Ολοι γνωρίζουν (ή θα έπρεπε να γνωρίζουν) τη Νίκο των ένδοξων ημερών της συνεργασίας με τους Velvet Underground και τον Αντι Γουόρχολ, ελάχιστοι όμως έχουν ασχοληθεί με τα τελευταία χρόνια της ζωής και της καριέρας της, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό της το 1988 σε ηλικία μόλις 50 ετών. Σ΄αυτό το διάστημα είναι επικεντρωμένο, όπως εύγλωττα προδίδει ο τίτλος του, το «Nico, 1988», η ταινία της Ιταλίδας Σουζάνα Νικιαρέλι, με την οποία άνοιξε το παράλληλο διαγωνιστικό τμήμα των Οριζόντων στο φετινό 74ο φεστιβάλ Βενετίας.
Αν και ξεκινά με μια καθοριστικής σημασίας στιγμή για τη μετέπειτα ζωή της καλλιτέχνη, το βαμβαρδισμό του Βερολίνου κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον ήχο του οποίου προσπάθησε να αναπλάσει μουσικά σε όλη τη διάρκεια της σόλο καριέρας της (“ο ήχος της ήττας”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε), η ταινία βρίσκει την τραγουδίστρια στο Μάντσεστερ του 1985, πρόωρα γερασμένη, ηρωινομανή κι αποτραβηγμένη από όλους κι απ’ όλα, σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της, καλλιτεχνικά και προσωπικά. Με τη βοήθεα ενός εβραικής καταγωγής ιδιοκτήτη μιας παμπ κι επίδοξου μάνατζερ θα πραγματοποιήσει μια τελευταία περιοδεία σε όλη την Ευρώπη παρέα με μια ετερόκλητη ομάδα μουσικών και τεχνικών διάφορων εθνικοτήτηων, ενώ θα αποπειραθεί να επανενωθεί με το γιο της, την επιμέλεια του οποίου έχασε στα έξαλλα χρόνια των άγριων καταχρήσεων.
Εχοντας στα χέρια της ένα τόσο συναρπαστικό υλικό, τη ζωή και τα χρόνια της παρακμής μιας εμβληματικής μορφής της ποπ κουλτούρας, που επηρέασε όσο έλάχιστες όλες σχεδόν τις ανεξάρτητες, ροκ, indie και alternative τραγουδίστριες που ακολούθησαν, η Σουζάνα Σακιαρέλι θα μπορούσε να προσεγγίσει το θέμα της με περισσότερη πρωτοτυπία και δημιουργική τρέλα, αλλά στέκεται μάλλον αμήχανη μπροστά στο μύθο και παραδίδεται στην ασφάλεια ενός καλογυρισμένου, αλλά ανώδυνου τελικά biopic, το οποίο προσεγγίζει επιδερμικά όλες τις τραγωδίες της πολυτάραχης ζωής της Νίκο, χωρίς να εμβαθύνει ποτέ τελικά στο τι έκανε την περίπτωσή της τόσο ξεχωριστή και ιδιαίτερη. Ευτυχώς, όμως, έχει την οξυδέρκεια να μην παρουσιάσει τελικά μια αγιογραφία, αλλά παρουσιάζει τη Νίκο με όλα της τα ελαττώματα και τις αδυναμίες, ως μια γυναίκα που ακόμα και μια δεκαετία αργότερα στεκόταν η ίδια επικριτικά απέναντι στην όποια παρακαταθήκη της, δεν ηθελε να την αποκαλούν Νίκο, αλλά προτιμούσε να την προσφωνούν με το πραγματικό της όνομα (Κρίστα Πέφγκεν), ενώ δε σταματατούσε σε κάθε συνέντευξή της να λέει πως η ζωή της άρχισε μετά τους Velvet Underground και πως χαιρόταν που δεν είναι πλέον όμορφη γιατί στις μέρες της ομορφιάς της δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη.
