Το φιλμ της Νάνσι Μπουίρσκι ξεκινά με την επισήμανση ότι, στο παρελθόν της Αμερικής, ο αριθμός των μαύρων γυναικών που υπήρξαν θύματα βιασμού από λευκούς άνδρες είναι αποστομωτικός. Από φόβο για την ζωή τους, μόνο ελάχιστες από αυτές δημοσιοποίησαν την ιστορία τους. Μόνο τα λεγόμενα «race films», ταινίες από μαύρους σκηνοθέτες που απευθύνονταν στο μαύρο κοινό (και τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν δυσεύρετα), προσπάθησαν να αφηγηθούν με καθαρή ματιά αυτό που ολόκληρη η λευκή κοινότητα αρνούταν να παραδεχτεί.
Ο βιασμός της Ρέσι Τέιλορ την 3η Οκτωβρίου του 1944 στο Αμπεβιλ της Αλαμπάμα από έξι λευκούς νεαρούς άνδρες (η επίσημη εκδοχή της εποχής ήταν πως ήταν απλά έξι «αγόρια») ήταν μια τέτοια ιστορία. Το έγκλημα συνέβη νωρίς το βράδυ, όταν η Ρέσι γύριζε από την εκκλησία στο παιδί και τον άντρα της. Υπό την απειλή όπλου, αναγκάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο που την οδήγησε στο σημείο του ομαδικού βιασμού. Οταν αυτός τελείωσε, κανονικά θα τελείωνε και η οποιαδήποτε επίσημη αναφορά του γεγονότος.
Ομως η Ρέσι αποφάσισε να μιλήσει και να αναζητήσει την δικαίωσή της στο (λευκό) δικαστήριο, γεγονός που όχι μόνο έμελλε ιστορικά να σηματοδοτήσει την αρχή ενός ενεργότερου από ποτέ κοινωνικού κινήματος αλλά και να δώσει θάρρος σε άπειρες γυναίκες, ανάμεσά τους και της Ρόζα Σπαρκς της Εθνικής Ενωσης για την Πρόοδο των Εγχρωμων Ατόμων (NAACP), να μοιραστούν την δική τους ιστορία, οδηγώντας σταδιακά και καθοριστικά στο Μποϋκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερυ το 1955.
Είναι μια ιστορία με αναμφισβήτητα δύναμη, που γίνεται ακόμα εντονότερη από την αφήγηση των ανθρώπων που αναλαμβάνουν να την διηγηθούν. Τα αδέρφια της Ρέσι Τέιλορ που ζουν υπό το βάρος των αναμνήσεων («Είπαν ότι ήταν μια πόρνη. Δεν ήταν πόρνη, ήταν περισσότερο Χριστιανή από όλους μας»), σύγχρονοι ακαδημαϊκοί που αναλύουν την εποχή κάνοντας διαχρονικούς παραλληλισμούς («Δεν έβλεπαν την Ρέσι Τέιλορ, έβλεπαν όλα νόμιζαν για την Μαύρη Γυναίκα, ότι το σώμα της τους ανήκει»), τα αδέρφια των ανδρών που συμμετείχαν στο συμβάν και είδαν τους συγγενείς τους να πηγαίνουν στο πόλεμο, κρύβοντας πίσω από την ανδρεία τους οποιαδήποτε υπόνοια ανάρμοστης συμπεριφοράς απέναντι στο πρόσωπο της Ρέσι συμμετέχουν στην πραγματικότητα στη δημιουργία ενός πορτρέτου που ξεπερνά την ίδια την Ρέσι Τέιλορ.
Η Μπουίρσκι (σκηνοθέτης του «The Loving Story» αλλά και παραγωγός του «Loving» του Τζεφ Νίκολς) ντύνει τις αφηγήσεις τους με σκηνές από τα «race films» του παρελθόντος (από το «The Symbol of the Unconquered» του 1920 από τον Οσκαρ Μισόου μέχρι το «The Blood of Jesus» του 1941 από τον Σπένσερ Γουίλιαμς), ανάγοντας ουσιαστικά την Ρέσι σε σύμβολο ενός πλήθους γυναικών που βιώσαν παρόμοιες ιστορίες, ως κατάλοιπα της νοοτροπίας της σκλαβιάς που επέκτεινε την έννοια της ιδιοκτησίας ακόμα και πάνω στα σώματά τους. Οι υπόλοιπες αφηγηματικές επιλογές της δεν είναι το ίδιο επιτυχημένες, καθώς τα αλλεπάλληλα αιθέρια πανοραμικά πλάνα της περιοχής προκύπτουν γενικόλογα και η επαναλαμβανόμενη χρήση του «On the Nature of Daylight» του Μαξ Ρίχτερ ντύνει μελοδραματικά μια ιστορία που αναπνέει από μόνη της σκληρό ρεαλισμό, όμως οι μαρτυρίες των ίδιων των ανθρώπων και η εστίαση στην ειλικρίνεια των ματιών τους συγκρατούν την ένταση και την πυγμή του όλου φιλμ.
Ενταση την οποία ενισχύουν εκείνες οι μικρές «λεπτομέρειες» που σταδιακά αποκαλύπτουν έναν ολόκληρο κόσμο κρυφών πληγών που εκτίνονται μέχρι το σήμερα. Το γεγονός ότι ο σερίφης και η Ρέσι μοιράζονται το ίδιο επίθετο γιατί παλαιότερα υπήρξαν σκλάβοι της οικογένειάς του, οι πιέσεις για δίκαιη δίκη την στιγμή που το σώμα των ενόρκων αποτελούνταν αποκλειστικά από λευκούς άνδρες, ο ρόλος του μαύρου Τύπου και οι εκκλήσεις απλά για το αυτονόητο αλλά και ο δισταγμός κάθε λευκού άνδρα ομιλητή να αναγνωρίσει το συμβάν ρητά και κατηγορηματικά συμβάλλουν όλα στην εξιστόρηση μιας αφήγησης που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ανεξάρτητα από την επίσημη συγγνώμη της πολιτείας της Αλαμπάμα που εκδόθηκε μόλις το 2011.
