«Δεν ξέρεις από που μπορεί να σε βρει το κακό σ' αυτή τη χώρα. Ποτέ δε θα γυρίσω πίσω!» Ο πατέρας του και ο αδελφός του είναι στη φυλακή - η Δικτατορία τους καταδίκασε ως Κομμουνιστές. Για αυτό ο Στέλιος το 'σκασε από την Ελλάδα, έφυγε από το χωριό του για να κυνηγήσει την τύχη του στην ξενιτιά. Κατέφυγε στη Στοκχόλμη, δίπλα στον αδελφό του πατέρα του που δουλεύει λαντζέρης σ' ένα μπαρ εστιατόριο. Μένουν στο διαμέρισμα μίας εργατικής κατοικίας με 3 ακόμα Ελληνες συγκάτοικους - ο καθένας έχει την ιστορία του.
Ο Στέλιος προσπαθεί να αφομοιωθεί στην νέα του χώρα, να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία, να πιάσει μια καλή δουλειά. Τα απογεύματα πάει σχολείο. «Με λένε Στέλιο» έμαθε να λέει στα Σουηδικά. Είναι κι ομορφόπαιδο, οπότε η αφεντικίνα τον φέρνει μπροστά στο μπαρ να φτιάχνει ποτά και καφέδες. «Θα κάτσεις στη χοντρή;» τον πειράζει όλο ζήλεια ο μπάρμπας του, ο οποίος παρέμεινε στη λάντζα, ακόμα κι αν του έχει φάει αυτό το πόστο τη ζωή ως το κόκκαλο. Κυριολεκτικά: το έκζεμα του ροκανίζει το δέρμα και τις αντοχές. Ομως εκείνος δεν είναι πια νέος, γόης. Δεν κάθεται καμία στο φλερτ του (όλοι οι Ελληνες μετανάστες κυνηγούσαν στα 70ς μια Σουηδέζα νύφη - θα διευκόλυνε τη γραφειοκρατεία για την άδεια παραμονής τους). Ούτε η «χοντρή». Το μόνο που του έχει απομείνει είναι ο καημός για την πατρίδα. Και τον πνίγει κάθε βράδυ στο αλκοόλ.
Ο Στέλιος βλέπει στο θειό του το μέλλον που πρέπει να αποφύγει. Στους συγκατοίκους του, το παρόν από το οποίο πρέπει να δραπετεύσει. Οι μόνοι που πιάνουν την καλή είναι όσοι «δεν έχουν τσίπα». Μπλέκουν με βρωμοδουλειές κι αν έχουν τύχη δεν βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας, αλλά με σπίτι και αμάξι. Πάντως, όλοι είναι εγκλωβισμένοι σε μία περιθωριοποίηση, αποξένωση, έναν ανομολόγητο ταξικό διαχωρισμό - έναν «πολιτισμένο» ρατσισμό. Οι Σουηδοί τους προσφέρουν εργασία, υπόσχονται πρόοδο - αλλά μέχρι ένα σημείο. Δεν υπάρχουν στ' αλήθεια ίσες ευκαιρίες - ούτε στη δουλειά, ούτε στη γειτονία, ούτε στον έρωτα. Η υπόσχεση μίας νέας αρχής αποδεικνύεται πλάνη. Οπως και η ελευθερία στις σχέσεις σε μια χώρα που οι γυναίκες είναι πολύ πιο ανοιχτές, κρύβει εγκατάλειψη, παγωμάρα, βαθιά μοναξιά.
Πατώντας στο βιβλίο «Μετανάστες» του Θοδωρή Καλλιφατίδη (μια από τις πιο αυθεντικές απεικονίσεις της εμπειρίας της μετανάστευσης στη Στοκχόλμη των 60ς και 70ς), ο Γιόχαν Μπέργκενστραλε σκηνοθετεί ένα κοινωνικό δράμα για την αναζήτηση νέας ζωής, νέας πατρίδας, νέας ταυτότητας. Με ένα ερωτηματικό: το «νέα» σημαίνει και «καλύτερη»;
Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς και την άμεση, κοφτερή γλώσσα του Καλλιφατίδη, ο Μπέργκενστραλε επιτυγχάνει ένα ντοκιμαντερίστικο, «κασαβετικό» αποτέλεσμα. Ομως, το cinema vérité που καταγράφει με ωμό νατουραλισμό την καθημερινότητα, εναλλάσσεται και με σκηνές κινηματογραφικού λυρισμού - ακόμα κι ένα καινούργιο κρεβάτι με σούστες, όπου ο Στέλιος θα απλώσει στη μέση μιας αυλής για ένα τσιγάρο και μισό όνειρο ότι «έπιασε» την καλή κι η τύχη του θα αλλάξει, μπορεί να μοιάζει με μια κλεμμένη στιγμή ποίησης. Τολμηρά σουρεαλιστικές και οι σεκάνς των σεξουαλικών φαντασιώσεων: τα γυμνά ξένα κορίτσια που υπόσχονται ελεύθερα την ηδονή, έρχονται σε αντίστιξη με το γυμνόστηθο Μαράκι, την Ελληνοπούλα του διαμερίσματος, που ματώνει τα χέρια της καρικώνοντας υπομονετικά αντρικά σακάκια.
Εξαιρετική η μουσική επένδυση - ένα ατμοσφαρικό τζαζ σκορ (ο Μπενγκτ Εντριντ άλλωστε ήταν πρωτεργάτης της 60ς σουηδικής τζαζ) που ξεπερνά την εικόνα, την μικροκοινωνία των εξορισμένων Ελλήνων, την ιστορία του Στέλιου. Η θλίψη του σαξόφωνου, το μελαγχολικό πιανάκι όλα συνηγορούν στο να κάνουν το δράμα της οθόνης οικουμενικό, και δυστυχώς, διαχρονικό. Ο ξένος παραμένει πάντα ξένος. Απόκληρος της παλιάς, ανεπιθύμητος της νέας πατρίδας. «Να μη ξέρει από που θα τον βρει το κακό», έτσι κι αλλιώς. Γιατί το κακό δε γνωρίζει από γεωγραφία.

 
          
        
