Φεστιβάλ / Βραβεία

66o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες

of 10

Παραδοσιακά, η γνώμη του Flix για τις ταινίες που συμμετείχαν φέτος στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Flix Team
66o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες

32 μεγάλου μήκους ελληνικές ταινίες προβλήθηκαν στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Από αυτές, οι 29 έκαναν την πρώτη προβολή τους στο Φεστιβάλ, 3 έφτασαν στην Ελλάδα έξω από τα σύνορα, 9 συμμετείχαν στα διεθνή διαγωνιστικά τμήματα του Φεστιβάλ, 2 παίχτηκαν σε δεύτερη προβολή και 1 σε ειδική.

Διαβάστε παρακάτω τη γνώμη του Flix για όλες τις ελληνικές ταινίες της φετινής διοργάνωσης.


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Διεθνές Διαγωνιστικό

Beachcomber

Beachcomber του Αριστοτέλη Μαραγκού

«Beachcomber» είναι ο «ανιχνευτής θησαυρών» -εκείνος που ψάχνει στην άμμο για αντικείμενα, παλιοσίδερα. «Πιτσικόμης» όμως, κατά τον Νίκο Καββαδία, είναι ο θαλασσινός που δεν του ταιριάζει η θάλασσα. Αρρωσταίνει, ζαλίζεται - αλλά πάντα ονειρεύεται να ξαναμπαρκάρει. Ο Ηλίας είναι ένας 35χρονος άντρας που ψάχνει την ταυτότητά του. Γιος ναυτικού που τον κατάπιαν οι ωκεανοί, ακούει εμμονικά τις διηγήσεις του πατέρα του από παλιές κασέτες που έστελνε στην μάνα του αντί επιστολών. Ιστορίες από τη ζωή στα λιμάνια, μυθικές συναντήσεις με θαλάσσια κήτη, περιγραφές των κυμάτων που σκάνε στη λαμαρίνα. Τον Ηλία δεν τον χωράει ο τόπος, οι σχέσεις, το δέρμα του. Αποφυλακισμένος με αναστολή κοιτά τον υγρό ορίζοντα και ονειρεύεται χίμαιρες. Οταν πράγματι βρίσκει έναν θησαυρό στην άμμο - ένα παλιό σκαρί που έχει ξεβράσει η θάλασσα- αποφασίζει να το επισκευάσει με μια παρέα περιθωριακών απόκληρων και να φύγουν για το μεγάλο ταξίδι.

Ο Αριστοτέλης Μαραγκός («Η Πορνογραφική Συλλογή του Κάφκα», «The Timekeepers of Eternity») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, πατώντας σε μία ιδέα που διάβασε κάποτε στην εφημερίδα (για μία ομάδα αστέγων στη Βαρσοβία, που αποφάσισαν να φτιάξουν ένα πλοίο), αλλά, κυρίως, στις θρυλικές επιστολές των Νίκου Καββαδία. Δεν θέλει να μιλήσει κυριολεκτικά - δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Ηλίας, γιατί είχε φυλακιστεί. Γιατί δεν έχει σημασία. Ολα είναι συμβολικά (από τη βιβλική φάλαινα, μέχρι τη φροϊδική σχέση με την μητέρα ή τη δολοφονία όσων συμβόλιζαν τον πατέρα). Ολα υγραίνονται στις κουπαστές του μαγικού ρεαλισμού - με έναν παρόμοιο τρόπο που η Αλίτσε Ρορβάχερ μάς παρουσίαζε την ιστορία των τυμβορύχων της «Χίμαιρας». Ολα ζαλίζονται στο κινηματογραφικό κατάστρωμα μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Μπορεί ένα λίγο πιο στιβαρό σενάριο να θεμελίωνε καλύτερα τους χαρακτήρες και τη δραματουργική τους εξέλιξη. Ομως η ταινία καταφέρνει να σαλπάρει για το μεταφυσικό της ταξίδι, μέσα από ένα ξεκάθαρα κινηματογραφικό βλέμμα που ξεπερνά τον «πειραματισμό» και έχει προορισμό την καρδιά. Κι καπετάνιο έναν «Ηλία» που ο Χρήστος Πασσαλής φορά γενναία, γοητευτικά, ημίτρελα, πονεμένα, ονειρικά.
Πόλυ Λυκούργου

Gorgona

Gorgoná της Εύης Καλογηροπούλου

Σε ένα άχρονο δυστοπικό μέλλον, σε μια πατριαρχική πόλη-κράτος που μαστίζεται από τη βία και τη περιβαλλοντική μόλυνση, o αρχηγός της φυλής πεθαίνει και πρέπει άμεσα να βρεθεί ο διάδοχος του. Ανάμεσα στους άντρες, μια γυναίκα διεκδικεί στα ίσα το «θρόνο» σπάζοντας την αλυσίδα της πατριαρχίας, ενώ μια ξένη που έχει πουληθεί από την οικογένεια της για ένα μπιτόνι πετρέλαιο γίνεται το αντικείμενο του πόθου που θα κάνει κομμάτια την τάξη μιας κοινωνίας που τρέφεται από τεστοστερόνη, άναρθρες κραυγές και λαϊκά άσματα σε καραόκε.

Μετά από δύο ταινίες μικρού μήκους («Μotorway 65» και «Στο Θρόνο του Ξέρξη») που δήλωσαν ευθαρσώς και διεθνώς το ιδιοσυγκρασιακό κινηματογραφικό της σύμπαν, η Εύη Καλογηροπούλου παραδίδει με το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της μια ονείρωξη φτιαγμένη από σκόνη, δάκρυα, ιδρώτα σε έναν αριστοτεχνικό εικαστικό διάκοσμο που μετατρέπει την οθόνη σε έναν καμβά που χωράει μέσα του από το κόμικ μέχρι το (σε κάθε πιθανή του έννοια) heavy metal και από το Mad Max μέχρι τον Μίμη Πλέσσα και μαζί την queer επανατοποθέτηση των ορίων της θυλυκότητας και του cult.

Τολμηρή στην εικονογραφία και την κατασκευή, αλλά υπερβολικά φειδωλή plot wise και σε αυτοσαρκασμό, η Καλογηροπούλου παίρνει ρίσκο να μην αρέσει, κινούμενη σαν τις (σούπερ) ηρωίδες της ανάμεσα στην επανάσταση και την ίδια τη δυστοπία που άλλοτε την υποθάλπτει, άλλοτε την ελευθερώνει και άλλοτε την πνίγει.
Μανώλης Κρανακης

bearcave Αρκουδότρυπα

Αρκουδότρυπα (Bearcave) των Χρυσιάννας Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου

Στην Τύρνα, ένα χωριό στους πρόποδες της Πίνδου, η Αννέτα και η Αργυρώ είναι δύο φίλες δεμένες από τα παιδικά τους χρόνια. Η πρώτη ονειρεύεται τη φυγή –έναν γάμο, μια νέα αρχή – ενώ η δεύτερη ριζώνει στη γη, στη φάρμα, στα ζώα της. Μια τελευταία βόλτα προς τη μυθική Αρκουδότρυπα θα γίνει η αφορμή για να ανακαλύψουν πως η σχέση τους ξεπερνά τα όρια της φιλίας και εισχωρεί στο άγνωστο, σε μια άλλης υφής εκκλησία.

Σπάνια βλέπεις μια ελληνική ταινία που να μιλά για την επαρχία χωρίς να παγιδεύεται σε κλισέ ή φολκλόρ ή στο στερεότυπο της πατριαρχίας που εδώ υπαινίσσεται με τον πιο δυνατό τρόπο. Η «Αρκουδότρυπα», με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, καταφέρνει να μετατρέψει έναν μικρόκοσμο σε τόπο αυθεντικό, ποιητικό και απόλυτα κινηματογραφικό. Το σκηνοθετικό δίδυμο επεκτείνει τη μικρού μήκους «Αρκουδότρυπα» που γνωρίσαμε πριν δυο χρόνια, αφήνοντας χώρο στις instant classic Πάμελα Οικονομάκη και Χαρά Κυριαζή να γεμίσουν το κάδρο με αλήθεια. Υπάρχουν επαναλήψεις που θα μπορούσαν να λείπουν, υπάρχει μια σκηνή πανηγυριού βγαλμένη, αμήχανα, από άλλη ταινία. Ομως αυτή εδώ η «Αρκουδότρυπα», χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, αναπνέει με ρυθμό (εκπληκτική τόσο η νεοφόλκ μουσική, όσο κι η φωτογραφία της Αρσινόης Πηλού), χιούμορ και ευαισθησία, προσφέροντας τελικά ένα queer παραμύθι ωριμότητας και ελπίδας — και ένα happy end που μοιάζει απολύτως απαραίτητο.
Λήδα Γαλανού


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Meet the Neighbors+

life in a beat

Life in a Beat της Αμέρισσας Μπάστα

Η Λένα είναι 20 χρόνων και δεν αντέχει τη ζωή της. Ομορφη, δυναμική, εγκλωβίζεται στο μικρό οικογενειακό σπίτι με τον φωνακλά, τραχύ πατέρα, τον ασυμμάζευτο μικρό αδελφό και τη μητριά που κάνει ό,τι μπορεί, στη δουλειά στο σούπερ μάρκετ, στον μισθό που δεν φτάνει για τίποτα, στα κλεφτά (γιατί, άραγε;) ραντεβού με τον συνάδελφό της. Οταν η Λένα μάθει, ταυτόχρονα, ότι απολύεται λόγω περικοπών κι ότι είναι έγκυος, η ζωή της θα χάσει έναν παλμό και θ' αλλάξει ρυθμό.

