε φορά που η δράση επιστρέφει στη φυλακή, μοιάζει σαν να επιστρέφει - τι ειρωνία! - στην πραγματικά «πολύχρωμη» διάσταση της ιστορίας, ενώ η «φυγή» προς το μιούζικαλ δεν είναι απαραίτητα μια ανάγκη που γεννιέται και στον θεατή, εκτός από τους ήρωες της ταινίας - όπως θα ήταν το αναμενόμενο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πραγματικά μοντέρνα απόχρωση της ταινίας που - επιτέλους εν έτει 2025 - μπορεί να μιλήσει επιτέλους για την πραγματική επανάσταση που δεν είναι άλλη παρά αυτή των «σωμάτων» (εδώ και οι θα μπορούσαν και περισσότερο σωματικές ερμηνείες των Τονάτιου και Ντιέγκο Λούνα που δικαιώνουν απόλυτα την επιλογή τους) σε αντίθεση, για παράδειγμα με την ταινία του 1983 που απλά ψέλλιζε (και ίσως και στα όρια του γραφικού) έννοιες όπως το «drag» ή το «τρανσ-». Σε διαρκή παλινδρόμηση, όλα τα υπέροχα που η ταινία λέει με τον πιο κινηματογραφικό τρόπο έρχονται και φεύγουν, σε ένα, στα χαρτιά και στις νότες, μανιφέστο αυτοδιάθεσης που όμως παραμένει αποστασιοποιημένο, τόσο στη «χορογραφία» του όσο και γενικά σε όσα τραγουδάει. Ας θεωρήσουμε ότι ηθελημένα παραμένει πιο «μιούζικαλ» στις ήσυχες στιγμές του, με μια εσωτερική μουσική που οδηγεί τους ήρωες του σε μια λύτρωση, όπως και το ότι η επιλογή μιας όχι ακριβώς τελικά σαρωτικής Τζένιφερ Λόπεζ ήταν άποψη για να αφήσει τις μεγάλες σκηνές για την πρόζα και ένα δάκρυ, το πιο «πολιτικό» που έχυσε ποτέ ο Βαλεντίν και μια χώρα ολόκληρη σε μια μεγάλη πορεία προς την ελευθερία.