Οι προβολές των ελληνικών ταινιών που συμπεριλήφθησαν φέτος στο 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκαν, επιβεβαιώνοντας αυτό που κάποιος μπορούσε να υποψιαστεί ήδη από την ημέρα της ανακοίνωσης του ελληνικού προγράμματος, πολύ πριν την έναρξη της διοργάνωσης.
Οι ελληνικές ταινίες που προβάλλονται στο Φεστιβάλ από την κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας και μετά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε ταινίες που φτάνουν στη Θεσσαλονίκη έχοντας ήδη ταξιδέψει στο εξωτερικό για να κάνουν την πανελλήνια πρεμιέρα τους είτε ως ειδικές προβολές είτε ως μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος και σε ταινίες που παίζονται για πρώτη φορά εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Οι δεύτερες είναι σαφές πως επιλέγονται με βάση την πρωτοτυπία τους, την ανεξάρτητη παραγωγή τους, την handmade αισθητική τους και συνήθως κινούνται κάπου ανάμεσα στο σινεμά είδους, τον πειραματισμό και την cult αύρα που οι περισσότερες από αυτές φέρουν ως σήμα κατατεθέν τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ταινίες αυτές προβάλλονται στη Θεσσαλονίκη και μετά εξαφανίζονται από προσώπου γης (τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων), ενώ ταυτόχρονα η πλειοψηφία τους είναι δείγματα ενός ερασιτεχνικού DIY σινεμά που μοιάζει ελπιδοφόρο το γεγονός ότι συνεχίζει να υπάρχει στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά απέχει έτη φωτός από τις πραγματικά καλές ταινίες που στοιχειοθετούν το νέο κύμα του ελληνικού σινεμά. Ταινίες, δηλαδή, οι οποίες καταφέρνουν να διασχίσουν τα σύνορα της χώρας, αφού πριν έχουν κατασκευαστεί με τα ίδια πενιχρά μέσα, αλλά με στάνταρντς επαγγελματισμού και πραγματικής κινηματογραφικής αισθητικής.
Το ερώτημα που θέσαμε στους εαυτούς μας ήδη από τις πρώτες προβολές των φετινών ταινιών του ελληνικού τμήματος ήταν το εξής: «Ποια θα ήταν τα συμπεράσματα που θα έβγαζε ένας ξένος δημοσιογράφος που βρίσκεται στο Φεστιβάλ και ορμώμενος από το hype του ελληνικού σινεμά παγκοσμίως θα επέλεγε να δει όλες τις ελληνικές ταινίες που συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμά του;»
Η απάντηση είναι εύκολη και συνοψίζεται στη διαπίστωση πως το ελληνικό σινεμά θα του φανεί σχιζοφρενικά δύο (εκ διαμέτρου αντίθετων μεταξύ τους) ταχυτήτων, σαν να μιλάμε για δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν συναντιούνται πουθενά παρά μόνο στη γλώσσα που μιλάνε.
Ηταν η ίδια απάντηση που έδωσε στο Flix ο Μπόιντ Βαν Χούι, κριτικός κινηματογράφου σε ευρωπαϊκό εδάφος του The Hollywood Reporter και συνεργάτης του IndieWire, του Cineuropa και άλλων μέσων με έδρα το Λουξεμβούργο και το Παρίσι, ο οποίος επισκέπτεται κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και φέτος ήταν μέλος της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI):
«Αν κάποιος ξένος δημοσιογράφος θέλει να παρακολουθήσει τις ελληνικές ταινίες που κυκλοφορούν όλο το χρόνο στα διεθνή φεστιβάλ, δεν μπορεί να τις βρει εδώ όλες. Για παράδειγμα το «September» που έκανε πρεμιέρα στο Κάρλοβι Βάρι δεν προβάλλεται εδώ. Είναι μια ταινία που έκανε πρεμιέρα τον Ιούλιο, είμαι ξένος δημοσιογράφος, δεν ήμουν στην Αθήνα που έκανε την ελληνική του πρεμιέρα, δεν την είδα στην αίθουσα γιατί και να ήθελα δεν θα είχε υπότιτλους, οπότε δεν έχω τρόπο να τη δω. Αν σαν Φεστιβάλ παρουσιάζεις την παραγωγή του ελληνικού σινεμά, πρέπει να το έχεις. Νομίζω ότι το Φεστιβάλ έχει την ευθύνη να δείχνει τις ελληνικές ταινίες, ειδικά όταν το παρελθόν του υπήρξε τόσο συνδεδεμένο με το ελληνικό σινεμά, και είναι ειρωνικό πως από τη στιγμή που το ελληνικό σινεμά άρχισε να ενδιαφέρει τους ξένους δημοσιογράφους απουσιάζει από το Φεστιβάλ, ήδη και από την εποχή της προηγούμενης διεύθυνσης.»
