Οπως κάθε χρόνο, απλώς, αυτή τη φορά, διαδικτυακά, το Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που κάνουν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - φέτος 13 στο τμήμα Επίσημη Πρώτη (ανάμεσά τους και 3 στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ και 2 στο νεοσύστατο Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbours), 2 στο τμήμα Ξεπερνώντας τα Σύνορα, 3 στο τμήμα Δεύτερη Ματιά.
Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες μετά την επίσημη προβολή τους στο site του Φεστιβάλ.
Καθώς το 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γίνεται online και για να μην χάσουμε την υπέροχη ευκαιρία να συζητάμε και τις ταινίες που βλέπουμε μαζί σας, το Flix προσκαλεί τους αναγνώστες να γίνουν αυτές τις μέρες guests-κριτικοί και να μας στέλνουν τις κριτικές τους για ό,τι βλέπουν.
Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς
Επίσημη Πρώτη
Σαρμάκο: Μια Ιστορία του Βορρά του Μάρκου Παπαδόπουλου
Βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1949. Ο Εμφύλιος μοιάζει να έχει λήξει, αλλά στον τεκέ «Μακεδονικόν» κάπου στη Θεσσαλονίκη η ατμόσφαιρα είναι έκρυθμη. Χαμένα κορμιά, κουτσαβάκια, πρώην πόρνες και κάθε λογής καρύδι παρακολουθούν τη μετάβαση μιας χώρας από το χάος στο σκοτάδι. Αναμεσά τους ο Αντώνης, ο ιδιοκτήτης, που προσπαθεί να κρατηθεί πολιτικά ουδέτερος και να μετατρέψει το μαγαζί του σε χώρο μουσικής και διασκέδασης, αφήνοντας τα ρεμπέτικα να αφηγηθούν τις ιστορίες κάθε μικρού ή μεγάλου πρωταγωνιστή της σύγχρονης ελληνικής... τραγωδίας. Μια είδηση όμως στην εφημερίδα θα ζωντανέψει το παρελθόν του που 15 χρόνια τώρα προσπαθεί να ξεχάσει.
Είναι σαφής η πρόθεση του πρωτοεμφανιζόμενου - μόνιμου κάτοικου Γερμανίας - Μάρκου Παπαδόπουλου (που συνεργάστηκε εδώ με φοιτητές του κινηματογραφικού τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) να απομονώσει ένα κομμάτι ιστορίας της Θεσσαλονίκης και μέσα σε αυτό να απλώσει σε μορφή μυθοπλασίας μια ιστορία που προφανώς αντλεί από την πραγματικότητα και θα μπορούσε να έχει συμβεί, αναδεικνύοντας τη γνώριμη αν και διαρκώς επείγουσα υπενθύμιση των πολύπλευρων απωλειών κάθε (εμφύλιου) πολέμου. Οπως είναι σαφής και η έρευνα που βρίσκεται πίσω από τις διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες εξελίσσεται η ιστορία (1949 και 1936), στην επιλογή των τραγουδιών (από την κομπανία με την Βάσω Βασιλειάδου και τον Αλέκο Τσολάκη) ή στον βασικό χώρο δράσης του φιλμ, το «Μακεδονικόν», ιστορικό όπως του πρέπει στέκι της εποχής.
Από την πρόθεση μέχρι την υλοποίηση, ο θεατής βρίσκεται ενώπιον μιας άτεχνης προσπάθειας που ενώ προσπαθεί να κρύψει περίτεχνα την έλλειψη budget με μινιμαλιστικές (σκηνογραφικες κι όχι μόνο) λύσεις, προδίδεται διαρκώς από τις «θορυβώδεις» και με ανεξήγητο φετίχ στις κραυγές ερμηνείες, από την μονοκόμματη σκηνοθεσία που θυμίζει πρόβα για το τελικό ντεκουπάζ που δεν έγινε ποτέ, τα τραγούδια που μετά από λίγο σταματούν να σχολιάζουν δημιουργικά τα τεκταινόμενα και την αψυχολόγητη έλλειψη μοντάζ που «κρατάει» τις σκηνές και στα περίπου 120 λεπτά της διάρκειας της την καθιστά μια ταινία τελικά αδύναμη, αδιάφορη, «σπουδαστική» - πιο φιλόδοξη από τις ικανότητές της, πιο σίγουρη από τις πραγματικές δυνατότητές της. Μανώλης Κρανάκης
Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη
«Ενας Πέτρος είναι, άμα τον έχεις ακουστά», λέει ο Βαγγέλης στον μηχανικό φίλο του που ενίοτε τον φροντίζει στο τροχόσπιτο της μάντρας του στις παρυφές της πόλης, όταν ο μικρός έχει μπλεξίματα. Το απόσπασμα από την αντίστοιχη σκηνή είναι και το teaser της νέας ταινίας του Φωκίωνα - «Κάθαρση» - Μπόγρη, της οποίας το σενάριο ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από μια πραγματική του γνωριμία. «Πέτρος, ναι… Πέτρος… χμ», απαντάει ο προστάτης. Και το teaser τελειώνει πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του: «Να προσέχεις».
Ο Πέτρος είναι ο καινούργιος γκόμενος της Κατερίνας, της αδελφής του Βαγγέλη που, παρότι κοντά στα 40 πια, ντιλάρει ακόμα κάνναβη, χωρίς να μπορεί να σταυρώσει αξιοπρεπή απασχόληση λόγω μη έντιμου πρότερου βίου. Ο Πέτρος δεν είναι απλώς ο χαρακτηριστικός νεοέλληνας κάφρος με την ακόμα τυπικότερη μάτσο δυσανεξία. Είναι λέρα ολκής. Αλλά ακόμη δεν το ξέρουμε. Γιατί μια χαρά μοιάζει να συνεννοούνται ο ντίλερ με τον «γαμπρό» του αρχικά, στο πρώτο μισάωρο περίπου του «Πρόστιμου», κι ενόσω σκιαγραφούμε τον Βαγγέλη μέσα από τις επισκέψεις του σε φίλους και συνεταίρους, μια τραβεστί που επίσης του παρέχει στέγη όταν έχει ανάγκη, συνεντεύξεις για δουλειές χωρίς αποτέλεσμα... Μέχρι που αργά, αλλά με μεθοδικότητα ψαρωτική, ο Πέτρος θα αρχίσει να τον παρασύρει στο έγκλημα.
Ολα τα παραπάνω θα ξετυλιχθούν με ακρίβεια «οικονομιδική», σε μια ταινία που μιλά φανερά τη γλώσσα του δημιουργού του «Σπιρτόκουτου» και της «Μπαλάντας…», αν και μερικά κλικ πιο γειωμένη στον ρεαλισμό, ίσως πιο κοντά στο θεατρικό διαμάντι του, «Στέλλα Κοιμήσου». Καθόλου τυχαία, εξάλλου, η μακιαβελική φιγούρα του αμίμητου Στάθη Σταμουλακάτου, πρωταγωνιστή της «Στέλλας…» και μόνιμου συνεργάτη του Γιάννη Οικονομίδη. Ούτε η παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη στον σύντομο ρόλο του τραμπούκου θυρωρού, του Βαγγέλη –«Πέτρος… χμ»- Μουρίκη ή του Βασίλη Μπισμπίκη ως νονού των Νοτίων Προαστίων.
Περνώντας από το άγχος στην απορία κι από εκεί στη συνειδητοποίηση, η φάτσα του νεόφερτου Βαγγέλη Ευαγγελινού σκανάρει όλους τους παραπάνω με κάποια ψυχραιμία και στωικότητα που όμως δεν αναιρούν το σταδιακό «φόρτωμα». Το οποίο θα εκτονωθεί εν τέλει σε ένα «Πρόστιμο» βαρύ για όλους, σε ένα ελληνικότατο νουάρ που θα μπορούσε, παρεμπιπτόντως, να λέγεται και «Meet the Neighbors», όπως ο τίτλος του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος του ΦΚΘ όπου συμμετέχει το φιλμ, εκτός από το αμιγώς ελληνικό πρόγραμμα. Ρόμπυ Εκσιέλ
Ντάνιελ ‘16 του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Από το 1980, λένε οι αρχικοί τίτλοι της ταινίας του έμπειρου ντοκιμαντερίστα Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, λειτουργούν στην Ελλάδα παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για προερχόμενους από γερμανόφωνες χώρες ανήλικους με αποκλίνουσα ή ήπια παραβατική συμπεριφορά. Σκοπός των μικρών αυτών κοινοτήτων είναι να προσφέρουν στους τροφίμους μια εναλλακτική έκτιση των ποινών τους και να βοηθήσουν στην ομαλή κοινωνική τους επανένταξη.