«Επρεπε και οι δύο πλευρές να ηρεμήσουν» ομολογεί κάποια στιγμή ένας λευκός σύγχρονος ιστορικός της περιοχής, επιλέγοντας ακόμα και τώρα το μοίρασμα των ευθυνών αντί για την κατηγορηματική καταδίκη του εγκλήματος. Η Μπουίρσκι ωστόσο δε διστάζει να μοιράσει ευθύνες, ούτε προς την πλευρά που κάλυψε ως ήρωες πολέμου τους δράστες (ή συγκάλυψε τον θάνατό τους για να προχωρήσουν στη ζωή τους) αλλά ούτε και προς την αγωνιστική πλευρά, που εγκατέλειψε την Ρέσι Τέιλορ όταν έπαψε να αποτελεί σύμβολο για τον αγώνα τους, αναζητώντας την λειτουργική αντικαταστάτριά της. Κυρίως όμως, δε διστάζει να επεκτείνει τους παραλληλισμούς της μέχρι το σήμερα για να αποδείξει ότι η ιστορία της Ρέσι Τέιλορ είναι όχι απλά διαχρονική και δίχως οριστικό τέλος.Μιάμιση ώρα μετά, η ταινία κλείνει με την αφιέρωσή της στις αμέτρητες γυναίκες που οι ιστορίες τους δεν ακούστηκαν ποτέ. Και αυτή είναι τελικά η πραγματική της δύναμη.
Γιατί παρά τις όποιες ατυχείς επιλογές κυρίως όσον αφορά το ντύσιμο της αφήγησης, το «The Rape of Recy Taylor» προσθέτει μια απαραίτητα φωνή αλήθειας στη συλλογική άρνηση και δίνει ένα χρήσιμο μάθημα ιστορίας που η εφαρμογή του είναι πιο χρήσιμη από ποτέ. Η Ρέσι Τέιλορ είναι ακόμη εδώ. Και όπως λέει και ίδια «δεν μπορώ παρά να πω την αλήθεια».
Περισσότερες κριτικές από το 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
- Βενετία 2017: Η κόλαση είναι οι απρόσκλητοι επισκέπτες στο «Mother!» του Ντάρεν Αρονόφσκι
- Βενετία 2017: Το «Woodshock» των Κέιτ και Λόρα Μάλεβαϊ είναι ένα όνειρο πιο πεζό κι από την πραγματικότητα
- Βενετία 2017: Στο «Marvin» της Αν Φοντέν η από μηχανής Θεά είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ
- Βενετία 2017: Δράμα κι αλλο δράμα στο «Una Famiglia» του Σεμπαστιάνο Ρίζο
- Βενετία 2017: Πάνω σε «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» γράφει μόνο «Αριστούργημα»
- Βενετία 2017: Στο «Ex Libris: New York Public Library», ο Φρέντερικ Γουάιζμαν διαβάζει ανθρώπους
- Βενετία 2017: Στο «The Leisure Seeker», η Ελεν Μίρεν και ο Ντόναλντ Σάδερλαντ δίνουν νόημα εκεί που δεν υπάρχει
- Βενετία 2017: Στο «Victoria and Abdul» του Στίβεν Φρίαρς, η Βασίλισσα είναι γυμνή
- Βενετία 2017: Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν μας ξεναγεί σε ένα υπερβολικά γνώριμο «House by the Sea»
- Βενετία 2017: Το «Brawl in Cell Block 99» δεν χάνει τον ήρωά του μέσα στη γραφική βία των εικόνων του
- Βενετία 2017: Το «Foxtrot» επιβεβαιώνει πως οι μεγάλες ταινίες ξεκινούν την ώρα που τελειώνουν
- Βενετία 2017: Στο «Suburbicon» του Τζορτζ Κλούνεϊ όλα είναι λαμπερά, όμορφα, επιφανειακά
- Βενετία 2017: «No Date, No Signature» και ηθικά διλήμματα σε μια αστική Τεχεράνη
- Βενετία 2017: Το «Our Souls at Night» ποντάρει μόνο στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και την Τζέιν Φόντα
- Βενετία 2017: Το «Lean on Pete» του Αντριου Χέι έχει μια καρδιά τόσο μεγάλη όσο η ανοιχτή Αμερική
- Βενετία 2017: Το «Human Flow» είναι μια καταγραφή της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης, αλλά όχι απαραίτητα «μια ταινία του Αϊ Γουέιγουεϊ»
- Βενετία 2017: Μόνο υποκλίσεις και δάκρυα στο «The Shape of Water» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
- Βενετία 2017: Το «The Insult» του Ζιάντ Ντουεϊρί είναι ένα πολιτικό δράμα που δεν ξέρει τι σημαίνει λεπτότητα, ή μέτρο
- Βενετία 2017: Το «First Reformed» του Πολ Σρέιντερ αγαπά και το pulp και το grindhouse και το σινεμά του Μπρεσόν
- Βενετία 2017: Αποκρυπτογραφώντας το αινιγματικό σύμπαν του «Zama» της Λουκρέσια Μαρτέλ
- Βενετία 2017: Το «Downsizing» του Αλεξάντερ Πέιν πιστεύει στον άνθρωπο μέχρι το τέλος του κόσμου
- Βενετία 2017: Στο «Nico, 1988» η Τρίνε Ντίρχολμ δίνει την ερμηνεία της ζωής της