Να τολμήσει κανείς να πει ότι εάν το σινεμά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, που έχει την τιμητική του αυτές τις μέρες, βρίσκει μια συνέχεια στη νεανική ελληνική παραγωγή, αυτή είναι στις ταινίες της Αμέρισσας Μπάστα; Οχι μακριά από την τελευταία μικρού μήκους της, «Οχι Αύριο», η Μπάστα επιλέγει το ανθρωποκεντρικό σινεμά, το ποιοτικά mainstream, την παραδοσιακή αφήγηση, τόσο απαραίτητη στο σύμπαν μας, κι αποτυπώνει την Αθήνα όπως πραγματικά είναι, λατρεμμένη κι ανυπόφορη και τα πάθη της ηρωίδας της με συγκινητική αγάπη. Υπάρχουν γραφικότητες απειρίας, σε κάποιους δεύτερους ρόλους, στην υπερβολική μέγαιρα νέα ιδιοκτήτρια του σούπερ μάρκετ, στη χρήση των τραγουδιών. Ομως η Ελίνα Τσιορμπατζή (η μεγάλη αδελφή στα «Τσουλάκια» για όσα τα έχουν δει), συστήνεται αυτοστιγμεί ως μια σημαντική ηθοποιός της γενιάς της και το σοφά επιλεγμένο φινάλε (ως προς την απόφαση της Λένας) κλείνει το φιλμ με ισόποσες δόσεις ρομαντισμού και πραγματισμού, σαν την αληθινή ζωή.
Λήδα Γαλανού

novak Νόβακ

Novak του Χάρη Λαγκούση

Σ' έναν κόσμο που καταστρέφεται γοργά από ηλεκτρομαγνητική δηλητηρίαση, ο Δρ. Νίκολα Νόβακ (διακριτική αναφορά στον υποτιμημένο, παραγκωνισμένο από το σύστημα, Τέσλα;), Κροάτης επιστήμονας, έχει βρει όλες τις απαντήσεις αλλά κανείς δεν τον έχει ακούσει. Τώρα, μια ιδεαλιστική κολλεκτίβα με το όνομα Ατλαντίς, ένα γκρουπ επιστημόνων μεταξύ ρομαντισμού και ψεκασμού, τον «απαγάγει» στο κοινόβιό της για να βοηθήσει ν' αναβιώσουν οι θεωρίες του.

Ο Χάρης Λαγκούσης, στην πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά του, με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, κάνει μια ταινία ταυτόχρονα γραφική και τρυφερή. Ο κόσμος που πλάθει, πολυμορφικός, μαζί με διασκεδαστικά διαλείμματα animation, επιλέγει να είναι τόσο «quirky», τόσο χειροποίητο δείγμα επιστημονικής φαντασίας, που θα χρειαζόταν μεγαλύτερη μαεστρία/εμπειρία και σίγουρα μεγαλύτερο budget για να γίνει κάτι περισσότερο από μια χαριτωμένη ιδέα. Ωστόσο, με τη συμβολή και της φωτογραφίας του Γιώργου Κουτσαλιάρη που δίνει στο οριακό ουσία και περιεχόμενο, εκείνο που μένει τελικά είναι μια αίσθηση αγάπης, για τους ήρωες και τις ηρωίδες του, για τα off beat μυαλά και, σίγουρα, για το σινεμά.
Λήδα Γαλανού

σμαράγδα

Σμαράγδα του Αιμιλίου Αβραάμ

«Είμαι σαν τον ελέφαντα: έχω σκληρό δέρμα και δεν μπορώ να πηδήσω…» Η Σμαράγδα είναι μία 40χρονη ανύπαντρη γυναίκα και πρόσφατα ορφανή. Η τυφλή μητέρα της πέθανε κι εκείνη επιστρέφει στο πατρικό σπίτι στην Αγία Νάπα για να ξαναχτίσει εκεί τη ζωή της. Από που ξεκινάει όμως κανείς; Από τη δουλειά της στην τηλεόραση που τώρα έχουν καταλάβει νεαρές, ημίγυμνες influencers; Από τις σχέσεις που γίνονται όλο και πιο δύσκολες την εποχή του digital dating; Από τη συμφιλίωση με το χρόνο, τη μέση ηλικία, την πάλη των πρέπει και των θέλω; Με πλαίσιο το τουριστικό τοπίο, η Σμαράγδα νιώθει ξένη και προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με τη ζωή, τα όνειρα και τη γυναικεία της ταυτότητα.

Ο Κύπριος σκηνοθέτης Αιμίλιος Αβραάμ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (σε παραγωγή Τώνιας Μισιαλή) με μία ταινία κοινωνικού ρεαλισμού που επιχειρεί να σπάσει τη σκληρή επιδερμίδα όλων όσων βαραίνουν, εγκλωβίζουν και ετεροκαθορίζουν μία γυναίκα στον σκληρό, βαθιά πατριαρχικό σύγχρονο κόσμο. Με όπλο του την τόσο εκφραστική, γήινη, αισθαντική πρωταγωνίστρια Νιόβη Χαραλάμπους, ο Αβραάμ έχει στιγμές, έχει ιδέες, και σίγουρα έχει καλή πρόθεση. Μόνο που η έλλειψη εμπειρίας φαίνεται στο πόσο προσπαθεί να τα χωρέσει όλα, να τα εξηγήσει, να τα υπογραμμίσει. Ένα πιο αφαιρετικό σενάριο, με λιγότερα παρακλάδια πλοκής, θα επέτρεπε και στην ιστορία και στην ηρωίδα να αναπνεύσουν καλύτερα. Και θα τον γλίτωνε από κλισέ και «παλιακές» παγίδες στις στιχομυθίες, την σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τη δραματουργική εξέλιξη.
Πόλυ Λυκούργου


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


>>Film Forward

female

Θηλυκό του Κωνσταντίνου Μενέλαου

Αν περιγράψεις το «Θηλυκό» ως «τρεις γυναίκες που υποδύονται, σε μια προσπάθεια να γνωρίσουν πραγματικά και τελικά να δικαιώσουν την Αλίκη Βουγιουκλάκη», θυσιάζεις στο βωμό της ευστοχίας το πραγματικό υβριδικό παιχνίδι που στήνει ο Κωνσταντίνος Μενέλαου - κινηματογραφιστής και ιδρυτής του «Queer Archive», σημαντική ιδιότητα του για την κατανόηση μιας ταινίας που πίσω από την φαινομενικά κεντρική της ιδέα ανοίγεται διαρκώς σε έννοιες που ολοκληρώνουν ένα τελικά πολύ μεγαλύτερο πορτρέτο από αυτό της «εθνικής μας σταρ».

Γι’ αυτό και η ταινία ονομάζεται «Θηλυκό», αφού, παρά τη μίξη φανταστικών και πραγματικών γεγονότων που συνδέονται με τη ζωή και το έργο της Αλίκης Βουγιουκλάκη (η διάσημη σκηνή του «εξώστη» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι μόνο ένα από αυτά), η εξερεύνηση της θηλυκότητας και ο ανοιχτός της διάλογος με την μοναξιά, την πατριαρχία, την πολλαπλά queer ανάγνωση, ακόμη και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, γίνεται η «αφήγηση» πάνω σε μια ατελή - και όσο συνειδητά τόσο επίμονα και άσκοπα επαναληπτική - εικονόγραφηση/τεκμηρίωση. Περισσότερο από τα voice over που δεν έχουν (talking) heads και πρόζες που «αφηγούνται» τη ζωή της και τις σκέψεις της, είναι ο τρόπος με τον οποιό τρεις σπουδαίες θηλυκότητες μιμούνται την Αλίκη Βουγιουκλάκη χωρίς ποτέ να την αντιγράφουν: η Τάνια Κέλι, η Αλκηστις Πουλοπούλου και η Βίκυ Παπαδοπούλου - αγωγοί σε διαρκή εναλλαγή του μελαγχολικού ερωτισμού, της εσωτερικής φεμνιστικής πάλης και της σαν παιδί λάμψης μιας γυναίκας παρεξηγημένης τελικά πριν από όλους από τον ίδιο της τον εαυτό.
Μανώλης Κρανάκης

Regan

Regan του Πάνου Κατσιμπέρη

Μια νεαρή κοπέλα προσπαθεί να βρει την ταυτότητα της. Ως καλλιτέχνης, ως κόρη, ως ερωμένη, ως μητέρα… Σε ένα οδοιπορικό που διαδραματίζεται χωρίς σαφείς διαχωριστικές γραμμές κάπου ανάμεσα στη φαντασία, την πραγματικότητα, τη δημιουργία ενός έργου και την καταστροφή ενός άλλου, θα διασχίσει τις φοβίες, τις επιθυμίες και την οργή που της προκαλεί ο κόσμος γύρω της προκειμένου να βρει μια έξοδο κινδύνου.

Σε μια θαρραλέα φιλμική αλληγορία που εντυπωσιάζει συχνά τόσο με τη φόρμα, όσο και με το (σινεφίλ) παιχνίδι των κινηματογραφικών αναφορών του, το «Regan» (που έτσι παραπέμπει εμφανώς στην πιο διάσημη Ρέγκαν της ιστορίας του σινεμά, την Λίντα Μπλερ του «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντικιν αλλά αναγραμματισμένο διαβάζει «Anger»), κάνει φόκους μόνο στην πρωταγωνιστριά του, αφήνοντας όσους ανθρώπους την συναντούν φλου ή σε δεύτερο πλάνο και την εγκλωβίζει μέσα σε ανοιχτούς και κλειστούς φακούς προκειμένου να υποδηλώσει τη μοναξιά της, αλλά κυρίως πως ό,τι βλέπουμε μπορεί να είναι απλά ένα όνειρο που με τη σειρά του μπαινοβγαίνει στον εφιάλτη.