Όμως το «Ντάνιελ ΄16» δεν είναι ντοκιμαντέρ, όπως θα προϊδέαζε η εν λόγω κάρτα σε συνάρτηση με την προϋπηρεσία του δημιουργού του «Μανάβη» και του «Σιωπηλού Μάρτυρα». Είναι, ωστόσο, μια κάποια τεκμηρίωση, με τον ανάλογο τρόπο που είναι και οι ταινίες των Νταρντέν ή του Κεν Λόουτς, για να αναφέρουμε τρεις από τους γνησιότερους και πιο ευαίσθητους ρεαλιστές που έχουν εντρυφήσει στην παραμελημένη μετεφηβεία. Με τον τρόπο που παρακολουθεί τον φερώνυμο αντιήρωά του, έναν 16χρονο Γερμανό χωρίς πατέρα, στις βουβές του μοναξιές και τις θρασείς του εξεγέρσεις στο κέντρο επανένταξης στον Εβρο, τα άγχη και τις ενοχές του για τα πταίσματά του, τη διστακτική του φιλία με έναν νεώτερο τρόφιμο που τον θαυμάζει σχεδόν και τη σχέση προστασίας που αναπτύσσει με έναν ανήλικο Σύρο πρόσφυγα -και έτσι, ωσότου ο νεαρός εμπεδώσει τον γεμάτο αντιφάσεις και αδικία κόσμο που τον περιβάλλει. Μια κάποια τεκμηρίωση, γιατί μπορεί να μην απαντά στο ερώτημα τι θα απογίνουν αυτά τα παιδιά, αλλά προτείνει, έστω και μέσα από ένα χρονικό που έχουμε ξαναδεί σε πολλές παραλλαγές, την πυξίδα για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον.
Αγνωστο αν ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, εδώ στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους φιξιόν του μετά τον «Γιο του Φύλακα» σε μια καριέρα τριών σχεδόν δεκαετιών, έχει βιώσει μια παρόμοια ιστορία από πρώτο ή άλλο χέρι. Και αδιάφορο, τελικά. Διότι έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία στο σινεμά αν έχεις ζήσει αυτό που αφηγείσαι. Το πώς το κοιτάς προέχει. Και τούτος ο δημιουργός, που ακόμα και σε μια τηλεοπτική προσωπογραφία του Γιάννη Καστρίτση κατορθώνει να ρίξει ίσκιο ανατριχιαστικό, το κοιτά με μια μέθεξη που σε ταρακουνά, με μια ειλικρίνεια που σε αφοπλίζει, με κατανόηση και τρυφερότητα που σε σκλαβώνουν. Ρόμπυ Εκσιέλ
Ενας Ησυχος Ανθρωπος του Τάσου Γερακίνη
Ο Μάκης ζει σε ένα ακριτικό νησί που συνορεύει παρά κάτι μέτρα θάλασσας με την Τουρκία. Οινοποιός που δεν καταφέρνει να ζήσει από το επάγγελμα του, παλεύει με τα χρέη που τον πνίγουν, τους πελάτες του που δεν τον παίρνουν στα σοβαρά, τους εργάτες που τους χρωστάει μεροκάματα, την απώλεια της συζύγου του και κυρίως την κόρη του που θέλει με κάθε τρόπο να αποδράσει για την Αθήνα, δίνοντας τροφή στις κακόβουλες φήμες του μικρού επαρχιακού περιβάλλοντος.
Στο παραπέντε, ο Μάκης θα κλείσει μια δουλειά με το αντίτιμο της οποίας θα μπορέσει να ξεχρεώσει, αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή ένας επικίνδυνος δραπέτης θα τον πιάσει όμηρο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αλλάζοντας εντελώς την πορεία των πραγμάτων. Ο Μάκης θα υποκριθεί ότι ο άγνωστος άντρας έχει έρθει για να τον βοηθήσει στην παραγγελία προκειμένου να μην καταλάβει τίποτα η κόρη του, αλλά η τελευταία θα γίνει γρήγορα συνένοχος σε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε τρεις που θα γίνει ταυτόχρονα η σωτήρια τους και η καταστροφή τους.
Ενδιαφέρουσα και μελετημένη απόπειρα ψυχολογικού θρίλερ - είδους που απουσιάζει από το ελληνικό σινεμά - που παίζει με τους κανόνες του είδους, αλλά κρύβει στην καρδιά του μια ανθρώπινη σχέση που δίνει στο ντεμπούτο του Τάσου Γερακίνη μια υπαρξιακή χροιά που σε ευθεία γραμμή με το έρημο, αναχρονιστικό τοπίο του νησιού και τα χρώματα της γης μοιάζει σχεδόν σαν ένα σύγχρονο γουέστερν, μια παραβολή πάνω στο αρχέγονο θέμα του ανθρώπου που μαζεύει μέσα του το βάρος όλου του κόσμου πριν το εκτοξεύσει γύρω του σαν τελική πράξη δικαίωσης.
Τι κρίμα που ακριβώς τη στιγμή που το δράμα αναδιπλώνεται σε ένα κλειστοφοβικό φιλμ τρόμου, ο Γερακίνης κατεβάζει την ένταση, μένοντας μετέωρος για πολλή ώρα πριν φτάσει στο λυτρωτικό φινάλε. Στη διαδρομή προδίδεται έκδηλα από μια αμηχανία στην κορύφωση των σκηνών και από την σε όλη τη διάρκεια της ταινίας εκτός ρυθμού ερμηνεία της Κατερίνας Παπαναστασάτου η οποία ωστόσο αντισταθμίζεται από την επιβλητική παρουσία του Χρήστου Στρέπκου και σε ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό από τη δωρική φιγούρα και την υποκριτική ακρίβεια του Τάκη Σακελλαρίου σε ένα ρόλο που αποδίδει με συνέπεια τα δέοντα και στην κυριολεξία και στην ειρωνία του τίτλου της ταινίας. Μανώλης Κρανάκης
Γυμναστήριο του The Boy
Ο The Boy δεν έκανε ποτέ, ως τώρα, μια ταινία του ίδια με μια άλλη - και να που αυτή, η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, είναι η πιο διαφορετική απ' όλες στο μινιμαλισμό της, αλλά ίσως κι η πιο προσωπική της εξελισσόμενης ωριμότητάς του, μια ταινία καθόλου και απόλυτα του The Boy.
Με σχολαστική τάξη, η ταινία μοιράζεται σε 17 μονολόγους. Ο καθένας κρατά γύρω στα δέκα λεπτά, όλοι είναι τραβηγμένοι σε σταθερό πρεμιέρ πλάνο, με μαύρο φόντο. Τέσσερα στοιχεία: το μαύρο, το πρόσωπο, το σενάριο, η μουσική - γεμάτη η ταινία με τη μουσική του Boy που, σε στιγμές, αλήθεια αγγίζει τον Μπανταλαμέντι του '90 και του Ντέιβιντ Λιντς. Αυτοί οι δεκαεπτά άνθρωποι πηγαίνουν σ' ένα γυμναστήριο (δήθεν) και παίζουν σε μια ταινία (δήθεν) - έχουν γνωρίσει τον «σκηνοθέτη», κάποιοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Αλλά, κυρίως, είναι αυτοί, οι ίδιοι, που μιλούν για τον εαυτό τους και τον ήρωά τους. Για τα πάντα. Απέναντι στον καθρέφτη-φακό.