«Εχω βρεθεί στην κορυφή κι έχω βρεθεί στον πάτο. Και τα δύο είναι κενά.», λέει σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας η Νίκο, ή μάλλον Κρίστα, κι αυτή η προσπάθεια νοηματοδότησης μιας πολυτάραχης ζωής και διεκδίκησης του χαμένου χρόνου θα εκδηλωθεί κυρίως με την απόπειρα της καλλιτέχνη να ανακτήσει τη σχέση της με τον αποξενωμένο γιο που απέκτησε με τον Αλέν Ντελόν, ο οποίος ουδέποτε αναγνώρισε το παιδί του και δεν αναφέρεται ονομαστικά στην ταινία προφανώς για νομικούς λόγους. Εκεί βρίσκεται και το πιο τρυφερό και συγκινητικό κομμάτι της ταινίας, καθώς βλέπουμε χωρίς μελοδραματισμούς και υπερβολικές κορυφώσεις δύο κατετραμμένους ανθρώπους να αποπειρώνται να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους. Αντίθετα, οι διάφορες υποπλοκές με τα μέλη της μπάντας και τα δικά τους προβλήματα περισσότερο αποπροσανατολίζουν το θεατή και αποδυναμώνουν την ταινία, παρά της προσφέρουν ένα ευρύτερο και πλουσιότερο αφημηματικό πλαίσιο.
Δείτε ακόμη: Sala Web 2017: Δείτε επιλεγμένες ταινίες από το Φεστιβάλ Βενετίας στο σπίτι σας!
Η Τρίνε Ντίρχολμ με τη σκηνοθέτη της, Σουζάνα Νικιαρέλι στα γυρίσματα της ταινίας
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας, ωστόσο, και ο λόγος που αξίζει τελικά μια θέση στην καρδιά και στη μνήμη είναι η σαρωτική ερμηνεία της Τρίνε Ντίρχολμ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Δανή ηθοποιός είναι γνωστή από πολλές σκανδιναδικές σειρές και ταινίες, κέρδισε μάλιστα πέρυσι το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Βερολίνο για το «Κοινόβιο» του Τόμας Βίντερμπεργκ, εδώ όμως πραγματοποιεί επιτέλους τη μεγάλη αποκάλυψη και παραδίδει την ερμηνεία της καριέρας της, προσδίδοντας στην ταινία βάθη κι επίπεδα συγκίνησης που η σκηνοθέτης ενδεχομένως να μην υπολόγιζε.
Η Ντίρχολμ, που ερμηνεύει η ίδια τα τραγούδια της ταινίας ως Νίκο, έχει πλήρη επίγνωση της βαρύτητας του ρόλου που υποδύεται, αλλά του προσδίδει μια σπαρακτική ανθρωπιά κι ευαισθησία, μετατρέποντάς τον σε ένα απτό, ευάλωτο, αντιφατικό κι εν τέλει συναρπαστικό άνθρωπο, θυμίζοντας την αντίστοιχη δουλειά της Μαριόν Κοτιγιάρ ως Εντίθ Πιαφ. Το δεκάλεπτο standing ovation στην επίσημη προβολή της ταινίας ήταν όλο δικό της.
Περισσότερες κριτικές από το 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
- Βενετία 2017: Το «Human Flow» είναι μια καταγραφή της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης, αλλά όχι απαραίτητα «μια ταινία του Αϊ Γουέιγουεϊ»
- Βενετία 2017: Μόνο υποκλίσεις και δάκρυα στο «The Shape of Water» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
- Βενετία 2017: Το «The Insult» του Ζιάντ Ντουεϊρί είναι ένα πολιτικό δράμα που δεν ξέρει τι σημαίνει λεπτότητα, ή μέτρο
- Βενετία 2017: Το «First Reformed» του Πολ Σρέιντερ αγαπά και το pulp και το grindhouse και το σινεμά του Μπρεσόν
- Βενετία 2017: Αποκρυπτογραφώντας το αινιγματικό σύμπαν του «Zama» της Λουκρέσια Μαρτέλ
- Βενετία 2017: Το «Downsizing» του Αλεξάντερ Πέιν πιστεύει στον άνθρωπο μέχρι το τέλος του κόσμου