«Δεν είναι υποχρεωτικό για ένα φεστιβάλ να παρουσιάζει όλη την εθνική κινηματογραφική παραγωγή, αλλά είναι μια ευκαιρία και όλο και περισσότερα φεστιβάλ στον κόσμο το κάνουν. Στη Ρουμανία που το εθνικό σινεμά έχει ανέβει πολύ τα τελευταία χρόνια, όλη η παραγωγή παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Τρανσυλβανίας στο τμήμα «Romanian Days» και μπορείς να παρακολουθήσεις τις ταινίες που θες. Είναι μια ωραία διαφήμιση του εθνικού σινεμά.»
«Το πρόβλημα πως οι ελληνικές ταινίες που παρουσιάζονται στην Θεσσαλονίκη ανήκουν όλες σε ένα πρόγραμμα και άρα δίνουν την εντύπωση σε έναν ξένο δημοσιογράφο πως έχουν την ίδια ποιότητα, πως βρίσκονται μέσα σε ένα πρόγραμμα που έχει επιλεχθεί με συμπαγή κριτήρια. Δεν είναι ένα Πανόραμα Ελληνικών Ταινιών, στην περίπτωση του οποίου ξέρεις ότι οι ταινίες θα είναι ανομοιογενείς και άρα επιλέγεις ποιες θα δεις. Σε μια τέτοια περίπτωση ξέρεις πως κάποιες ταινίες θα είναι καλές, κάποιες κακές, κάποιες θα αφορούν μόνο την Ελλάδα και το κοινό της. Εδώ μοιάζει σαν οι ταινίες που παίζονται να είναι οι ταινίες που έτυχε να είναι διαθέσιμες αυτήν την εποχή. Οπότε για μένα η λύση είναι πως αν δεν υπάρχει Πανόραμα, τότε αυτές οι οκτώ ταινίες που θα βρίσκονται στο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι οι καλύτερες ελληνικές ταινίες. Σαν ξένος δημοσιογράφος δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις μπαίνοντας στην αίθουσα να δεις μια ελληνική ταινία και επίσης δεν είναι καλό για τις ίδιες τις ταινίες. Συμμετέχουν σε ένα διεθνές φεστιβάλ, όπου υπάρχουν ξένοι δημοσιογράφοι, αλλά τελικά ακόμη κι αν κάποιος τις δει δεν θα γράψει κάτι γιατί νιώθει πως δεν αφορούν ένα διεθνές κοινό.»
Είναι γνωστό εδώ και χρόνια το αίτημα πολλών κινηματογραφιστών, συνδικαλιστών και φορέων για επιστροφή των Κρατικών Βραβείων, για επιστροφή του ελληνικού πανοράματος με προβολή του συνόλου της παραγωγής του ελληνικού σινεμά της χρονιάς, αλλά και μιας διάθεσης να επανέλθει η Θεσσαλονίκη σε μια απαράδεκτη πρότερη κατάσταση, όταν η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα θεωρούσε το Φεστιβάλ προσωπικό της πανηγύρι, υποβαθμίζοντας το διεθνή του χαρακτήρα και ευνοώντας στο έπακρο την εσωστρέφεια και τις συντεχνιακές πρακτικές που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα πρώτ' απ όλα το ελληνικό σινεμά.
Είναι γνωστό πως από τη χρονιά (η τελευταία της προηγούμενης διεύθυνσης) που οι «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» αρνήθηκαν να ανεβάσουν τις ταινίες τους στο Φεστιβάλ προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για το μηδενικό κρατικό ενδιαφέρον στο ελληνικό σινεμά, πολλές από τις ελληνικές ταινίες της σεζόν προβάλλονται τον Σεπτέμβριο στις Νύχτες Πρεμιέρας, συνδυάζοντας έτσι την παρουσία τους σε ένα ελληνικό φεστιβάλ αλλά και (όσες το καταφέρνουν) την έξοδό τους στους κινηματογράφους πριν από τις ημερομηνίες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με αποτέλεσμα βέβαια την γιγάντωση του ελληνικού προγράμματος και στις Νύχτες Πρεμιέρας με τον ίδιο διχασμό ανάμεσα σε ταινίες που αντανακλούν το ρεύμα του νέου ελληνικού σινεμά και άλλες που βρίσκονται ακόμη σε σπουδαστικό επίπεδο.