Δύο οφειλές έχει ο Boy στον Αντι Γουόρχολ μ' αυτή την ταινία: την παράδοση των audition tapes, αν και στο έγχρωμο. Και την απίστευτη ελευθερία του ότι αυτή είναι μια ταινία που βλέπεται όπως θες. Δύσκολα μονορούφι, για 165 μακριά λεπτά που τεντώνουν τις αντοχές, ή κομματιαστά, αν την έχεις μαζί σου για παρέα, δυο-τρεις γνωριμίες τη μέρα, λίγα όνειρα, λίγες μνήμες. Και παρότι ο σκηνοθέτης κλειδώνει για λίγο στο συρτάρι τον εικαστικό εαυτό του, η ταινία του είναι μαγικά κινηματογραφική: είναι η αποθέωση του σεναρίου και της ερμηνείας του ηθοποιού, χωρίς μεσάζοντα, είναι η αμεσότητα του βλέμματος που κοιτά το φακό, είναι όλες του οι εμμονές κι όλοι του οι φίλοι κι η οικογένειά του και η δική μας, μέσα σε 17 μικρές ιστορίες, η καθεμιά ικανή να γίνει ταινία.
Αν ήμασταν τώρα στο Φεστιβάλ, πραγματικά, από κοντά, θα μιλούσαμε τα βράδια για το ποιος ήρωας ήταν ο αγαπημένος μας. Η υπέροχη Σάντρα που τρώει τοστ με σαλάμι-μαγιονέζα και της λείπει ο μπαμπάς της, που την έλεγε «φράουλά μου», ο Μπλε που με το ταξί αντί να πάει Νέα Φιλαδέλφεια πάει Νέα Σμύρνη γιατί ντρέπεται να διορθώσει τον ταξιτζή που παράκουσε, το κορίτσι που πιστεύει ότι τα φιλιά που 'χει χάσει, θα τα πάρει κάποια στιγμή μαζεμένα, η Φιλίτσα που την τρομάζουν οι ταινίες με οικογένειες, η μαμά της Χαρούλας που χώρισε από τον Θεό κι ο μπαμπάς της που ταξιδεύει στο φεγγάρι. Death girls, daddy issues, λαϊκο-φασαίοι, ποζεράδες και μπαλαδόροι, σε μια σειρά από ιστορίες που συνδέουν τον Βοκάκιο με το «The Ballad of Buster Scruggs» των αδελφών Κοέν, κι όμως αφοπλιστικά αληθινές.
Ο Boy βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τ' ανθρώπινα προσωπεία, για τους ρόλους που αναγκαζόμαστε ή θέλουμε να φοράμε, για τη συστολή, για την αδυναμία του σώματος, για τον έρωτα, για την απώλεια, τον ανταγωνισμό και την ενοχή, σε μια πορεία που ξεκινά με χιούμορ και, χωρίς να το χάνει, γίνεται προοδευτικά όλο και πιο νταρκ και, μαζί, διεισδυτική, καθώς τα μάτια κάθε (μετα)ηθοποιού, γυαλίζουν από μια λίμνη δάκρυα και του θεατή ταυτόχρονα. Μ' έναν άλλο τρόπο αυτή τη φορά, πιο αγνό, πιο συγκεντρωμένο, πιο τρυφερό ίσως, ο Boy μιλά και πάλι για τους ανθρώπους με τα σπασμένα φτερά - όπως πάντα. Και σε μια ταινία που, περισσότερο απ' όλες του, αποβάλλει, έντεχνα φυσικά, όλα της τα στολίδια και συνοψίζει την ανθρώπινη αλήθεια. Μ' έναν τρόπο που αγγίζει απ' ευθείας τη γλύκα της παιδικής μνήμης, όπως η ακαταμάχητη λέξη «σωβρακάκια», ή την αγωνία του αύριο, όπως η συντριπτική φράση, «δεν θέλω να υποφέρουμε, δώστε μας ζωή να συνεχίσουμε». Τη δική μας ζωή, σε δεκαεπτά άνισες, αξέχαστες πράξεις. Λήδα Γαλανού
Πολίτης Τρίτης Ηλικίας του Μαρίνου Καρτίκκη
Κύπρος, σήμερα - ή ακριβώς χτες: στις ειδήσεις επαναλαμβάνονται τα μέτρα κατά της οικονομικής κρίσης. Ο κύριος Θεοχάρης είναι ένας ηλικιωμένος αλλά καλοστεκούμενος άνδρας που ζει μόνος του. Το σπίτι του λιτό αλλά αξιοπρεπές, το τετράδιο με τους λογαριασμούς για να βγουν τα έξοδα πάντα πάνω στο τραπέζι, η γάτα θα βρει πάντα φαγητό κι ένα καλό λόγο. Παρόλ' αυτά, το βράδυ, ο κύριος Θεοχάρης αφήνει το σπίτι του και κοιμάται στο νοσοκομείο, σ' έναν πάγκο στην αίθουσα αναμονής, με το παλτό του προσκεφάλι. Το πρωί, πάλι πίσω στο σπίτι. Σ' αυτή τη μοναχική ρουτίνα του, δυο γυναίκες μόνο του κάνουν συντροφιά: η νοσοκόμα Ευγενία που προσπαθεί να τον φροντίσει και η γειτόνισσά του, με την οποία παίζουν μαζί τόμπολα.
Η ταινία κινείται με το ρυθμό της καθημερινότητας του ήρωά της: η ρουτίνα του γίνεται αφήγηση, το φαγητό που αγοράζει με τις οικονομίες του, που το μαγειρεύει, η γατούλα, ο διάδρομος του νοσοκομείου, τόσο σταθερά, τόσο επαναλαμβανόμενα που αντικαθιστούν, λες, τους ανθρώπους. Ο κύριος Θεοχάρης ζει σ' ένα σύμπαν παράλληλο, με το οποίο δεν ασχολείται η υπόλοιπη, φουριόζα κοινότητα.
Ο Μαρίνος Καρτίκκης, στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, κάνει ένα φιλμ για τις μικρές ζωές, εκείνες που δεν θα γίνουν ποτέ επικεφαλίδα, που αγγίζουν μόνο λίγους και κοντινούς. Ο πρωταγωνιστής του, Αντώνης Κατσαρής, κρατά με αξιοπρέπεια και φυσικότητα τις ισορροπίες του ρόλου του. Είναι, όμως, η σκηνοθεσία της ταινίας τόσο παλαιομοδίτικη, η αισθητική της τόσο άτονη, σκόπιμα προφανώς, το σενάριο τόσο «λείο», χωρίς συγκρούσεις, χωρίς εκπλήξεις, οι ήρωες τόσο καλοσυνάτοι όλοι, χωρίς γκρίζες περιοχές, που μοιάζει και το ίδιο το φιλμ επίπεδο, τρυφερό αλλά ανέμπνευστο. Ισως επειδή στο σινεμά, για να μιλήσεις για το «τίποτα» της ζωής, πρέπει να κάνεις «κάτι» πολύ δυνατό. Λήδα Γαλανού
Kala Azar της Τζάνις Ραφαηλίδου
Ενα νεαρό ζευγάρι βιοπορίζεται οδηγώντας στη no man’s land που αποτελούν οι παρυφές της αττικής περιφέρειας και περισυλλέγοντας νεκρά ζώα από τον δρόμο για αποτέφρωση. Στην περιπλάνησή τους αυτή ανταμώνουν με ανθρώπους –που ίσως να μοιάζουν περισσότερο με ζώα–, με ζώα –που ενίοτε μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους– και, κυρίως, με το ίδιο το τοπίο, το οποίο πρωταγωνιστεί με επιβλητικό τρόπο σε αυτή την ιδιόμορφη road movie.
Στην πρώτη αυτή μεγάλου μήκους της, η σκηνοθέτης συνθέτει ένα συγκινητικό οικολογικό ρέκβιεμ με σπαρακτική ευαισθησία και τρυφερότητα προς τη ζωή, χωρίς ίχνος διδακτισμού. Και το κατορθώνει με μια αφοπλιστική εικονοπλασία, η οποία απλώνεται από το στήσιμο του κάδρου μέχρι τη ζωόμορφη απόδοση των ανθρώπινων χαρακτήρων, τις ανάγλυφες λεπτομέρειες των υφών, την αφήγηση εκτός πλάνου και τη διακριτική εικαστική της προσέγγιση – δείγμα της οποίας συνοψίζεται αιφνιδιαστικά στο πλάνο μιας νεκρής φύσης μες στο συρτάρι ενός κλίβανου αποτέφρωσης.