Με αναπάντεχη σιγουριά, ο Πάνος Κατσιμπέρης, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, γράφει και σκηνοθετεί μια ανένταχτη ταινία από το πουθενά, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τα ρίσκα που παίρνει, είτε αυτά είναι ένα παραμορφωμένο μωρό που κλαίει συνεχώς αποτέλεσμα χειροποίητου εφέ, είτε ένα κινηματογραφικό πείραμα που ακόμη και μέσα στην επαναληπτικότητα του σε κρατάει διαρκώς «ξύπνιο» μέσα στο σύμπαν του.
Μανώλης Κρανάκης

Ζηλωτής

Ζηλωτής του Στέλιου Ρεπάνη

Ο Ιωσήφ μοιάζει να μην είναι ευχαριστημένος με τη ζωή του. Δεν είναι αφοσιωμένος στη σχέση του με τη Βίκη, δεν χαίρεται όταν ξυπνά το πρωί. Κυρίως δεν του αρέσει η δουλειά που του φόρτωσε ο πατέρας του, που ζει στην Ελβετία: να καθαρίσει και τακτοποιήσει το σπίτι στο χωριό, για να έρθει εκείνος με τη σύντροφό του να μείνει. Ο Ιωσήφ και η Βίκη θα πάνε στην καλοφτιαγμένη μονοκατοικία για να τη συμμαζέψουν. Αλλά δεν είναι μόνοι. Στο κτήμα «κατοικεί» ο περιπλανώμενος Αντώνης, ένας σύγχρονος αποχωριστής με τον οποίο ο Ιωσήφ θα καλλιεργήσει μια ιδιαίτερη σχέση, σαν ν' αποζητά αυτή την εισβολή ενός «ξένου» που προβλέπεται ότι θα του αλλάξει τη ζωή.

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ο Στέλιος Ρεπάνης παρουσιάζει ένα κοινωνικό, υπαρξιακό και μαζί λαϊκό θρίλερ, συντηρώντας το σασπένς ως το φινάλε: σ' αυτό βοηθούν τόσο το setting του κτήματος που έχει αγριέψει δημιουργώντας μυστηριώδεις κυψελίδες, όσο και η φωτογραφία του Παναγιώτη Σαλαπάτα και η θαυμάσια μουσική της Αναστασίας Γιαμούζη. Οπως συχνά συμβαίνει σε πρώτες απόπειρες (χωρίς, προφανώς, τεράστιο budget), οι σύντομες ερμηνείες δεν ανταποκρίνονται στις κεντρικές και δεν λείπουν μικρά στερεότυπα. Ομως η ταινία κυλά με αμείωτο ενδιαφέρον, οι δυο πρωταγωνιστές, ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου είναι απόλαυση στις κοινές σκηνές τους και ο Ρεπάνης μοιάζει ν' ανοίγει το δρόμο με το χλοοκοπτικό για μια πετυχημένη σκηνοθετική πορεία.
Λήδα Γαλανού


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Επίσημη Πρώτη

Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ

Πολύ Κοριτσίστικο Ονομα το Πάττυ του Γιώργου Γεωργοπούλου

Η Δάφνη φεύγει από την Ικαρία και φτάνει στην Αθήνα, ακολουθώντας τον Γιούρι, έναν λιγομίλητο αυστηρό προπονητή τζούντο που θα την πιστέψει και θα την προετοιμάσει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. H ρουτίνα της προπόνησης θα διαταραχθεί όταν στο καθημερινό πρόγραμμα της Δάφνης θα μπεί ο ανταγωνισμός, η κέτσαπ, ο έρωτας για μια πρώην πρωταθλήτρια και μια σκοτεινή ιστορία για τον Γιούρι που θα την κλονίσει.

Στην τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία μετά το «Tungsten» και το «Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος Αλλα Πρέπει να Μιλήσουμε για Κάτι Πολύ Σοβαρό», ο Γιώργος Γεωργόπουλος συνεχίζει τη δική του (μοναχική) πορεία προς ένα σινεμά που όσο δεν σε αφήνει - φαινομενικά - να βρεις ομοιότητες ανάμεσα στα κομμάτια του, ξεγλιστρά και ορθώνεται κάθε φορά σαν μια άρρηκτη συνέχεια από διάφανες πράξεις κινηματογραφικής απόλαυσης. Εδώ στη μορφή μιας παράδοξης αθλητικής ταινίας που καμουφλάρει ένα teen movie ενηλικίωσης και μαζί έναν αφηγηματικό ιστό τόσο αυθεντικό και ποπ ταυτόχρονα που αποδεικνύεται ακαταμάχητος. Οσο ακαταμάχητες είναι και οι ερμηνείες του Μορτ Kλωναράκη και του Βαγγέλη Μουρίκη, το βιομηχανικό τοπίο μιας «άγνωστης» πόλης φωτόγραφημένο με τόλμη από την Χριστίνα Μουμούρη, το αναπάντεχα ρετρό soundtrack που επαναφέρει διαρκώς την ταινία σε ένα άχρονο ονειρικό σύμπαν και το τρυφερό, ανεπιτήδευτο - αναζωογονητικά «πολύ κοριτσίστικο» - βλέμμα ενός δημιουργού που με κάθε ταινία του βάζει, όπως τελικά και η ηρωίδα του, τους δικούς του όρους στην έννοια του «ανταγωνισμού».
Μανώλης Κρανάκης

margo

Βγαίνουν Μέσα απ’ τη Μάργκο του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy)

Αυτή είναι η ιστορία της Μάργκο, όχι της αδερφής της, της Μαργαρίτας, που πέθανε με φρικτό τρόπο όταν ήταν μικρή, αφήνοντάς τη με τον φόβο του θανάτου. Η Μάργκο είναι διάσημη τραγουδίστρια εδώ και είκοσι χρόνια, έχει περάσει όμως καιρός από το τελευταίο της άλμπουμ, τις Πέντε Λέξεις. Για την καριέρα της μετακόμισε και στην Καλιφόρνια, στη Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, μακριά από την Αθήνα που της λείπει, μακριά από το Αττικόν που δεν επέστρεψε ποτέ. Σήμερα είναι τα γενέθλιά της, κλείνει τα 40. Το σπίτι της γεμίζει με τους ανθρώπους που την αγαπούν και αγαπά, όλο κορίτσια κι ένα αγόρι. Θα βρει άραγε τη δύναμη να συνεχίσει να ζει;

Η νέα ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη είναι γεμάτη φως, παρά την εγγενή της μελαγχολία. Ετσι άλλωστε και ξεκινά. Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία, ο Σαββόπουλος με τον στίχο του Οι παλιοί μας φίλοι γίνεται ο ίδιος μια μελαγχολία που δεν φεύγει. Ενα κολάζ είναι η ταινία στη φόρμα της, από υλικά, μέσα, γαριδί σατέν, φυτά, αυτή τη μαγνητική ποιότητα της Σοφίας Κόκκαλη, τον απόηχο του ’70 και του ’80, κινηματογραφικό και νοηματικό, τη φρίκη που ξυπνά την κανονικότητα με ανάσες Λιντς, πολλή μουσική, ακόμα και μια μιούζικαλ σκηνή σε μποτιλιάρισμα, σαν το «Λα Λα Λαντ» χωρίς το χορευτικό. Και χαρά αέρινη, μια φωτεινή ταινία για τα σκοτάδια. Μέσα της, όμως, μιλά τόσο καθαρά για όσα μεγαλώνοντας αναγκαστικά θ’ αφήσεις πίσω, για την αθωότητα που προδίδεται, για το σώμα που προδίδεται και βγαίνουν πράγματα από μέσα του, για τη δυσκολία του να βάλεις το ένα πόδι μπροστά και να κάνεις ένα βήμα, γι’ αυτή την ηλικία που βρίσκεται μες’ στη μέση και χωρίζει τελειωτικά το πριν από το μετά, εκτός αν βρεις μια σφιχτή αγκαλιά. Γιατί όλα τ’ άλλα… για πάντα φύγαν κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά είναι οι δικές σου πέντε λέξεις.
Λήδα Γαλανού

μάχη

Μάχη του Ηλία Γιαννακάκη

Ανδρομάχη, το όνομα που αποτυπώνει τη μάχη γυναικών-ανδρών, ή τις γυναίκες που μάχονται με ανδρειοσύνη. Το όνομα της κόρης (Ελένη Τοπαλίδου), το ίδιο που επέλεξε να έχει και... η μπαμπά της (Μπέττυ Βακαλίδου). Ο πατέρας της μικρής Μάχης και του Ορέστη, Λοχαγός, αποφάσισε στη νεότητά του ν' αγκαλιάσει την ταυτότητά του και να γίνει τρανς γυναίκα, εγκαταλείποντας ωστόσο το οικογενειακό σπίτι αλλά και τη χώρα. Τώρα επιστρέφει, δίνει μια τηλεοπτική συνέντευξη, ως Μάχη φυσικά και (ξανα)διαλύει και (ξανα)συνθέτει αυτή την οικογένεια που παραμένει ζωντανή και πρόθυμη.

Ο Ηλίας Γιαννακάκης σκηνοθετεί μια ταινία στιβαρή και queer ταυτόχρονα, ακριβώς όπως η περήφανη στάση και το πρόσωπο-ιστορία της μεγάλης Μάχης του. Τα θέματα της ταυτότητας, της αναγέννησης, της συγχώρεσης ή της κατανόησης χτίζονται στα καθαρά, μετρημένα, στοιχημένα κάδρα του, στα γλυκά fade to black του μοντάζ του. Ενα φιλμ από τη φύση του (ποια είναι η φύση μας, αλήθεια;) camp, που σίγουρα περπατάει σε μακρύτερα μονοπάτια και διακλαδώσεις απ' ό,τι θα ήταν απαραίτητο και που σίγουρα καπελώνει μια συναρπαστική, ντεμί τεχνική, ντεμί βιωματική, ερμηνεία της Μπέττυς Βακαλίδου με τη μανιερίστικη επιτήδευση της Ελενας Τοπαλίδου που ντύνει με μια (τρυφερή, βέβαια), υπερβολή ένα ρόλο που θα κέρδιζε αν ήταν απλούστερος. Ομως το φιλμ, μαζί με το θαυμάσιο φινάλε του, σ' αφήνει με μια αίσθηση συγκίνησης βαθιάς, για τη δική μας ύπαρξη και, μαζί, για την ύπαρξη μιας Ελλάδας που κρατά ακόμα την πλατεία Συντάγματος αλλά ίσως όχι τη δόξα της.
Λήδα Γαλανού

Κόκορας

Κόκορας του Τάσου Γερακίνη

Ο Αργύρης ζει μια μικρή ζωή, αλλά έχει μεγάλα όνειρα. Λίγο πριν τα 50, έχει μια δουλίτσα στον Δήμο Αθηναίων, θυρωρός που στο γραφειάκι του έχει στήσει παράτυπα ένα γκαζάκι και φτιάχνει καφέδες και μεζέ για τους υπαλλήλους, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το οικοπεδάκι της γυναίκας του, της Πόπης, γκρινιάζει στον πατέρα και στη μάνα του, αγρότες που ζουν στο σπιτάκι στο χωριό. Κυρίως, ο Αργύρης θέλει να στείλει τον γιο του στη Σχολή Σμιντ (διασκεδαστική αναφορά στη Σχολή Χιλλ), το «σχολείο των σχολείων όπου πάει ο τάδε και ο δείνα», για να μπορέσει εκείνος να έχει μια καλύτερη ζωή. Το μόνο που του λείπει είναι μπόλικα χιλιάρικα.

Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Ενας Ησυχος Ανθρωπος», ο Γερακίνης αλλάζει ύφος προς τη σάτιρα ηθών. Η πρόθεσή του είναι ξεκάθαρη, μια γνώριμη φιγούρα και περιπέτεια στο μικροαστικό ελληνικό σύμπαν. Ο ρυθμός είναι χαριτωμένος, οι δεύτεροι ρόλοι θαυμάσιοι (Καρβούνη, Κοκκίδου, Καταλειφός), ο Νίκος Κασάπης ως Αργύρης έχει σκηνές εμπνευσμένες και άλλες λιγότερο πειστικές. Κυρίως, το σενάριο δυσκολεύεται ν’ αποφασίσει αν ο κεντρικός ήρωας είναι ένα χαρακτηριστικό νεοελληνικό τεμπέλικο λαμόγιο, ή ένας άνδρας του οποίου τα φτερά έκοψε η παλιοζωή. Σε κάθε περίπτωση, παρά τον θεματικό παλαιολογισμό τού «τον κόκορα τον μαδάν οι κότες», η ταινία έχει μια συνέπεια και κοινωνική αναγνωρισιμότητα που κάνει τη θέασή της, αν όχι ξεχωριστή, σίγουρα οικεία και ευχάριστη.
Λήδα Γαλανού

Γελοίοι Ερωτες

Γελοίοι Ερωτες του Δημήτρη Κατσιμίρη

7 ζευγάρια, 6 διαφορετικές ιστορίες - έρωτα, ζήλιας, μοναξιάς, πειραματισμού, αυτοκαταστροφής, βίας, απόγνωσης. Πόσο έτοιμος είναι κανείς για να ανοίξει τη σχέση του σε swinging περιπέτειες; Πόσο λάθος μπορεί να θυμάσαι εκείνον που θεώρησες τον έρωτα της ζωής σου; Τι επιπτώσεις έχει ένας χωρισμός και πόσο περισσότερο πληγώνει η επανασύνδεση όταν ο άπιστος παραμένει άπιστος; Πόσο διαταραγμένα, βίαια, εξουσιαστικά οι άντρες θεωρούν ότι έχουν «δικαίωμα» όταν «αγαπούν» τις γυναίκες; Πόσο νευρωτικά, εμμονικά, παράλογα κολλούν οι γυναίκες με το παρελθόν;

Ο Δημήτρης Κατσιμίρης στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Με Αξιοπρέπεια» επιχειρεί να συνθέσει ένα σπονδυλωτό κωμικοτραγικό ύμνο στον παραλογισμό του έρωτα, που ακόμα και στις κωμικές στιγμές του, είναι επώδυνος και στυφός. Εξυπνες σεναριακές ιδέες που πλαισιώνουν τις 6 ιστορίες, αφτιασίδωτη αλλά άμεση, παρεμβατική κινηματογράφηση (λειτουργεί ουσιαστικά το ασπρόμαυρο - σαν καταγραφή μιας πικρής αλήθειας που τα χρώματα της καθημερινής ζωής μάς εμποδίζουν να δούμε), ανθρώπινη ματιά πίσω από την κάμερα. Αν κάτι προδίδει την ταινία και την χειροποίητη, low-budget υφή της δεν είναι η εικόνα της, ούτε το σενάριό της. Είναι μία ανισότητα στις ερμηνείες - δεν είναι απλό όταν δεν έχεις τη δυνατότητα πολλαπλών λήψεων να βγάλεις τέλεια, νατουραλιστικά, οργανικά μερικές πολύ απαιτητικές σκηνές. Κάποια έμειναν αμήχανα και βεβιασμένα, κάποια λειτούργησαν καλύτερα - όλα μαζί συνεχίζουν να μας υποδεικνύουν ένα σκηνοθέτη που μέσα από μικρές, φτηνές ιστορίες ξέρει να μάς δείχνει ακριβές, μεγάλες αξίες. Και της ζωής και της τέχνης του.
Πόλυ Λυκούργου

Εκτροπή

Εκτροπή του Μαρίνου Καρτίκκη

Ο Κώστας, ένας αστυνομικός, διαζευγμένος με παιδί και μητέρα σε οίκο ευγηρίας, δυσκολεύεται οικονομικά και συχνά κλέβει χρυσαφικά από νεκρούς που μεταφέρει στο νεκροτομείο. Μια μέρα μαζί με τον συνάδελφό του Ανδρέα καλούνται να μεταφέρουν μια νεκρή, ηλικιωμένη γυναίκα που τυγχάνει να είναι η γιαγιά της Ελενας, της κοπέλας με την οποία διατηρεί μια ερωτική σχέση. Και κάπου εκεί η αυτοσχέδια λύση που είχε βρει για να τα βγάλει πέρα, θα γίνει η καταδίκη του.

Γραμμένο, σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο (κυρίως από τον πρωταγωνιστή Στέλιο Ανδρονίκου) με μια νατουραλιστική καθαρότητα, χαρακτηριστική του βλέμματος του δημιουργού του (τελευταία του ταινία το «Πολίτης Τρίτης Κατηγορίας» του 2020), το φιλμ του Κύπριου Μαρίνου Καρτίκκη προδίδεται από την ίδια την χαμηλότονη, χωρίς ένταση, παλιομοδίτικη τελικά γραφή του. Η παρατήρηση δεν γίνεται ποτέ ανατομία μιας ασφυκτικής καθημερινότητας στη σύγχρονη Κύπρο, ο ρυθμός, πεισματικά γειωμένος, δεν ακολουθεί παρά το απολύτως προβλέψιμο της κάθε επόμενης σκηνής. Και το πορτρέτο ενός άντρα που έρχεται αντιμέτωπος με τα λάθη του, ενώ προσπαθεί να κάνει το σωστό, δεν γίνεται ποτέ η διαδρομή μιας «ενηλικίωσης», με μια φιλόδοξη αλλά τελείως ανεκμετάλλευτη στο φόντο αναγωγή στην ακύρωση των κοινωνικών πρότυπων και στερεοτύπων που επιβάλλουν μοντέλα ενήλικων συμπεριφορών.
Μανώλης Κρανάκης

madonnas

Madonnas των Λάκη και Αρη Ιωννά (The Callas)

H Nάνσυ κληρονομεί ένα παλιό τροχόσπιτο από τη θεία της. Τι έχει άραγε μέσα; Και τι θα το κάνει; Ισως είναι μία ευκαιρία να ξεφύγει λίγο από τη ρουτίνα του σπιτιού της, να αφήσει το μωρό με τον άντρα της και να πάει ένα road trip, χωρίς προορισμό, με την κολλητή της, την Τζωρτζίνα. Βρίσκουν το τέλειο σποτ στις παρυφές μιας παραλίας, έξω από ένα χωριό που οι γυναίκες τους φάνηκαν παρατημένες. Λες να καταλήξουν σαν κι αυτές; Γιατί μαράζωσαν; Ποιος δεν καλύπτει τις ορμές τους; Μήπως αυτό που χρειάζονται είναι ένα μπουρδέλο για γυναίκες; Να, μια ιδέα για το τροχόσπιτο! Το βαφτίζουν «Madonna» κι ετοιμάζουν τιμοκατάλογο. Μόνο ένα πράγμα τους λείπει: «το τσουτσούνι». Ποιος θα δουλέψει στη Madonna; Τότε συναντούν έναν μοναχικό ταξιδιώτη στο δρόμο…

Οι Callas, ο Λάκης και ο Αρης Ιωννάς («Sick», «METS», «The Great Eastern», «Lustlands), επιστρέφουν με μία pop κωμωδία που κουβαλά με τον κοτσαδόρο της τις αποσκευές του καλειδοσκοπικού κόσμου τους: άψογη αισθητική (με πολύχρωμα παιχνίδια στην εικαστική παλέτα, την ενδυματολογία, τα σήμα-κατατεθέν πλεκτά τους), μουσικές (τους) με γκάζια, λοξό απολαυστικό χιούμορ, δυο κορίτσια στον ήλιο, ακομπλεξάριστα, με σπίθα και τσαγανό. Μόνο που αν κάποιος ανοίξει τα μπαούλα του δημιουργικού τους τροχόσπιτου βρίσκει πολλά περισσότερα. Χωρίς σοβαροφάνεια, ή βαρύγδουπες αναλύσεις, οι Callas πλέκουν ανάμεσα στις λέξεις μια τρυφερή, στοχαστική ματιά στη γυναίκα (παντρεμένη ή single, της Αθήνας ή της περιφέρειας), τις αγωνίες και τις ανάγκες της, η οποία διευρύνεται αιφνιδιαστικά σε έναν ευρύτερο διάλογο για την ταυτότητα του φύλου. Παρόλο που αυτό το δεύτερο κομμάτι μοιάζει λίγο πιο αστήριχτο (ίσως χρειαζόταν μία πιο δυνατή σκηνή με τον Νικολάκη Ζεγκινόγλου), είναι τόσο φρέσκο και καίριο το βλέμμα τους και τόσο απολαυστικά ελεύθερη η γλώσσα τους που νιώθεις σαν να είσαι στο αυτοκίνητο των ηρωίδων τους, κατεβάζεις το παράθυρο και να σου παίρνει το αεράκι τα μαλλιά.
Πόλυ Λυκούργου

