Ο Ιάσονας κατεβαίνει στην Αθήνα ξεκινώντας την νέα του φιλόδοξη καριέρα ως «ξεναγός αρχιτεκτόνων». Το γκρουπ του αποτελείται από φοιτητές αρχιτεκτονικής από το εξωτερικό που ολοκληρώνουν το Erasmus τους στην Θεσσαλονίκη. Σύντομα ο Ιάσονας έρχεται αντιμέτωπος με τις ετερόκλητες απαιτήσεις των φοιτητών που προτιμούν έναν πολύωρο καφέ ή μία επίσκεψη σε νεκροταφείο από μία ξενάγηση στην Ακρόπολη. Παράλληλα, βρίσκεται ξανά με την πάλαι ποτέ κολλητή του φίλη Μυρσίνη. Παγιδευμένος ανάμεσα σε μία φίλη που τον βλέπει όλο και λιγότερο σαν φίλο και ένα γκρουπ που τον βλέπει όλο και λιγότερο σαν ξεναγό, ο Ιάσονας θα αναγκαστεί να δώσει μια λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα.

Υπάρχουν ταινίες που δεν είναι τέλειες, αλλά που είναι ακαταμάχητες. Που όπως και με τους ανθρώπους, μια κάπως στραβή μύτη, ένα μάτι που φεύγει λίγο αλλού, μερικά κιλά παραπάνω, κάνουν τη διαφορά μεταξύ του όμορφου και του ερωτεύσιμου, μεταξύ του άψογου και του επιθυμητού.

Ο «Ξεναγός», πρώτη ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή φορά της ατέλειές της με περηφάνια στο μανίκι, ή καλύτερα, σαν χαρτάκι με το όνομά τους στο μέτωπο. Δεν είναι μια ταινία που φιλοδοξεί να είναι τέλεια (και να ήθελε δεν θα μπορούσε, μια που έχει γίνει με υστέρημα χρημάτων και περίσσευμα αγάπης) αλλά που θέλει να σε κάνει να την ερωτευτείς. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ.

Δεν βλέπεις συχνά στο ελληνικό σινεμά ανθρώπους τόσο αναγνωρίσιμους σε ιστορίες τόσο ανάλαφρες, αλλά όχι ελαφρές. Δεν βλέπεις παρά σπάνια πια την Αθήνα με τόση αγάπη, με την ιδιότυπη έστω αγάπη που νιώθουν γι αυτή οι άνθρωποι που τη ζουν, την περπατούν, την αντέχουν. Δεν έχεις συνηθίσει κάποιον να μιλά με τόσο απροσποίητο και ειλικρινή τρόπο -και με την σοβαρότητα που τους αναλογεί- όχι για τα «επείγοντα» και τα «σημαντικά», αλλά για τα μικρά και τα καθημερινά. Οχι για τις στιγμές του δράματος ή της έκστασης, αλλά για αυτές της αμηχανίας και της αβεβαιότητας.

Κακά τα ψέμματα η ζωές μας είναι φτιαγμένες περισσότερο από τις δεύτερες παρά από τις πρώτες. Στο φιλμ του Μαυροειδή είναι όλες εκεί, ιδωμένες με χιούμορ και τρυφερότητα, με διάθεση αναγνωριστική και ματιά διερευνητική. Ο ήρωας της, γίνεται και δικός μας ξεναγός σε μια διαδρομή αυτογνωσίας, σε μια πορεία γεμάτη γνώριμα σημάδια, αλλά και λάθος στροφές, αδιέξοδα, άσκοπους κύκλους.

Βάζοντας την έννοια της ταυτότητας, της ανακάλυψης της, στο κέντρο της ιστορίας του, «ο Ξεναγός» συμβουλεύεται πάντα το χιούμορ σαν οδηγό. Το κοντινότερο κινηματογραφικό είδος με το οποίο θα μπορούσες να περιγράψεις το φιλμ ίσως να ήταν αυτό των ρομαντικών κομεντί, όμως ο χαρακτήρας του Ιάσονα, έχει κάτι από την νευρική γοητεία του Γούντι Αλεν, η κάμερα και η ιστορία κάτι από την ευθύτητα της nouvelle vague, την multi-culti γοητεία του «L Auberge Espagnole» και την απενοχοποιημένη slice-of-life φύση του αμερικάνικου DIY σινεμά.

Το μεγαλύτερο ατού της είναι δίχως άλλο η φρεσκάδα της. Αλλά όχι μόνο. Μαζί και η τρυφερότητα της. Οι μικρές ιδέες που φτιάχνουν σκηνές που θα μείνουν στην κινηματογραφική μυθολογία μιας πόλης που αντίθετα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες την στερείται. Η έξυπνη ματιά του πάνω στα στερεότυπα, το κλείσιμο του ματιού στα ελληνικά κλισέ, απ την Ακρόπολη ως τον φραπέ.

Ο τρόπος που συλλαμβάνει τον ήρωά της ανάμεσα στο πριν και το μετά της ζωής του, την πόλη μπερδεμένη ανάμεσα στα μνημεία και την καινούρια της ταυτότητα. Η οποία μπορεί να επαναδιαπραγματεύθηκε ραγδαία από το προπερασμένο καλοκαίρι των γυρισμάτων μέχρι σήμερα, αλλά που θα εξακολουθεί να είναι ζητούμενο για πολύ καιρό μετά το πέρας της κρίσης. Ή αν προτιμάτε, υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, μπορείτε να δείτε την ταινία, την ευρωπαϊκή παρέα των επισκεπτών και τον Έλληνα ξεναγό τους, ως την βάση μιας παραβολής, αλλά έτσι πιθανότατα θα χάσετε την απολαυστική ελαφρότητα, την γοητευτική εξυπνάδα ενός φιλμ που ασφαλώς δεν εξαντλείται στο πρώτο του επίπεδο, αλλά που σε καμιά περίπτωση δεν χρειάζεται να εφεύρει συμβολισμούς ή να καταφύγει σε εξυπνάδες για να προσποιηθεί κάτι βαθύτερο, πιο «σοβαρό» από αυτό που είναι.

Ειδικά όταν «αυτό που είναι», είναι κάτι τόσο ακαταμάχητο και αληθινό.

Ο «Ξεναγός» κυκλοφορεί στις αίθουσες σε κοινή διανομή με το «Tungsten» του Γιώργου Γεωργόπουλου.