Το «Kala Azar» είναι μια ταινία όπου η γραμμικότητα του στόρι δεν έχει καμία σημασία, αλλά και δεν λείπει από τον θεατή γιατί η ιμπρεσιονιστική της επίδραση λειτουργεί αβίαστα και καταιγιστικά. Μπροστά στα μάτια μας απλώνεται ένας κόσμος τσακισμένος, μα συνάμα ενοχλητικά οικείος: μια αλληλοδιαδοχή από τα απτά, βουβά, πλην εύγλωττα, αποτελέσματα της βίας που ασκεί ο άνθρωπος γύρω του και στον ίδιο του τον εαυτό, η οποία έχει ως κύρια καύσιμα τη φωτογραφία και το μοντάζ. Η υπαινικτική ατμόσφαιρα επικείμενων ενδεχόμενων που δημιουργείται με αυτά τα αφηγηματικά εργαλεία σε συνδυασμό με τη σφιχταγκαλιασμένη ερμηνεία της Πηνελόπης Τσιλίκα και του Δημήτρη Λάλου –οι οποίοι προβάλλουν από το πρώτο λεπτό σχεδόν ως μονάδα– συγκροτούν τον πυρήνα του ντεμπούτου της Τζάνις Ραφαηλίδου στη μεγάλη οθόνη. Στέλλα Πεκιαρίδη
Ποιος, Ποιος θα Φαγωθεί της Ελπινίκης Βουτσά-Ρεντζεποπούλου
Μία κοπέλα επιστρέφει στην Αθήνα μετά από καιρό. Εχει φύγει για αδιευκρίνιστους λόγους. Μένει με τον ξάδελφό της, βλέπει φίλους, δίνει μαθήματα που χρωστά στο πανεπιστήμιο. Ενδιάμεσα την επισκέπτονται φαντάσματα. Ενα Σύριο κοριτσάκι που παίζουν. Η γιαγιά που της αφηγείται την ιστορία του Κρόνου που έτρωγε τα παιδιά του. Ο παλιός εαυτός της που, κάποτε, προσπαθούσε να σώσει όλα τα παιδιά του κόσμου. Σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο που κρατά τα σύνορά του κλειστά ποιος είναι ο επόμενος; Ποιος ποιος θα φαγωθεί;
Ενα πολύ δυνατό, επίκαιρο, επιτακτικό θέμα δεν καταφέρνει να αποτυπωθεί με την σημασία και την ουσία που είμαστε σίγουροι ότι έχει η πρωτοεμφανιζόμενη Ελπινίκη Βουτσά Ρεντζεποπούλου στην καρδιά και τις καλές της προθέσεις. Η ταινία μοιάζει με ένα σύνολο διαφορετικών σκηνών, σαν ξεχωριστές ασκήσεις ύφους: στυλιζαρισμένα πλάνα των ηρώων να συναντιούνται (σε σκηνές χωρίς σημασία) σε πεζογέφυρες και γειτονιές της Αθήνας, η όμορφη θέα της πόλης από μπαλκόνια και λόφους, πειραματικές σουρεαλιστικές ονειρικές σεκάνς, κι ένα σωρό κοντινά σε χείλη, χέρια, μάτια, μία επιμονή σε διαδικασίες (κόβω σαλάτα, κάνω φραπέ, βάφομαι στον καθρέφτη), αν λειτουργούσαν, όλα μαζί, οργανικά, για να σε κάνουν να νιώσεις τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας, θα είχαν νόημα.
Εδώ, δυστυχώς, μάλλον καθυστερούν το ρυθμό, σε πετούν έξω. Κι όταν φτάνεις στο 57' για να σου εξηγηθεί τι συμβαίνει, νιώθεις περισσότερο ότι κάποιος σε καθυστερούσε με στυλιζαρίσματα, παρά ότι όλο αυτό έχτιζε ατμόσφαιρα. Η Ρεντζεποπούλου έχει βλέμμα – αρκεί να πετάξει τα περιττά και να το εμπιστευτεί. Ας φαγωθούν μερικές ιδέες, δεν πειράζει. Πόλυ Λυκούργου
Πράσινη Θάλασσα της Αγγελικής Αντωνίου
Με τελευταία της ταινία μυθοπλασίας το «Eduart» του 2006, αλλά έχοντας προσφέρει, φέτος, μια τρυφερή και διαπεραστική ματιά στους «αδέσποτους» της πόλης με το ντοκιμαντέρ «Οι Αγνωστοι Αθηναίοι», η Αγγελική Αντωνίου επιστρέφει, εμπνεόμενη από το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, «Για να Δει τη Θάλασσα».
Η Αννα είναι μια σιωπηλή, ευάλωτη κοπέλα - πάσχει από αμνησία, δεν θυμάται ποια είναι κι από πού έρχεται. Θυμάται μόνο να μαγειρεύει, εκπληκτικά, οικεία και κατανυκτικά. Πιάνοντας δουλειά στο κουτούκι του Ρούλα, που ταΐζει τους εργάτες της γειτονιάς, η Αννα με τα φαγητά και τις μυρωδιές της ξυπνά στους θαμώνες μνήμες από τις καλές στιγμές της ζωής τους. Την ίδια στιγμή, προσπαθεί κι η ίδια, με αγωνία, να ξυπνήσει τις δικές της, χαμένες αναμνήσεις. Οσο το μαγειρείο, χάρη στα φαγητά της, γεμίζει κόσμο και κουβέντες, τόσο η Αννα, με τη βοήθεια του δύστροπου Ρούλα μου μισεί τη μουσική, ή του ηλικιωμένου αγιογράφου που σώνεται η ζωή του, ή ενός απρόσμενου φλερτ, επανεφευρίσκει τον εαυτό της κι αποκτά μια νέα «οικογένεια». Οταν η αλήθεια αρχίσει να έρχεται στην επιφάνεια, κανείς δεν θα είναι έτοιμος ή πρόθυμος να την αντιμετωπίσει.
Η Αγγελική Αντωνίου, όπως πάντα, αποδεικνύει κι εδώ ότι ξέρει πώς να κρατήσει το ρυθμό μιας ταινίας, να αναπτύξει ένα σενάριο συγκροτημένο, να χτίσει μια ατμόσφαιρα με γούστο κι ευαισθησία. Ο Γιάννης Τσορτέκης ως Ρούλα βοηθά με τη στιβαρότητα και την αψάδα του, ενώ η Αγγελική Παπούλια ερμηνεύει την Αννα με την κατηγορία ερμηνειών της, «λεπτεπίλεπτος μίσχος έτοιμος να κοπεί». Ομως οι άνθρωποι με τους οποίους η Αντωνίου γεμίζει την ιστορία της, σαν τη βιλγκέρ κομμώτρια ή και τους ίδιους τους κεντρικούς ήρωες, αλλά και το περιβάλλον που επιλέγει, αισθητικό αλλά κυρίως κοινωνικό, είναι υπερβολικά στρογγυλεμένοι και προβλέψιμοι για να ταιριάξουν στο λούμπεν σύμπαν τους με αποτέλεσμα να μοιάζουν ψεύτικοι, ενώ λένε την αλήθεια τους. Ούτε αρκετά feelgood και γυαλιστερή για να στοχεύει στο εμπορικό κοινό, ούτε αρκετά αιχμηρή για να πετυχαίνει μια ουσιαστική καλλιτεχνική διατύπωση, η ταινία είναι σε όλα της σωστή αλλά κι επίπεδη. Σαν ένα κοκκινιστό στην ταβέρνα της γειτονιάς, που κάτι σου θυμίζει αλλά σίγουρα δεν θα σου αλλάξει τη ζωή. Λήδα Γαλανού
Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη
Με μια έντονη αίσθηση του τόπου αλλά και της γεωγραφίας των ανθρώπων που τον κατοικούν, η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη, «Digger», χτίζει μαζί το κοντινό πορτρέτο ενός πατέρα κι ενός γιου που προσπαθουν να βρουν ένα κοινό τόπο και να ξαναπιάσουν το νήμα μιας σχέσης που πριν από πολλά χρόνια κόπηκε απότομα. Ο Βαγγέλης Μουρίκης κι ο Αργύρης Πανταζάρας (εξαιρετικοί και οι δυο στην αποτύπωση στην οθόνη, ανδρών που δυσκολεύονται να ανοιχτούν μα που οι ηθοποιοί που τους υποδύονται βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να κοιτάξεις βαθύτερα), συναντιούνται στη μέση ενός δάσους στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί όπου ο ένας ζει κι όπου ο άλλος επιστρέφει μετά από χρόνια και μετά το θάνατο της μητέρας του. Ενα ορυχείο καταβροχθίζει τη γη γύρω από το δάσος που ανήκει στον πατέρα κι εκείνος είναι από τους τελευταίους που αντιστέκονται στην επέλαση. Ο γιος βλέπει την άρνηση του πατέρα του να πουλήσει το κτήμα του στην εταιρεία σαν μια κούφια πράξη ανόητης αντίστασης αλλά μένει εκεί ελπίζοντας να τον μεταπείσει.