Maricel

Maricel του Ηλία Δημητρίου

Η Mαρισέλ έχει αφήσει την τετράχρονη κορούλα της στις Φιλιππίνες κι έχει έρθει στην Κύπρο για να δουλέψει ως οικιακή βοηθός. Την προσλαμβάνει ένα ζευγάρι νεόπλουτων αστών για να φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του άντρα στο χωριό. Η μητέρα του δεν βλέπει καλά, το σπίτι είναι βρώμικο, τα πόδια της δεν την βαστούν κι όλο πέφτει κάτω. Ο πατέρας συνεχίζει τις δουλειές στα χωράφια, αλλά κι αυτός χωρίς πολλά κουράγια. Το ζευγάρι τοὺς επιβάλει την Μαρισέλ, ενώ η πεισματάρα γιαγιά δεν τη θέλει. Η Μαρισέλ μπαίνει σ’ αυτό το σπίτι αθώα, καλοπροαίρετα, φροντιστικά, αλλά αυτός ο τόπος τη διώχνει.

Ο Ηλίας Δημητρίου («Smac», «Fish ’n’ Chips») γράφει και σκηνοθετεί ένα σύγχρονο δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, με θαυμαστές ισορροπίες και προσοχή στη λεπτομέρεια. Μπορεί να μπαίνουμε στην ιστορία μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας που δίνει και τον τίτλο στην ταινία, αλλά δεν κοιτάμε μόνο την σκληρή πραγματικότητα της «ξένης». Ο αντικατοπτρισμός είναι ακόμα σκληρότερος. Το παιχνίδι εξουσίας του ντόπιου είναι περίπλοκο, άλλοτε κρυμμένο κάτω από τη σκόνη της υποκρισίας, άλλοτε μποχάρει απροκάλυπτα και χυδαία. Ομως ο Δημητρίου δεν μένει σε κλισέ σχήματα - δίνει αποχρώσεις τρυφερότητας και καλοσύνης, εξηγεί τις ρίζες της συλλογικής φοβίας, μπλέκει θρύλους και δοξασίες, σκύβει με κατανόηση πάνω από τις δυναμικές ενός ζευγαριού (όποιας ηλικίας), κοιτά με λύπη την ανθρώπινη ανασφάλεια που δεν καλοδέχεται την αθωότητα. Υπάρχει μία αμηχανία στην επίλυση του τέλους (η δραματουργική εξέλιξη της ηλικιωμένης μοιάζει κάπως βεβιασμένη και αστήριχτη), αλλά η ταινία πετυχαίνει κάτι βαθιά ανθρώπινο, οικείο και αληθινό, με δυνατές ερμηνείες και μια πρωταγωνίστρια που σου κλέβει την καρδιά.
Πόλυ Λυκούργου

Μικρός Ανθρωποφάγος

Μικρός Ανθρωποφάγος του Γιάννη Φάγκρα

Ο Πάνος και ο Τζίμης προσπαθούν να δουν πως θα μπορέσουν να βγάλουν μεροκάματο τώρα που η τουριστική περίοδος έχει τελειώσει. Ο Τζίμης έχει μια ιδέα να βρουν ένα ναυάγιο μεταναστών που φημολογείται ότι κρύβει ένα μικρό θησαυρό από χρήματα. Ο Πάνος διστάζει, αλλά τελικά πείθεται. Επιβάτες στο μικρό σκάφος μιας λιγομίλητης αλλά θαρραλέας καπετάνισσας θα φτάσουν μεσοπέλαγα κάπου ανάμεσα στους Φούρνους και την Ικαρία - εκεί όπου βρίσκεται και και συμβολικός «Μικρός Ανθρωποφάγος» του τίτλου - για να ανταγωνιστούν τις πιθανότητες να πιάσουν την καλή.

Στην τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία μετά το «Πες στην Μορφίνη Aκόμα την Ψάχνω» και το «Forget me Not», ο Γιάννης Φάγκρας φτιάχνει ένα θαλάσσιο γουέστερν μικρών ανθρώπων που αναζητούν το μεγάλο όνειρο, με φόντο μια Ελλάδα χωρίς μέλλον, όχι μόνο για όσους πασχίζουν να φτάσουν εδώ ως καταφύγιο αλλά και για τους ίδιους τους κατοίκους της. Η μελαγχολία των ηρώων (με την Εκάβη Ντούμα της «Μορφίνης» να κουβαλά την αλμύρα, τη μοναξιά της θάλασσας και τα προσωπικά της σκοτάδια) αυτής της περιπέτειας είναι και η μηχανή που οδηγεί τον θεατή σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία… τραγωδίας, η οποία όμως δεν επαληθεύει ούτε την υπαρξιακή της φύση, ούτε την κλειστοφοβικό της παράδοξο (ενόσω διαδραματίζεται εκεί έξω), προδομένη από έναν χαλαρό ρυθμό, σκηνές που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται και μια αναστολή να σταθεί κατάματα στο τραύμα.
Μανώλης Κρανάκης

Μη Γελάτε Θα σας Δει ο Κόσμος

Μη Γελάτε, Θα Σας Δει ο Κόσμος του Νικόλα Δημητρόπουλου

Η Μαρία, μόνιμος κάτοικος ελληνικού νησιού, βρίσκεται στην Αθήνα, στο σπίτι της αδερφής της για το μνημόσυνο της μητέρας τους. Εκεί θα μάθει ότι είναι έγκυος και θα απομονωθεί στο εξοχικό της οικογένειας για να.. συγκρουστεί ελεύθερα με τις σκέψεις, τα θέλω και τα όχι της. Η σύγκρουση θα ενταθεί όταν την εγκυμοσύνη της θα μάθει η θρησκόληπτη αδερφή της η οποία θα δει κι αυτή τον φαινομενικά τακτοποιημένο κόσμο της να καταρρέει.

Παρά το παράδοξο της εμπλοκής της θρησκείας που φέρνει ωστόσο στην ταινία κάτι βιωματικό (;), το φιλμ του Νικόλα Δημητρόπουλου - πολύ μακριά από το προηγούμενο εγχειρημά του με το «Καλάβρυτα 1943» - επενδύει στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών του, κυρίως της Μαρίας Αποστολακέα αλλά και ως ιδανικό αντίβαρο αυτή της Μαντούς Γιαννίκου, προκειμένου να μιλήσει με τρόπο καθημερινό για τα μεγάλα θέματα της ζωής: τη μοναξιά, το θάνατο, το χρόνο που περνάει, τον τρόπο με τον οποίο συγκρουόμαστε καθημερινά πριν από την ίδια την κοινωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό. Οχι τόσο υπαρξιακό όσο ακούγεται, ούτε τόσο πρωτότυπο όσο θα είχε νόημα, με συσσωρευμένα επίκαιρα (πολιτικά, κοινωνικά) θέματα συζήτησης που κάπως μοιάζουν «απλά να βρίσκονται εκεί», σίγουρα με μια ανεπιτήδευτη απλότητα που στις πιο εσωτερικές στιγμές του συγκινεί και αφοπλίζει.
Μανώλης Κρανάκης

Θα σ’ Αγαπώ τον Νοέμβρη»

Θα σ’ Αγαπώ τον Νοέμβρη του Σωτήρη Σταμάτη

Ενα χειμωνιάτικο βράδυ τρία διαφορετικά ζευγάρια συναντιούνται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Η Μαργαρίτα κι ο Σπύρος κλείνουν ένα χρόνο χωρισμένοι, με εκείνον να την αγαπά ακόμα και να θέλει απαντήσεις και λύτρωση. Η Μαίρη κι ο Πέτρος, αποξενωμένοι από καιρό, χωρίζουν - εκείνη τον απατά, κι εκείνος φεύγει σε μια βόλτα οργής κι αυτοκαταστροφής. Οι νεότεροι, οι Νίνα κι ο Στέλιος, τώρα ξεκινούν - συναντήθηκαν τυχαία και περπατούν μέχρι το ξημέρωμα ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες ομορφιές που κρύβει η πόλη και η υπόσχεση μίας νέας σχέσης.

Ο Σωτήρης Σταμάτης με τη δεύτερή του ταινία επιχειρεί κάτι που λείπει από το ελληνικό σινεμά: μία αλά Λινκλέιτερ δραμεντί με ιστορίες που αναγνωρίζουμε και μας αφορούν. Παίρνοντας έμπνευση (υποθέτουμε) από το στίχο «will you love me in December as you do in May?», επιχειρεί να κατασκευάσει μία σπονδυλωτή αφήγηση της ευθραυστότητας του έρωτα. Στην αρχή του όλα είναι αισιόδοξα και φωτεινά, σαν ζεστός καλοκαιρινός ήλιος. Τι κάνουμε όμως με τα πρώτα κρύα; Το σκηνοθετικό του βλέμμα είναι ατμοσφαιρικό, ερωτευμένο κι αυτό με την νυχτερινή Θεσσαλονίκη. Πειραματίζεται επιτυχημένα με το στυλ (jump cuts, flashbacks, διάλογοι που σπικάρονται σε ετεροχρονισμένα πλάνα), το χάνει λίγο στο ρυθμό που σε κάποιες σεκάνς πλατειάζει. Το σενάριο είναι σε στιγμές αληθινό, δουλεμένο, εύστοχο, αλλά και σε κάποιες άλλες άνισο - δεν είναι όλα τα ζευγάρια το ίδιο δυνατά. Το συνολικό αποτέλεσμα όμως κάτι έχει - αν όχι καθολικά ερωτεύσιμο, σίγουρα όμως πανάξιο για ένα πρώτο ραντεβού.
Πόλυ Λυκούργου

το οτιδήποτε

Το Οτιδήποτε του Γιώργου Αθανασίου

Δύο φίλοι και μουσικοί ταξιδεύουν σε ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά της Αρκαδίας. Σκοπός τους είναι να ηχογραφήσουν έναν αυτοσχεδιαστικό δίσκο. Μια αδιόρατη όμως επιθυμία για ενδοσκόπηση γεννιέται και στους δύο, παρασύροντας τις βόλτες, τις συζητήσεις και τελικά το δημιουργικό τους ταξίδι σε μια βαθύτερη αναζήτησή για τη μουσική, την επιτυχία, τη ζωή και το θάνατο - το «οτιδήποτε» που έχει νόημα μέχρι να γίνει «κάτι».

