Δυο έφηβοι, ένας ελεγκτής εισιτηρίων και ένα ζευγάρι σε μια καλοκαιρινή ημέρα στην Αθήνα.
Στο Tungsten ο κόσμος είναι ασπρόμαυρος. Ισως γιατί ο χώρος ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο είναι ο μόνος ικανός για να αναδείξει τα κοντράστα μιας ταινίας που μιλάει πρωτίστως για τη βία. Ετσι ξεκινάει άλλωστε. Ετσι συνεχίζει. Και έτσι τελειώνει το «Tungsten». Με σκηνές βίας, αναίτιας και με αιτία, λεκτικής ή και απόλυτα βουβής, αφανούς αλλά και ορατής ακόμη και στο σφύριγμα ενός τρένου καθώς αυτό σπάει το μονότονο βουητό της πόλης.
Η βία, όμως, δεν είναι ο μόνος uncredited πρωταγωνιστής του «Tungsten». Καμία ιστορία από τις τρεις που εξελίσσονται παράλληλα στη διάρκεια μιας ημέρας ενός «αποκαλυπτικού» καλοκαιριού δεν θα ήταν η ίδια αν δεν βρισκόταν κάτω από το άγρυπνο, ανησυχητικό, σχεδόν απόκοσμο και όμως ταυτόχρονα οικείο βλέμμα μιας άγνωστης Αθήνας.
Σαν κατά λάθος παίχτες ενός video game, οι ήρωες του «Τungsten» καλούνται να αποφύγουν το game over περνώντας πίστες επιβίωσης. Μικροσκοπικοί, μέσα στο φυσικό σκηνικό μιας πόλης που μοιάζει δυσανάλογα μεγαλύτερη απ’ αυτούς, βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Μέσα σε μέσα μαζικής μεταφοράς, αυτοκίνητα και πεζή διανύουν την απόσταση ανάμεσα σε μια φαινομενικά ανιαρή καθημερινότητα που όμως στο τέλος της μέρας δεν θα βρεί κανέναν απ’ αυτούς τον ίδιο άνθρωπο.
Αν τους ενώνει κάτι, περισσότερο από το προφανές – ότι για μια στιγμή στη ζωή τους έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους – είναι το γεγονός πως όλοι τους συναντιούνται σε μια στάση αυτού του αστικού road movie για να αναμετρηθούν με μια κοινωνία που δεν έχει καμία πρόθεση να δείξει έλεος στους αδύναμους, τους ξένους (μετανάστες και μη) και όσους δεν είναι διατεθειμένοι να υποκύψουν αμαχητί σε μια macho αντίληψη για τον ανδρισμό, την εξουσία και το παιχνίδι της επιβίωσης.
Φλερτάροντας άλλοτε επιπόλαια και άλλοτε από ανάγκη με τη βία, όλοι οι καθημερινοί άνθρωποι του «Tungsten» γίνονται στη διάρκεια αυτού του «ταξιδιού» τους σύμβολα διαφορετικών ηλικιών, τάξεων και καταβολών μια κοινωνίας σε τέλμα. Και η νομοτελειακή ήττα τους γεννά μετά τους τίτλους τέλους μια βασανιστική ερώτηση: «τι θα συμβεί μετά;».
Ισως γι’ αυτό δεν ενοχλεί ιδιαίτερα το γεγονός πως το σενάριο του «Tungsten» δίνει στο φινάλε του κάθε ήρωα πιο γρήγορες λύσεις απ’ όσο θα έπρεπε, πως οι ιστορίες του αποδεικνύονται λίγο μετά τη μέση ανισομερείς, με αυτή των δύο εφήβων να κλέβει την παράσταση και πως το φλερτ του Γεωργόπουλου με την πρόκληση μοιάζει σε στιγμές αμήχανο.
Αντίθετα, όμως, με τις προφανείς επιρροές του (που ξεκινούν από το «Μίσος» του Ματιέ Κάσοβιτς και καταλήγουν στο σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη), το «Tungsten» δεν είναι μια θυμωμένη ταινία. Ούτε μια ταινία – αντανάκλαση μιας συλλογικής οργής που θέλει να προκαλέσει σοκ. Στην πραγματικότητα είναι μια μικρή ταινία που γνωρίζει τις διαστάσεις της και που την ενδιαφέρει να καταγράψει μια διαδρομή η οποία με τον ίδιο τρόπο που οδηγεί στην τραγική κατάληξη των ηρώων της θα μπορούσε να συνεχίζεται στο διηνεκές.
Μια ταινία βαθιά πεσιμιστική με μια λιγότερο απ’ ότι ακούγεται απαισιόδοξη αντίληψη για τον γύρω της κόσμο. Σαν το βλέμμα ενός παιδιού που μετά από ένα – έστω και ολιγόλεπτο blackout – γνωρίζει πως όλα γύρω του θα μοιάζουν ασπρόμαυρα πριν τα μάτια του συνηθίσουν και πάλι στο φως.
Το «Tungsten» κυκλοφορεί σε κοινή διανομή με τον «Ξεναγό» του Ζαχαρία Μαυροειδή.