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης συνοψίζει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο με ενδιαφέροντα και διακριτικό τρόπο, ο ένας καβαλάει και φροντίζει τη μηχανή του, ο άλλος προτιμά τα άλογα, ο πατέρας μοιάζει ριζωμένος στη γη του σαν δέντρο, ο γιος θέλει να πετάξει μακριά σαν πουλί. Σκηνοθετημένο σχεδόν σαν ένα χαμηλότονο γουέστερν, σε ένα Ελντοράντο όπου κανείς εκτός από λίγους δεν πλουτίζει, το «Digger» δοκιμάζει να χαρτογραφήσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο «μικρό» ενός προσωπικού δράματος και το «μεγάλο» του περιβαλλοντικού μηνύματος, σε μια ταινία που είναι τοποθετημένη σε μια μεγαλύτερη εικόνα που μπορείς ξεκάθαρα να δεις.
Και το καταφέρνει ακόμη κι αν το σενάριο επιστρέφει περισσότερες φορές απ' όσες χρειάζεται σε πράγματα που κάνουν ξεκάθαρο το αδιέξοδο των ανθρώπων του τόπου τον οποίο περιγράφει, και δεν βρίσκει πάντα την ιδανική ισορροπία στις διακυμάνσεις της σχέσης πατέρα και γιου. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το φιλμ κοιτάζει τους ντόπιους με έναν τρόπο που μοιάζει βγαλμένος από μια λίγο διαφορετική ταινία, το ύφος του φιλμ έχει συνοχή, ταυτότητα και μια αφηγηματική γραμμή που έστω κι αν θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο τετατέμένη, εξακολουθεί να σε ενδιαφέρει και να σε αφορά. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Μήλα του Χρήστου Νίκου
Eνας 40χρονος άντρας τριγυρίζει στο απεριποίητο, ακατάστατο διαμέρισμά του με εμφανή σημάδια κατάθλιψης. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βγαίνει στο δρόμο. Σε έναν κόσμο αλλόκοτο. Σε μια Αθήνα χτυπημένη από μία ανεξήγητη πανδημία: οι κάτοικοί της, ξαφνικά, ξεχνούν. Ποιοι είναι, τι κάνουν, που πήγαιναν, που είναι το σπίτι τους, υπάρχει κάποιος που τους περιμένει εκεί; Ο ήρωας αποκοιμιέται στη νυχτερινή διαδρομή του αστικού λεωφορείου κι όταν ξυπνά στο τέρμα, έχει φτάσει κι ο ίδιος στο δικό του. Χαμένος. Ενα ακόμα κρούσμα. Το Νο 14842. Γιατροί τον περιμαζεύουν και τον οδηγούν στα ειδικά νοσοκομεία μνήμης. Ολοι στα γύρω δωμάτια, γυναίκες και άντρες διαφορετικών ηλικιών, χωρίς ταυτότητα, περιμένουν να τους αναζητήσουν οι αγαπημένοι τους. Εκτός κι αν κι εκείνοι πάσχουν από την ίδια μυστηριώδη αμνησία. Εκτός κι αν δεν τους αγαπά κανείς.
Οι μέρες περνούν, κι ο μοναχικός άντρας θα δεχθεί να πάρει μέρος σ' ένα πειραματικό πρόγραμμα μιας ομάδας θεραπευτών που θέλει τους ασθενείς να ξαναχτίζουν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από την αρχή. Νέο διαμέρισμα, νέα ρούχα, νέα ταυτότητα και ένα speed-course εκμάθησης εμπειριών - μια σειρά από ασκήσεις στον έξω κόσμο. Mια βόλτα με ποδήλατο, μια ταινία, ένα one night stand. Κάθε φορά που ολοκληρώνουν μια αποστολή, θα βγάζουν μια polaroid – ως απόδειξη, ως κερδισμένο ενθύμιο. Ο άντρας ακολουθεί τις οδηγίες με μουδιασμένη πειθαρχία. Με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Με την ίδια θλίψη. Το μόνο που μοιάζει να τον συνδέει ενστικτωδώς με το πριν, το μόνο που του προσφέρει μία οικεία αίσθηση εαυτού, είναι η αγάπη του για τα μήλα. Από τον τρόπο που τα καθαρίζει και τα απολαμβάνει, του ξεφεύγει μια μικρή λαχτάρα για ζωή. Πόσο ειρωνικό ότι, όπως λέγεται, τα μήλα βοηθούν την μνήμη.
Ο Χρήστος Νίκου, με μόνο την μικρού μήκους «Km» στις αποσκευές του, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, σιγουριά και οικονομία. Ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει, πώς θα το στήσει και πώς θα το κάνει. Για αυτό και την ταινία διέπει μια ησυχία, που καθόλου δεν είναι συνώνυμη της μη-δράσης. Αντιθέτως, το σενάριο (που ο Νίκου συνυπογράφει με τον Σταύρο Ράπτη) έχει επίπεδα. Ναι, είναι μια επίκαιρη δυστοπική αλληγορία, αλλά αυτό είναι απλώς μια ειρωνική σύμπτωση. Η πανδημία είναι μόνο το εύρημα για να ξεφλουδίσει κανείς την κόκκινη επιδερμίδα και να φτάσει στη ζουμερή σάρκα. Εκεί όπου κρύβεται ο μελαγχολικός διάλογος της μνήμης με τον πόνο, της απώλειας με την ταυτότητα, του κυνισμού των πολλών και της προσωπικής αντίστασης. Αν κάτι είναι τα «Μήλα», είναι αυτό το τελευταίο. Μια παραβολή για τη βαθιά μοναξιά των τελευταίων, πεισμωμένων ρομαντικών.
Των νοσταλγών. Οσων δεν μπορούν εύκολα να αποκοπούν από το παρελθόν. Polaroid (το 4:3 κάδρο της ταινίας εκεί παραπέμπει) που μπαίνουν σε φωτογραφικά άλμπουμ με ζελατίνα. 90ρες TDK να παίζουν τις οδηγίες των γιατρών σε κασετόφωνα. Χειρόγραφα σημειώματα, παλιά αυτοκίνητα, 60ς τραγούδια στο soundtrack. Η vintage νοσταλγία για έναν κόσμο αναλογικό έχει λόγο, άμεσα συνδεδεμένο με την καρδιά της ταινίας. Περισσότερο κι από καυστικό σχόλιο για την εποχή των trademark δαγκωμένων μήλων των Apple συσκευών μας που υπόσχονται αιωνιότητα στο cloud, καθοδηγούν τις δράσεις μας με apps, ανεβάζουν τη ζωή μας στο Facebook και τον selfies ναρκισσισμό μας στο Instagram, ο Νίκου αναρωτιέται το αντίθετο. Οχι πόσο εύκολα αποθηκεύεις σε μια ψηφιακή εποχή, αλλά πόσο εύκολα σβήνεις. Πόσο εύκολα ξεχνάς. Select, move to trash, empty trash. Delete, block. Πόσο απλά προσπερνάς ανθρώπους, πόσο απαξιώνεις την επικοινωνία, πόσο ανώδυνα τους αντικαθιστάς. Κι αν η απάντηση είναι ακόμα πιο σκληρή κι από τον χώρο που ελευθερώνεις στο σκληρό σου δίσκο, ο Νίκου προβάλει ως αντίσταση ένα διαφορετικό ήρωα. Προβληματικό (σίγουρα), ακοινώνητο (σε στιγμές ως κι αντιπαθητικό), αλλά πιστό στη δική του αλήθεια: κουβαλά μια τραυματισμένη αναλογική καρδιά.