Με σαφή αναφορά στο είδος του mumblecore όταν αυτό συναντά την (υπέροχα κινηματογραφημένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη) ελληνική φύση, το «Οτιδήποτε» είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη συζήτηση, στα αγγλικά, ανάμεσα σε δύο φίλους - με τις θεματικές να εναλλάσσονται από τον «καπιταλιστικό ρεαλισμό» μέχρι όσους κλαίνε στις ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν και από το «Pet Sounds» των Beach Boys μέχρι το θάνατο.

Δεν υπάρχει κέντρο βάρους και συχνά οι συζητήσεις (όπως συμβαίνει ωστόσο και στην αληθινή ζωή) δεν ολοκληρώνονται. Οι δύο φίλοι δεν μιλάνε ποτέ για την προσωπική τους ζωή, εκλάμψεις τρυφερότητας διαφαίνονται στα βλέμματα και τη φειδωλή «επαφή» τους ενώ ακόμη κι όταν παίζουν μουσική (πράγμα που κόντρα στο προφανές συμβαίνει σπάνια) νιώθεις ότι θα ήθελαν περισσότερο να συζητούν γι’ αυτό.

Αν κάτι μετατρέπει αυτό το μεγάλο «δοκιμιακό» buddy - vidcast σε κάτι που παρακολουθείς ακόμη και αν δεν προσέχεις πάντα τι λέγεται (και γιατί) είναι μια μελαγχολική υφή στο υπαρξιακό ρυθμό, γνώριμη πλέον στο έργο του του Αθανασίου, όπως και στην πρώτη του ταινία «Τα Ανθη στα Ανθη».
Μανώλης Κρανάκης

κραυγές

Κραυγές του Πέτρου Σεβαστίκογλου

Τρεις γυναίκες νιώθουν πως δεν χωρούν πουθενά. Εγκλωβισμένες μέσα σε στερεότυπα (ηλικιακά, ταξικά και χωροταξικά…) δεν μπορούν να βρουν επαφή με την κοινωνία και όσα αυτή απαιτεί από αυτές σε κάθε φάση της ζωής τους. Μοναδική διέξοδος μοιάζει η φύση, το αρχέγονο κάλεσμα μιας άλλης «γυναίκας/μάνας» που είναι ταυτόχρονα καταφύγιο και αφυπνιστικό εμπειρία - χειραφέτησης, αυτοδιάθεσης, ενδυνάμωσης.

Συνεχίζοντας το διακριτό του ταξίδι στον «αόρατο» κόσμο της ανθρώπινης πολυεπίπεδης κατάστασης, ο Πέτρος Σεβαστίκογλου πειραματίζεται εδώ με τις πολλαπλές εκφάνσεις της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, σε μια ταινία που δεν έχει πρόζα ή διαλόγους, ούτε χρόνο ή τόπο, αλλά σαν μια θεατρική perfomance που κινηματογραφείται διατρέχει τις έννοιες της επανατοποθέτησης των ρόλων μιας γυναίκας σήμερα.

Με τρεις πρωταγωνίστριες που θα μπορούσε να είναι η ίδια γυναίκα, ο Σεβαστίκογλου ανιχνεύει και μόνο τις «συμπεριφορές» κάθε ηλικίας, φέρνει στο προσκήνιο την «αόρατη» γυναίκα που όσο και να θέλει δεν μπορεί να επιβληθεί ακόμη και στον εαυτό της και οδηγεί το φιλμικό του δοκίμιο άλλοτε σε σαφείς, άλλοτε σε συγκεχυμένες, συχνά όμως και σε προβληματικές περιοχές που μοιάζουν να έρχονται από άλλες εποχές εικονογράφησης του γυναικείου σώματος και της επιθυμίας γενικότερα. Σε ένα σύνολο που σαν αίσθηση (μαζί με τη μουσική και το σχεδιασμό ήχου που εντείνουν τις σιωπηλές «κραυγές») αποδεικνύεται πιο ισχυρό σαν δήλωση, από την τελικά επαναλαμβανόμενη, επιτηδευμένη και σε στιγμές υπερβολικά προφανή εικονογράφησή του.
Μανώλης Κρανάκης

Η θάλασσα το χειμώνα

Η Θάλασσα το Χειμώνα του Νίκου Κορνήλιου

«Δεν με ενδιαφέρει η Ιστορία. Εχει λάθος κλίμακα.» Κάτι τέτοιο ξεστομίζει η 27χρονη Ναντίν, μία μεταπτυχιακή γεωλόγος και κόρη μεταναστών στον 60χρονο φύλακα Χρήστο, απόγονο αριστερών μεταλλωρύχων. Εκείνος επιχείρησε να της αφηγηθεί τη μεγάλη απεργία στο ορυχείο, εκείνη δεν αντέχει να κοιτά πίσω, το παρελθόν της είναι επώδυνο. Ομως κι ο Χρήστος έχει ένα τραύμα που μετρά 27 χρόνια: δεν μιλά με την Κατερίνα, την μοναδική γυναίκα αλιέα της περιοχής, τον νεανικό του έρωτα που πλήγωσε, πρόδωσε, εγκατέλειψε - κι ας ζουν τόσο κοντά. Εκείνη, δυνατή, αγέρωχη, αλλά πάντα θυμωμένη, έχει ξεμείνει να προσέχει τον υπερήλικο πατέρα της - τον ψαρά που βάδισε στα βήματα του, αλλά τώρα η άνοια τον έχει κάνει να χάσει τα δικά του. Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι σ’ ένα βιομηχανικό ξερότοπο που κι ο ίδιος κοιτά με βάρος το παρελθόν: απέναντι η Μακρόνησος να ξεβράζει στην χειμωνιάτικη θάλασσα το δικό της ανοιχτό τραύμα.

Ο Νίκος Κορνήλιος («11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου», «Μητριαρχία», «Canto Si Tú Cantas, Τραγουδώ Αν Τραγουδάς») σκηνοθετεί με τρυφερό, ποιητικό, στοιχειωμένο βλέμμα την μοναξιά, τη βουβή απόγνωση, τη ματαιότητα τριών ανθρώπων (και μιας χώρας) παγιδευμένων στα λάθη του παρελθόντος. Αριστοτεχνικά πλάνα, υγρή, σκοτεινή, υποβλητική ατμόσφαιρα, αργός αλλά μεστός κινηματογραφικός ρυθμός, μοντάζ που συνδέει με διακριτικές λεπτομέρειες τις παράλληλες ζωές των χαρακτήρων, καλοκουρδισμένες ερμηνείες (πόσο δυνατό το εκφραστικό πρόσωπο της Παρθενόπης Μπουζούρη, πόσο αισθαντική η μελαγχολία του Βαγγέλη Ρόκκου). Το σενάριο που ξεκινά με αυτή την ουσιαστική ιδέα της προσωπικής/συλλογικής πληγής, κάπως παγιδεύεται στο δρόμο προς την κάθαρση, αλλά ο Κορνήλιος έχει κατασκευάσει ένα τόσο γοητευτικό σύμπαν που δεν σε νοιάζει. Κοιτάς κι εσύ τη θάλασσα και νιώθεις, (συμ)πονάς, όσα παραμένουν άλυτα - απέναντι και μέσα σου.
Πόλυ Λυκούργου

Τομέας 7

Τόμος 7 των Πάνου Παππά, Δέσποινας Χαραλάμπους

Στο ασπρόμαυρο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέλλον, στο μπρουταλιστικό Κτίριο-Πόλη, τη μέγιστη σημασία έχει η διατήρηση της γνώσης. Γι’ αυτό και αποτυπώνεται με κόπο στη μνήμη των «χαρισματικών» (κορυφαία τους η Λάρα), σ’ έναν αγώνα επιβίωσης την ώρα που τα φυτά, βασική πηγή τροφής, μολύνονται και καίγονται. Εκεί, ένας άντρας εμφανίζεται μυστηριωδώς από το παρελθόν, έχοντας παραμείνει νέος: επανέρχεται ξανά και ξανά, διατηρώντας τη νεότητά του, άρα και τη λύση της επιβίωσης, όσο η Λάρα γερνά και η μια επανάσταση διαδέχεται, κυκλικά, την άλλη – το ίδιο και η διαφθορά της εξουσίας.