Είναι, επίσης, γνωστό πως η πρόθεση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι να μην επιστρέψει σε καμία πρότερη κατάσταση (βλ. Κρατικά Βραβεία, Πανόραμα κτλ) και επίσης το γεγονός πως δεν προσπαθεί περισσότερο για να διεκδικήσει ταινίες που θα μπορούσαν να κάνουν την πρεμιέρα τους στη Θεσσαλονίκη.
Οπως είναι γνωστή και η πρακτική των Ελλήνων κινηματογραφιστών να μην καταδέχονται απλώς την προβολή των ταινιών τους στο Φεστιβάλ αλλά να ενδιαφέρονται να ανέβουν στη Θεσσαλονίκη μόνο αν συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό ή σε κάποια εξέχουσα ειδική προβολή, αλλά και να μην παρουσιάζουν στο Φεστιβάλ ταινίες που ξεκίνησαν την πορεία τους από κάποιο τμήμα της Αγοράς (Crossroads, Works in Progress) σε προηγούμενες χρονιές και που λογικά θα έπρεπε να βρίσκονται εδώ.
Η όλη υπόθεση μοιάζει με ένα κουβάρι που δεν ξετυλίγεται εύκολα, αφού είναι μπλεγμένο μέσα σε κακές πρακτικές του παρελθόντος, σε μεταβατικές περιόδους αμφίβολης αποτελεσματικότητας, σε προσωπικούς εγωισμούς και φιλοδοξίες και σε μια αέναη συζήτηση γύρω από το ελληνικό σινεμά όπου το μόνο που βρίθει είναι οι απόψεις και ουδόλως οι πράξεις ή μια πραγματικά κρατική πολιτική υποστήριξης και προώθησής του. Πράγμα, που αν συνέβαινε, θα όριζε με τρόπο αποτελεσματικό και πλήρη τη σχέση που πρέπει να έχει το ελληνικό σινεμά με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ένα: μια εικόνα του ελληνικού σινεμά στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της χώρας που μπερδεύει τον θεατή (Ελληνα και ξένο). Η λύση δεν είναι σίγουρα ούτε η επιστροφή στον εφιάλτη των Κρατικών Βραβείων, ούτε ένα «εθνικό» Φεστιβάλ που θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από γνωστούς και άγνωστους κύκλους που θυμούνται τις μέρες που ήταν «άρχοντες του χωριού» και τώρα νιώθουν πως έχασαν το παιχνίδι τους.
Ταυτόχρονα, δεν είναι δίκαιο για μια σειρά ταινιών που καλώς γίνονται και ανάμεσά τους μπορεί κανείς να ανακαλύψει ίσως κάποια ενδιαφέρουσα υπογραφή για το μέλλον ή κάποια πραγματικά fun ή σπουδαία ταινία, να συγκρίνονται με τα βαριά πυροβολικά των διεθνών φεστιβάλ και να αποτελούν το μοναδικό (φτωχό συνήθως σε ποιότητα και κινηματογραφική αισθητική) αντίβαρο σε ελληνική παραγωγή εν μέσω του Φεστιβάλ.
Με τις υπάρχουσες συνθήκες θα ήταν πολύ προτιμότερο το Φεστιβάλ να προβάλλει μερικές ταινίες σε ειδική προβολή (το έκανε στο παρελθόν με τον «Αδικο Κόσμο», το «Man at Sea» και φέτος με το «Miss Violence»), να έχει παραδοσιακά δύο ταινίες στο Διεθνές Διαγωνιστικό του τμήμα και καμια άλλη ελληνική ταινία.
Αλλωστε με έναν περίεργο τρόπο το ελληνικό σινεμά βρίσκεται πανταχού παρών στη Θεσσαλονίκη, κυρίως λόγω της προσέλευσης της κινηματογραφικής κοινότητας που συμμετέχει στις δράσεις της Αγοράς (εκεί όπου το ελληνικό σινεμά έχει τη δική του παρουσία, αλλά που δεν αφορά το κοινό), χωρίς ωστόσο η δυναμική αυτή των επισκεπτών του να αντανακλάται και στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ.
Και πιστέψτε μας, το τελευταίο που έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή το ελληνικό σινεμά είναι οι δύο ταχύτητες, όταν το σημαντικό είναι να θωρακιστεί με οποιονδήποτε τρόπο η μια του ταχύτητα, αυτή που τα τελευταία το κάνει να τρέχει ιλιγγιωδώς παράγοντας καλές ταινίες και (ευτυχώς) αγνοώντας όλα τα εμπόδια που εμφανίζονται στο δρόμο του.
Διαβάστε ακόμη:
Tags: Θεσσαλονίκη 2013