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από το σύμπαν των Λάνθιμου/Φιλίππου με τους οποίους γίνεται η πρώτη αυτόματη σύγκριση: ο σουρεαλισμός της ιδέας, η οικονομία στα εκφραστικά μέσα, το στεγνό, absurdist χιούμορ μπορεί να θυμίζουν το πώς στήνει ο Λάνθιμος το σύμπαν του, όμως εκεί σταματούν οι όποιες ομοιότητες. Ο Λάνθιμος ανατομεί άψογα την ανθρώπινη φύση με κοφτερό νυστέρι: σε κάθε ταινία του ελλοχεύει σκοτάδι, νιχιλισμός, βία. Ο Νίκου, ο οποίος υπήρξε βοηθός του στον «Κυνόδοντα», επιλέγει να κοιτάξει το ανθρώπινο τραύμα διαφορετικά (ακολουθώντας περισσότερο άλλους κινηματογραφικούς του ήρωες: Κάουφμαν, Τζόνζι, Καράξ). Να προσφέρει μια ανατροπή συγκίνησης, τρυφερότητας, κατανόησης. Αυτιστικού ρομαντισμού.
Για αυτό κι η ησυχία της ταινίας είναι θορυβώδης. Τα καθαρά κάδρα, η αυστηρότητα με την οποία κρατά ο Νίκου τη θερμοκρασία και τον ρυθμό σταθερό, το υποδηλώνουν. Η λακωνική μελαγχολία του Σερβετάλη (σε μία αριστοτεχνική ερμηνεία βλεμμάτων που δραπετεύουν από το μουδιασμένο, ακίνητο σώμα) το μαρτυρούν. Νεκρή φύση. Θρήνος. Μια βουβή κραυγή, ακόμα και κάτω από το υπέροχο, γλυκόπικρο πιανάκι του The Boy. Ο Νίκου συντάσσεται με όλους τους χαμένους, τους αταίριαστους ανθρώπους. Αυτούς που βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια στολή αστροναύτη, και συναναστρέφονται με τους «γήινους» ανέπαφα, πίσω από το τζάμι του κράνους τους. Αυτούς που ακόμα κι αν προσπάθησαν με γενναιότητα να ενταχθούν στην ομοιογένεια του συνόλου, τα κοντά τους παντελόνια τους προδίδουν. Θα τους δώσει ένα ζουμερό μήλο για παρηγοριά και θα τους χαρίσει ένα χορό – αφήνοντας την μουσική να ξυπνήσει τη σωματική μνήμη, να ξεδιπλώσει την ακαμψία, να χαλαρώσει τα άκρα, να ανοίξει τα χέρια ανέμελα. Να ανοίξει και την καρδιά στην πιθανότητα να χτυπήσει ξανά. Πόλυ Λυκούργου
Ολα τα Ομορφα Αλογα του Μιχάλη Κωνσταντάτου
Βλέποντας τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, είναι δύσκολο να μην πάει το μυαλό σου τόσο στο «Luton», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, όσο και στα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο. Στο πρώτο, γιατί περιμένεις κι εδώ την ίδια δραματουργική έκρηξη στο τέλος, την σοκαριστική εκείνη κορύφωση που μετέτρεψε τον σκηνοθέτη σε μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του εγχώριου σινεμά. Στα δεύτερα, γιατί η αιχμηρότητα της κριτικής τους στον ύστερο καπιταλισμό της παγκόσμιας ύφεσης έχει γίνει πλέον το μέτρο σύγκρισης κάθε ανάλογης προσπάθειας. Προς τιμήν του, ο Μιχάλης Κωνσταντανάτος διαφοροποιείται με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και από τα δύο. Εκεί έγκειται η γοητεία του εγχειρήματός του, αλλά και οι αδυναμίες του.
Η εικόνα της μεγαλοαστικής πυρηνικής οικογένειας που διαμένει σε μια πολυτελή βίλα έξω από την Αττική υπονομεύεται από την αρχή. Υπάρχει κάτι το αδιόρατα απειλητικό παντού: τόσο στη γυναίκα που τρέχει κλαίγοντας και λαχανιάζοντας μέσα στο δάσος, όσο και στον άνδρα που καθαρίζει την πισίνα και παίζει με τον σκύλο, όσο ένας γείτονας τον παρατηρεί διερευνητικά. Η χαλασμένη αυτόματη πόρτα της εισόδου είναι άλλη μια ένδειξη ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Σταδιακά αποκαλύπτεται ότι οι υποψίες του θεατή βγαίνουν αληθινές. Η οικογένεια δεν κατοικεί κανονικά στη βίλα, αλλά ο σύζυγος δουλεύει εκεί ως φροντιστής-οικονόμος κι εκμεταλλεύεται την απουσία της πλούσιας ιδιοκτήτριας για να μένει στα κρυφά με τη σύζυγο και το παιδί τους. Κάθε φορά που εκείνη έρχεται για να μείνει στο σπίτι της μαζί με τους δύο τεράστιους γερμανικούς ποιμενικούς της, τους συμπεριφέρεται ευγενικά, αλλά με την υπεροψία ενός αφεντικού απέναντι στους υφισταμένους της. Εκείνοι φροντίζουν να σβήνουν κάθε ίχνος της παράνομης διαμονής τους κι επιστρέφουν στο μίζερο διαμέρισμά τους.
Ομως ήταν κάποτε κι αυτοί προνομιούχοι. Οι λιγοστές, αλλά καίριες πληροφορίες για την προηγούμενη ζωή τους στην Αθήνα εξηγούν τα κίνητρά τους. Εκείνος ήταν οικονομικός αναλυτής, εκείνη ιατρός- αναισθησιολόγος. Η κρίση τούς στέρησε από την ευμάρεια του παρελθόντος και τους περιόρισε σε μια υποδεέστερη στα μάτια τους ζωή, από την οποία θέλουν να ξεφύγουν. Η διαμονή τους στη βίλα είναι εκείνος ο παρασιτικός κρίκος που τους συνδέει με όλα όσα έχασαν. Κι όταν αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν να είναι οι αληθινοί ιδιοκτήτες της βίλας, είναι θέμα χρόνου πώς, πότε και με ποιό τίμημα θα αποκαλυφθούν.
Ο Κωνσταντάτος χτίζει από την αρχή ένα κλίμα αποξένωσης και απειλής, εκμεταλλευόμενος την αυστηρή γεωμετρία της βίλας και την λιτή εσωτερική της διακόσμηση και εστιάζοντας σε λεπτομέρειες, τόσο οπτικές (τα κάδρα με τις φωτογραφίες στους τοίχους που αποκαλύπτουν από νωρίς την αλήθεια, οι γείτονες στο βάθος πεδίου), όσο και ηχητικές (οι παραπλανητικοί ήχοι που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πυροβολισμοί ή ξεσπάσματα βίας, η ατονική μουσική επένδυση που προμηνύει διαρκώς μια επερχόμενη συμφορά), για να υποδηλώσει την αντίστροφή μέτρηση προς μία δυσοίωνη κλιμάκωση.