Το δημιουργικό δίδυμο που επίμονα συντηρεί την επιστημονική φαντασία στο ελληνικό σινεμά, μετά από μικρού μήκους ταινίες όπως τα «Memory Reloaded» και «Identity», περνά στη μεγάλου μήκους με το ίδιο μετα-εξπρεσιονιστικό ύφος του sci-fi, με πιο ολοκληρωμένη αισθητική και, ευπρόσδεκτα, με περισσότερο χιούμορ, ίσως και αυτοσαρκασμό. Παρότι τα αρχαιοπρεπή ονόματα, οι λεπτομερείς ορισμοί των λέξεων, και φράσεις όπως «Είσαι ηλίθιος Πρόεδρε Ροτώριε 790» ή το ες αεί επαναλαμβανόμενο «σκατά στη γνώση!» δεν μπορούν να ληφθούν στα σοβαρά, αυτή τη φορά έχουμε την αίσθηση ότι χωρίς να παραμελούν την επιθυμία και τη φροντίδα τους για τις ταινίες τους, οι δυο δημιουργοί μας κλείνουν χαριτωμένα το μάτι. Και μ’ αυτή τη δόση χιούμορ, η ταινία μπορεί να σταθεί.
Λήδα Γαλανού

Δεξιώσεις

Δεξιώσεις του Φίλιππου Τσίτου

Ο Δήμος Περπατάρης, δημοσιογράφος με ειδίκευση στα αρχαιοελληνικά ρητά, χάνει τη δουλειά του όταν αρνείται να συμβιβαστεί με τις επιταγές της «ανεξάρτητης» εφημερίδας στην οποία εργάζεται. Χωρίς χρήματα, και με την απειλή έξωσης από το διαμέρισμα που ενοικιάζει, θα αναγκαστεί να εργαστεί ως ανώνυμο διαδικτυακό troll μιας «κίτρινης» εφημερίδας και η αναζήτησή του για τροφή θα τον οδηγήσει να γίνει επίτιμο μέλος μιας παρέας η οποία τρυπώνει σε δεξιώσεις στην Αθήνα προκειμένου να φάει δωρεάν.

Στην τέταρτη ταινία του, o Φίλιππος Τσίτος εμπιστεύεται για ακόμη μια φορά τα μικρά παράδοξα της ανθρώπινης… πτώσης, περιγράφοντας και αυτή τη φορά γλαφυρά τα κακώς κείμενα μιας χώρας που χάνει βηματισμό και αξιοπρέπεια παραδομένη σε ένα περιτύλιγμα fake ευδαιμονίας, ανεξαρτησίας, ελευθερίας - σε μια λίστα που μοιάζει ατέλειωτη. Εμπιστεύεται και τον «πρωταγωνιστή του» - εδώ στην τρίτη ταινία μαζί - Αντώνη Καφετζόπουλο ο οποίος περιφέρει τον Περπατάρη σε αυτή την περιπέτεια ανάκτησης της ίδιας της ύπαρξης του με το ειδικό βάρος ενός ηθοποιού που γνωρίζει και το δράμα και την κωμωδία και τις σιωπές και τις κραυγές. Σε μια ταινία που τον αφήνει συχνά μόνο του, χωρίς ισχυρά στηρίγματα δεύτερων ρόλων (παρόλο το έμπειρο και ιδανικά επιλεγμένο καστ) και που δίνει διαρκώς μια φλατ αίσθηση που, από τη φωτογραφία μέχρι το σενάριο, υπολείπεται σε πλαστικότητα και στακάτες εναλλαγές διαθέσεων (από τα κύρια χαρακτηριστικά του «Αδικου Κόσμου» και της «Ακαδημίας Πλάτωνος») αναζητώντας μέχρι και το φινάλε - σαν τον ήρωα της - τις σωστές αποφάσεις σε πρωτόγνωρα, μικρά ή μεγάλα, διλήμματα.
Μανώλης Κρανάκης

Απειρη Γη

Απειρη Γη του Βασίλη Μαζωμένου

«Ζούμε εδώ πάνω στα βουνά ατέλειωτα χρόνια, σε έναν τόπο που δεν φαίνεται από κάτω, θέλει να ψάξεις να τον βρεις, σε μια όμορφη γη που σου μιλά κάθε πέτρα, χώμα και νερό. Εδω ζω κι εγώ στην Απειρη Γη.»
Την ιστορία της νέας ταινίας του Βασίλη Μαζωμένου την αφηγείται ο Λάζαρος. Αυτός που θα σκοτωθεί από ένα φίλο του πατέρα του κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού. Αυτός που θα γεννηθεί με το ίδιο όνομα για να φέρει ξανά τη χαρά στην κοινότητα, να ερωτευτεί την Χάιδω και να παντρευτεί, αλλά και να ξενιτευτεί. Αυτός που σήμερα επιστρέφει στον πατρικό τόπο για να ενώσει την ευθεία γραμμή ανάμεσα στις γενιές.

Το μισό «άπειρο» του τίτλου σε μια Γη που, από τη φύση (!) της διαθέτει κάτι άχρονο, δίνει ο Βασίλης Μαζωμένος υφαίνοντας μια ιστορία που με τη μορφή ενός μύθου (από αυτούς που θα πίστευες ότι υπάρχουν από την αρχή του κόσμου και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά μέχρι το τέλος του) ολοκληρώνει στην πραγματικότητα ένα μιούζικαλ, αφού η αφήγηση ξεδιπλώνεται με τη βοήθεια ηπειρώτκων τραγουδιών σε ένα κύκλο ζωής που δεν τελειώνει ποτέ. Το άλλο μισό «άπειρο» συμπληρώνει ιδανικά και ο Στέλιος Πίσσας που φωτογραφίζει την ηπειρώτικη Γη «κλέβοντας» στην πραγματικότητα το φυσικό φως για να το επιστρέψει πολλαπλάσια αυστηρό και αποκαλυπτικό πίσω στις βινιέτες μιας ταινίας φαινομενικά διαφορετικής από το έργο του Βασίλη Μαζωμένου, σίγουρα εδώ πιο «διακριτικός» στους συμβολισμούς του, αλλά σταθερά πολιτικός, επι-κριτικός, σε μια κατασκευή που τα εξωτερικά της εξωτερικεύουν και την ουσία της.Μανώλης Κρανάκης


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Ξεπερνώντας τα Σύνορα

Tender bafalouka

Tender του Αρη Μπαφαλούκα | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Ξεπερνώντας τα Σύνορα

Το πλατύ χαμόγελο επιτρέπεται, ή μόνο αυτό όπου τα χείλη μένουν κλειστά; Η αγκαλιά αρκείται σ' ένα ταπ ταπ στην πλάτη, ή μπορεί να σ' εγκλωβίσει σαν αρκούδα, σφιχτά; Η τρυφερότητα είναι πηγαίο συναίσθημα ή θησαυρός προς αναζήτηση; Τρεις άνθρωποι την αναζητούν, μέσα από μια προσφερόμενη υπηρεσία τρυφερότητας, σ' ένα σύμπαν λίγο πιο μπροστά στο χρόνο αλλά ταυτόσημο με τη σημερινή ένδεια συναισθήματος.

Μετά την «Απνοια» του 2010, ο Αρης Μπαφαλούκας, έχοντας ακολουθήσει μια παράλληλη διαδρομή αυτά τα χρόνια, επιστρέφει στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους, αυτή τη φορά με μια γαλλο-ελληνική παραγωγή, στη γαλλική γλώσσα και με γαλλική πνευματικότητα. Η σκηνοθεσία του είναι κλασική, στιβαρή, ψύχραιμη. Η ιδέα της αποτύπωσης της σύγχρονης/φουτουριστικής εποχής ως ένα πεδίο όπου το συναίσθημα, η αφή, η τρυφερότητα είναι προϊόντα προς «ενοικίαση» είναι μια ταιριαστή αλληγορία, παρότι τα τελευταία χρόνια συχνά ιδωμένη, από διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτός, όμως, ο συνδυασμός πνευματικότητας, εσωστρέφειας, μιας σχετικής σοβαροφάνειας κι ενός αχνού διδακτισμού, εγκλωβίζει κι αυτός την ίδια την ταινία σε μια σφιχτή αγκαλιά που δεν την αφήνει ν’ αναπνεύσει.
Λήδα Γαλανού

Παραμερίζοντας τα Σύννεφα

Παραμερίζοντας τα Σύννεφα των Μέρι Ντάρλινγκ, Μπρέι Βάντερ, Φελίσια Σομπάνι

H Λέιλα είναι ένα σύγχρονο κορίτσι σε έναν αναχρονιστικό τόπο. Δεν είναι μόνο η μαντήλα που φοράει για να κρύψει τα μαλλιά της που την περιορίζει στο σύγχρονο Ιράν. Καθώς η οικογένεια της δεν είναι ισλαμιστές, αλλά «Μπαχάι» (ανήκουν δηλαδή στους οπαδούς που πιστεύουν ότι οι θρησκείες του κόσμου προέρχονται από τον ίδιο Θεό) η Λέιλα απαγορεύεται να σπουδάσει - πρέπει να κρύψει και το γερό μυαλό και ταλέντο της κάτω από τα μαλλιά, κάτω από τη μαντήλα. Όμως είναι ευτυχισμένη - ζει μέσα σε μία αγαπημένη οικογένεια, δουλεύει και διαβάζει ποίηση στο βιβλιοπωλείο του πατέρα της. Όταν ερωτεύεται τον Σασάν όμως, έναν κοσμικό μουσουλμάνο γιατρό, κάποιοι από τον κύκλο του την βλέπουν ως εμπόδιο και στέλνουν το Καθεστώς να τη φυλακίσει. Θα μπορέσει να προχωρήσει ποτέ μπροστά αυτός ο κόσμος; Θα δει τον ήλιο, παραμερίζοντας τα σύννεφα; 



Η ελληνική συμπαραγωγή που επιχειρεί να εξερευνήσει θέματα πίστης, ταυτότητας, προσωπικής ηθικής, κοινωνικού αποκλεισμού, συγχώρεσης και αγάπης στο σύγχρονο Ιράν - που κάθε άλλο από «σύγχρονο» είναι. Οι δημιουργοί έχουν ξεκάθαρα στόχο ένα mainstream κοινό που θέλει τα διλήμματα και τον πολιτικό διάλογο πλαισιωμένο από ξεκάθαρα «καλούς» και «κακούς» ήρωες και σερβιρισμένο ως ένα ευκολόπιοτο love story με λαμπερές εικόνες και όμορφα πρόσωπα (ακόμα και οι στιγμές των βασανισμών αφήνουν απλώς μερικές φωτογενείς μελανιές στο δέρμα της Λέιλα). Το αποτέλεσμα φαντάζει περισσότερο ως Hallmark Movie, παρά ως φεστιβαλικό στιβαρό δράμα και πιθανώς να προορίζεται για πλατφόρμα (το ότι οι ήρωες μιλούν φαρσί, αλλά και αγγλικά είναι μία ένδειξη).
Πόλυ Λυκούργου

Μάγια & Σαμάρ

Μάγια & Σαμάρ της Ανίτα Ντόρον

Η Σαμάρ είναι μία νεαρή queer Αφγανή που αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι και τη χώρα της, καθώς αυτή της η ταυτότητα μπορεί να της στοιχίσει τη ζωή. Ακόμα κι από τα αδέλφια της -για την τιμή της οικογένειας. Καταφεύγει στην Αθήνα και δουλεύει ως στρίπερ, κρυμμένη (η οικογενειακή βεντέτα συνεχίζεται), αλλά κι απελευθερωμένη ταυτόχρονα: ένα κορίτσι που φορά περήφανα κι ανοιχτά την σεξουαλικότητα της. Γνωρίζει την Μάγια, μία hip, δυναμική Καναδή δημοσιογράφο-αστέρι στο κοινωνικοπολιτικό, φεμινιστικό ρεπορτάζ κι ερωτεύονται. Η κάθε μία όμως έχει και τη δική της ατζέντα…

Ελληνοκαναδική συμπαραγωγή (Filmiki), γυρίσματα στην Αθήνα (την οποία ο φακός της Χριστίνας Μουμούρη καταγράφει λαμπερά, μοντέρνα, ευρωπαϊκά) κι ένα κοινωνικό θέμα με έντονο ενδιαφέρον και αναγκαιότητα να ειπωθεί. Ενα λεσβιακό ζευγάρι με διαφορετικές αποσκευές και βαρίδια, ένα queer love story με πολιτικές επεκτάσεις, αλλά και οι προσωπικές ανάγκες και φιλοδοξίες που βάζουν τρικλοποδιά στον έρωτα δημιουργούν μία γοητευτική ένταση στην δραματουργία. Μόνο που η Ανίτα Ντόρον χάνει την ισορροπία ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό του θέματος της και τη φωτογενή, οριακά ποζάτη αποτύπωση του - ίσως στην προσπάθεια της να απευθυνθεί σε mainstream κοινό. Το οποίο κι ειρωνικά έχασε λόγω της (σκανδαλώδους, ναι) απόφασης για Κ-17 καταλληλότητα για τις queer σκηνές σεξ, ενώ αντίστοιχες ταινίες straight ζευγαριών δεν έχουν μπει σε αυτό το περιοριστικό κουτάκι.
Πόλυ Λυκούργου


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Μια Δεύτερη Ματιά

Αγριες Μέρες

Οι Αγριες Μέρες Μας του Βασίλη Κεκάτου

Η Χλόη μία αυθάδης, ατίθαση 20χρονη που ασφυκτιά στο καταπιεστικό, δυσλειτουργικό πατρικό της, επιλέγει να το σκάσει παρά να δουλέψει για «580 ευρώ» στο πόστο που της βρήκε ο μπάτσος αδελφός της. Τυχοδιωκτικά, αυθόρμητα, χωρίς καν αποσκευές, ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου με προορισμό τον Εβρο και το σπίτι της μεγάλης της αδελφής. Μία οτοστόπ περιπέτεια όμως, μπορεί να είναι περισσότερο επικίνδυνη παρά ρομαντική: σε μία βίαιη -παραλίγο τραυματική- πρώτη εμπειρία διασώζεται από μια παρέα νεαρών. Της συστήνονται ως μέλη μπάντας και περιπλανόμενοι ακτιβιστές κι αρχικά τη φιλοξενούν. Σταδιακά όμως, την αποδέχονται, την υιοθετούν.

Εξι χρόνια μετά το Χρυσό Φοίνικα με την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», ο Βασίλης Κεκάτος κάνει το πολυαναμενόμενο σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους με μία ταινία απόλυτα πιστή στο προσωπικό του σύμπαν. Μία ιστορία νιότης και επανάστασης - μεγαλόπνοη στις ιδέες της και οικεία στα ψυθιριστά της συναισθήματα. Λυρική κι όνειρική στην αισθητική της, βαπτισμένη όμως στην μελαγχολία ενός σύγχρονου κοινωνικού ρεαλισμού. Θλιβερή στις διαπιστώσεις της για τον κόσμο μας, αλλά απέθαντα ρομαντική στον πώς τον κοιτά και πιστεύει ότι μπορεί να τον αλλάξει. Ή θα το προσπαθεί μέχρι να αδειάσει το ντεπόζιτο. Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για την ταινία.
Πόλυ Λυκούργου

σφαγή ΚΑΠΗ

Η Μεγάλη Σφαγή των Β' ΚΑΠΗ Αλίμου, του Αθανάσιου Τόμμυ Σκλάβου

Ενα κινηματογραφικό συνεργείο κάνει ένα ντοκιμαντέρ για μια έκρηξη με 67 νεκρούς στα Β΄ ΚΑΠΗ Αλίμου. Το μυστήριο είναι πυκνό, οι μάρτυρες δεν είναι ακριβώς αξιόπιστοι και μια ιστορία από το παρελθόν έρχεται να ρίξει φως σε μια ομολογουμένως σκοτεινή υπόθεση.

Με ερασιτεχνικό (μέχρι και σε σημείο του άτεχνου) θράσος, μια χιουμοριστική (μέχρι τα όρια του… σχολικού αστείου) διάθεση αναρχίας και με έντονη την αναμόχλευση (αναίτια συχνά) queer στερεοτύπων, το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ του ηθοποιού και σκηνοθέτη Αθανάσιου Tommy Σκλάβου στέκεται σαν μια πραγματικά ανεξάρτητη παραγωγή με δημοτικό - τοπικό (!) χαρακτήρα που, το νιώθεις, ότι θέλει να μην περιοριστεί ούτε από το μηδαμινό του budget, ούτε από την ανύπαρκτη διεύθυνση ηθοποιών, ούτε καν από το άνευ της οποιαδήποτε κινηματογραφικής ταυτότητας που το κατατρέχει.

Κάπου εκεί - στο όριο του ψευδόντοκιμαντέρ και μιας ταινίας που θέλει καταφανώς να καυτηριάσει ελληνικές παθογένειες (ανάμεσα σε αυτές και το ελάχιστα κινηματογραφημένο θέμα της τρίτης ηλικίας), ενός τελικά φιλμικού ανεκδότου και όμως μιας ιστορίας που κρύβει μέσα της και σεναριακό, (ενίοτε) σκηνοθετικό ταλέντο αλλά κυρίως μια queer αυθάδεια, η «Μεγάλη Σφαγή των Β’ ΚΑΠΗ Αλίμου» παρακολουθείται ως σχέδιο για μια ταινία που θα ήθελες πολύ να δεις και να απολαύσεις για να αναγνωρίσεις το πάθος με το οποίο είναι φτιαγμένη αλλά και να απαιτήσεις «επαναληπτικά γυρίσματα τώρα».
Μανώλης Κρανάκης


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.


Ειδική Προβολή

Ηλέκτρα 7

Ηλέκτρα 7 των Αλέξανδρου Βούλγαρη, Σοφίας Εξάρχου, Νεριτάν Ζιντζιρία, Χριστίνας Ιωακειμίδη, Μπάμπη Μακρίδη, Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, Ελίνας Ψύκου | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Ειδική Προβολή

Η ιστορία του Ορέστη και της Ηλέκτρας τοποθετείται στο σήμερα σε μια πολυτελή βίλα με πισίνα και μοντέρνα έργα τέχνης. Η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας εξιχνιάζεται με όλα τα πρωτόκολλα από αυστηρή αστυνομικό, οι νεαροί ύποπτοι, αδέλφια σακατεμένα ψυχικά από την οικογενειακή δυσλειτουργία και αφόρητα δεμένα μεταξύ τους, το σκάνε ζώντας σε κλειστο water park τις τελευταίες στιγμές ξεγνοιασιάς και παιδικότητας, ενώ ένας χορός από μικρά παιδάκια, που είδαν το έγκλημα, το ξαναζούν για πάρτη τους, αλλά και για την αστυνομία. Ακολουθεί η σύλληψή τους, η αναπαράσταση του εγκλήματος, η δίκη, η καταδίκη του Ορέστη και αθώωση της Ηλέκτρας και η επιστροφή της τελευταίας στο οικογενειακό σπίτι και την επιχείρηση φύλαξης του δολοφονημένου πατέρα της για μια τελευταία πράξη κάθαρσης.

Αθλος μέγας των εφτά σκηνοθετών και του μοντέρ Γιώργου Μαυροψαρίδη, είναι το πώς σε αρπάζουν και σε καθηλώνουν από το πρώτο δευτερόλεπτο οι εικόνες της ταινίας, ακόμα και οι πιο απρόσμενες και κρυπτικές, το πίσω-μπρός στην ιστορία, η ποίηση, το μυστήριο και η αμφισημία της. Εδώ δεν υπάρχουν βεβαιότητες που συγκρούονται, η οργισμένη κόρη από τη μια και η αγέρωχη μητέρα από την άλλη, που σπαράσσονται για έναν δολοφονημένο πατέρα-Βασιλιά. Κάθε τραύμα και κακό από τα παλιά έρχεται χωρίς λόγια, σαν αστραπή, σαν θραύσμα, βιαστικό, μαυρόασπρο. Δεν έχει, λες, σημασία το πώς και γιατί δυο νέα παιδιά έφτασαν στη μητροκτονία, μόνο η δική τους σχέση, η αγάπη και η φροντίδα που τα δένει από μικρά, καταφύγιο και σωτηρία από την οικογενειακή κόλαση. Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix.
Βένα Γεωργακοπούλου


Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα όλα όσα συνέβησαν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.