Με μία κλινικότητα που θυμίζει Χάνεκε, ανατέμνει στα κάδρα του τα μέλη μιας οικογένειας που προσπαθούν να επιβιώσουν από την οικονομική (και συνεπακόλουθα) κοινωνική καταστροφή, αποφεύγοντας να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο και την αλήθεια στα μάτια. Αντίθετα εμμένουν σε αδιέξοδες συμπεριφορές που το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους εγκλωβίζουν ακόμα περισσότερο στη δυσπραγία και να τους καθιστούν ανήμπορους να αντιδράσουν στη νομοτελειακή αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτό, όμως, που τόσο μεθοδικά και υπαινικτικά χτίζεται μέχρι το τελευταίο μέρος και την αναμενόμενη κορύφωση, τελικά έρχεται αναιμικά και υποτονικά με μια αποδραματοποιημένη αντι-κλιμάκωση, πιστή στο βραδυφλεγές χτίσιμο της ιστορίας, αλλά αμήχανη εν τέλει ως προς το σχόλιο της ταινίας για τις ταξικές (όσο και τοξικές) ανισότητες ενός ανθρωποφαγικού οικονομικού συστήματος και για το βάρος της ευθύνης που φέρει (δικαίως ή αδίκως) ο καθένας σε αυτό. Αυτά τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» είναι ένα ακόμα θετικό βήμα για το σκηνοθέτη τους, απουσιάζει, όμως, εκείνη η ορμή που θα μετέτρεπε το βήμα σε καλπασμό. Τάσος Χατζηευφραιμίδης
Ράφτης της Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, η Σόνια Λίζα Κέντερμαν συστήνεται μ' ένα φιλμ παλαιάς κοπής, αισθητικά και ιδεολογικά, στο οποίο τα πολλά ανοιχτά σεναριακά «παράθυρα» μαρτυρούν μια, συμπαθή αλλά ξεκάθαρη, απειρία. Ο Νίκος είναι ένας μοναχικός πενηντάρης, ένα γεροντοπαλίκαρο - ράφτης, όπως κι ο πατέρας του, ο οποίος, στην αρχή της ταινίας, χρειάζεται να νοσηλευτεί. Η τράπεζα απειλεί να κατασχέσει το ραφτάδικο των δυο αντρών - στην Ελλάδα της κρίσης δεν υπάρχει περιθώριο για την πολυτέλεια ενός ωραίου, σιρ μεζίρ κασμιρένιου κοστουμιού - αλλά ο Νίκος ανακαλύπτει, προς φρίκη του πατέρα του, τον τρόπο να φέρει χρήματα στην επιχείρηση. Γίνεται πλανόδιος πωλητής ρούχων και ειδικά γυναικείων, μια και οι κυρίες ψωνίζουν περισσότερο και νυφικών. Στη νέα αυτή περιπέτειά του, μοναδικός σύμμαχός του είναι η παντρεμένη και μητέρα γειτόνισσά του.
Από τη μια πλευρά, η ταινία είναι, σκόπιμα μάλλον, εξαιρετικά παλιομοδίτικη. Οχι μόνο χάρη στο κεντρικό της αντικείμενο, ή στις βόλτες της στην παλιά Αθήνα των μικρών, εξειδικευμένων εμπορικών, ούτε μόνο εξαιτίας της μουσικής υπόκρουσής της που παραπέμπει σε παλιότερων δεκαετιών κομεντί. Περισσότερο επειδή, νοσταλγικά (παράξενη νοσταλγία για μια νεότατη σκηνοθέτη), επιμένει στην υπεροχή μιας παρελθούσης ευγένειας σ' έναν κόσμο που επενδύει στο φτηνό και στο γρήγορο, χωρίς, ωστόσο, να τη δικαιώνει, στ' αλήθεια, σεναριακά. Απ' αυτή τη γενική ιδέα ξεπηδούν κι άλλες «ρετρό» φόρμες, όπως ότι το όνειρο όλων των κοριτσιών και των μανάδων τους είναι ένα νυφικό, ή ότι ο άντρας ο κιμπάρης συντηρεί την οικογένειά του.
Από την άλλη, το φιλμ μπερδεύει μεταξύ τους στοιχεία χωρίς να καταφέρνει, ως το τέλος, να ισιώσει την κουβαρίστρα. Ο Δημήτρης Ημελλος στον κεντρικό ρόλο ακολουθεί το ύφος της σωματικής κωμωδίας, μεταξύ Νίκου Σταυρίδη και Ζακ Τατί, που εντείνεται κι από τις γωνίες λήψης του προσώπου του, μ' έναν τρόπο που θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων, αν τον ακολουθούσε κι η υπόλοιπη ταινία, αντί να τον αφήνει ν' ακολουθεί την οδηγία του μόνος. Η ιστορία ξετυλίγεται με γραφικές υπερβολές που απλώς εξυπηρετούν «χαριτωμένα» το σενάριο - καμιά μάνα δεν θα παραγγείλει το νυφικό της κόρης της σ' έναν περαστικό πλανόδιο που είδε από το μπαλκόνι, ο αμέμπτου ηθικής Νίκος δεν θα σκεφτεί δεύτερη φορά να λουφάρει φάρμακα από το γηροκομείο, η μικρή κόρη της γειτόνισσας θα εκβιάσει ψυχολογικά της αγοράστριες προφασιζόμενη έναν καλπάζοντας καρκίνο - όλ' αυτά ανώδυνα και ελαφριά.
Αλλά κι ο ίδιος ο ήρωας μοιάζει να μην έχει καμία απολύτως ζωή, έστω και κάτω από τον καταπιεστικό πατέρα του, κανένα παρελθόν, κανένα προσωπικό γνώρισμα πέρα από μια κοινωνική συστολή. Ακόμα κι αυτή η μία δραματική κορύφωση της ιστορίας εκτονώνεται κάπου εκτός οθόνης κι ένα λεπτό μετά έχει ξεχαστεί, στη σιωπή. Φιλόδοξο ντεμπούτο με στόχο μια γλυκιά, εμπορική, συγκινητική ταινία, που αφήνει την ταυτότητά της να πνιγεί κάτω από στρώματα παστέλ τούλι. Λήδα Γαλανού
Ξεπερνώντας τα σύνορα
Vasy’s Odyssey του Βασίλη Παπαθεοχάρη
O Bάση (Βασίλης) είναι ένας νεαρός Καρδιτσιώτης, που τα τελευταία 10-15 χρόνια ζει στο Αλικάντε της Ισπανίας. Φιλόδοξος κινηματογραφιστής, κάνει όνειρα για την μεγάλη καριέρα, αλλά δεν έχει καταφέρει να πουλήσει κανένα σενάριο. Δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων του κολλητού του, ενός καπάτσου Ισπανού φαφλατά, που, αναλαμβάνοντας χρέη παραγωγού, τού μπολιάζει συνεχώς τις ελπίδες για το αμερικάνικο όνειρο, αλλά δεν καταφέρνει τίποτα για να βοηθήσει – μόνο να τον βουλιάζει περισσότερο στα χρέη. Οταν η μητέρα του, τού ζητάει να επιστρέψει στην Καρδίτσα για το Πάσχα, ο Βάση σκέφτεται ότι οι γονείς του είναι η τελευταία του ελπίδα: να πουλήσουν κάτι στρέμματα του παππού, να ξεχρεώσει, να κάνει την ταινία του.
Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: δεν έχει χρήματα για αεροπορικό εισιτήριο και ούτε ξέρει να οδηγεί το μηχανοκίνητο τροχόσπιτό του. Βάζει μια αγγελία και του απαντά η Αλε, μια 25χρονη σερβιτόρα που θέλει κι εκείνη να ταξιδέψει με έναν οικονομικό τρόπο στην Ελλάδα για το Πάσχα. Και να κάνει έκπληξη στον εραστή της – έναν Ελληνα που γνώρισε όταν αυτός ήρθε στην Ισπανία για δουλειά και πέρασαν μια παθιασμένη εβδομάδα μαζί. Βάση και Αλε ξεκινούν μία Οδύσσεια, ένα ταξίδι έξω και μέσα τους, που δεν θα τελειώσει ούτε όταν φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο Καρδιτσιώτης Βασίλης Παπαθεοχάρης γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ως ο «Βάση» σε αυτό το ντεμπούτο που αποτελεί την ευχάριστη έκπληξη του προγράμματος. Μία ταινία που δε θυμίζει ούτε ισπανική, ούτε ελληνική παραγωγή – μάλλον το παλιό καλό american indie σινεμά των 90ς. Από τον Τζιμ Τζάρμους μέχρι τον Κέβιν Σμιθ, αλλά και τα πρώτα road trips του Βιμ Βέντερς, ο Παπαθεοχάρης δεν κρύβει τις αναφορές του, αλλά κάνει το αποτέλεσμα ξεκάθαρα δικό του. Σκηνοθετώντας σε ασπρόμαυρο (που του πάει πολύ) κρατά το βλέμμα του υπέροχα κινηματογραφικό, καθόλου τουριστικό και κλισέ (ακόμα κι όταν το στόρι, ειδικά στην Ελλάδα, φλερτάρει με κάτι τέτοιο) τρυφερό, πικρό, αστείο - με το cult χιούμορ του να λειτουργεί σε σωστές δόσεις. Μια ταξιδιάρα κινηματογραφική καρδιά οδηγεί αυτό το τροχόσπιτο κι εμείς συγκρατούμε αυτό το όνομα περιμένοντας την επόμενη του στάση. Πόλυ Λυκούργου
Φιλικά Πυρά της Δάφνης Χαριζάνη
Η Δάφνη Χαριζάνη, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της, με πρεμιέρα στην Berlinale (διαβάστε περισσότερα εδώ), κάνει ένα φιλμ εξαιρετικά θαρραλέο. Η ηρωίδα της, η Ρόζντα, είναι παιδί Κούρδων μεταναστών στη Γερμανία - όταν εκείνη ήταν μικρούλα, οι γονείς πήραν την αδελφή της κι επέστρεψαν στο Ιράκ, αφήνοντάς την πίσω, μόνη, για μια «καλύτερη ζωή». Η Ρόζντα μεγάλωσε, έγινε αξιωματικός στο γερμανικό στρατό και, τώρα, φέρνει τη μητέρα της, με άσυλο, ξανά στη Γερμανία. Μόνο που η μητέρα κάθε άλλο παρά ευγνώμων είναι: η άλλη της κόρη, η Ντιλάν, έχει μείνει στο Ιράκ κι έχει προσχωρήσει στις Κόρες του Ηλιου, το γυναικείο στρατό που πολεμά το Ισλαμικό Κράτος. Με το αίσθημα ευθύνης που μοιάζει να κατευθύνει όλη τη ζωή της, η Ρόζντα αναλαμβάνει αποστολή για το Ιράκ, με σκοπό να βρει την αδελφή της και να τη φέρει πίσω.
Με άξονα μια γυναίκα που αναζητά, μάταια, κάπου ν' ανήκει - μια ιρακινή στη Γερμανία, μια «δεύτερη», λιγότερο επιθυμητή, κόρη, μια γυναίκα στο στρατό, μια Γερμανίδα στο Ιράκ - η Χαριζάνη καταπιάνεται με ζητήματα πολύπλοκα και φλέγοντα. Τη σημασία της εθνικής ταυτότητας, τον αναγκαστικό αγώνα της γυναίκας σε κάθε ανδροκρατούμενο σύμπαν, την κατ' επιλογή οικογένεια που σου φέρνει η ζωή, την ενοχή του αίματος, την ενστικτώδη αδελφική αγάπη. Γυρισμένη λίγο στην Ελλάδα και στη Γερμανία, περισσότερο στο Ιράκ, η ταινία διατρέχει ολόκληρη την γκάμα από το δράμα δωματίου ως την πολεμική δράση (η αποτύπωση της ζωής και του κώδικα του γυναικείου στρατού των Γιαζίντι και Κουρδισσών είναι μακράν ακριβέστερη και σοφότερη απ' ό,τι στο «Οι Κόρες του Ηλιου» της Γαλλίδας Εβά Ισόν), διατηρώντας τη σεμνότητά της στο φυσικό φωτισμό και τους πραγματικούς χώρους του Ελμπίλ, με ρεαλιστικό και, μαζί, κατανυκτικό ύφος.
Ισως από υπερβολική αυτοσυγκράτηση, από μια επιθυμία η ιστορία της να μην στραφεί στο φορτισμένο μελόδραμα - παρότι προσφέρεται - εκείνο που δεν λειτουργεί αρκετά στα «Φιλικά Πυρά» είναι ο συγκινησιακός παράγοντας. Σ' ένα βγαλμένο από τη ζωή δράμα, η ταύτιση με τη Ρόζντα, το νοιάξιμο για την πορεία της και τους κινδύνους της ζωής της, δεν έρχεται, η γνωριμία μαζί της παραμένει σχηματική, στηριγμένη στις επικεφαλίδες όσων εκπροσωπεί. Τα οποία, όμως, τουλάχιστον, είναι από μόνα τους τόσο δυνατά ώστε ν' αφήνουν καθοριστικά το ιστορικό και κοινωνικό στίγμα τους κι ένα θαυμασμό για την τόλμη της Χαριζάνη. Λήδα Γαλανού
Μια δεύτερη ματιά
Pari του Σιαμάκ Ετεμάντι
Ενα ζευγάρι Ιρανών φτάνει στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο, μαθαίνουμε πως έχουν έρθει για να δουν το γιο τους που σπουδάζει στην Αθήνα. Μόνο που κανείς δεν τους περιμένει όταν περάσουν την πύλη, ο γιος τους δεν απαντάει στο τηλέφωνο και πρέπει να ξεκινήσουν μόνοι τους για να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Ο,τι ακολουθεί από εκείνη τη στιγμή και μετά περιγράφεται μόνο με το συναίσθημα της κομμένης ανάσας, αφού ο γιος τους είναι εξαφανισμένος, το σπίτι στο οποίο έμενε είναι εγκαταλελειμμένο, στο Πολυτεχνείο κανείς δεν μοιάζει να τον γνωρίζει και η Αθήνα μοιάζει με το εντελώς αντίθετο από τη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύτηκαν για το παιδί τους.
Αποφεύγοντας οποιοδήποτε spoiler θα μπορούσε να διακόψει τη συναισθηματική ευθεία που ο Ιρανός, μόνιμος κάτοικος Αθήνας εδώ και δεκαετίες, Σιαμάκ Ετεμάντι, χαράζει με την ίδια αίσθηση του επείγοντος που νιώθει κάθε μητέρα που χάνει το παιδί της, αυτό που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα είναι πως το «Pari» είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, φτιαγμένο με τη μελέτη και την τόλμη ενός κινηματογραφιστή που δεν μένει μόνο στην έτσι κι αλλιώς κινηματογραφικά εμπνευσμένη σεναριακή και οπτική συνθήκη μιας γυναίκας από την Τεχεράνη που περιπλανιέται στα σπλάχνα μιας αθέατης Αθήνας, αλλά καταφέρνει να ξεπεράσει όλους τους σκόπελους μιας ταινίας που θα κατέρρεε κάτω από το βάρος της δραματικής και καταγγελτικής της υφής για να αφηγηθεί μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία με τον πιο ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ποιητικό τρόπο. Μανώλης Κρανάκης
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Pari»
Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς του Γιάννη Οικονομίδη
Δεν είναι ρεαλιστικό το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη. Ή, είναι όσο ρεαλιστικό είναι και το νουάρ του Τζον Χιούστον ή το κατασκότεινα κωμικό των αδελφών Κοέν, για να αναφέρουμε κάποιους από τους σπουδαιότερους υπαρξιστές της οθόνης. Δεν είναι ρεαλιστικό, με την έννοια πως ναι μεν πατά γερά στην απόλυτα αναγνωρίσιμη πραγματικότητα των χώρων και των χρόνων, όμως εκτοξεύεται πέρα και πάνω απ’ αυτήν δια της πανηγυρικής ανικανότητας των (επίσης αναγνωρίσιμων εξαρχής) δρώντων προσώπων να αναμετρηθούν με τη μοίρα. Οι αντιήρωες του Οικονομίδη δεν έχουν την παραμικρή υποψία πως θα αποτύχουν, ό,τι και να γίνει. Γι’ αυτό και αντιδρούν με ανάμικτα συναισθήματα απορίας και χαύνωσης μπροστά στα τσαλίμια του φελεκιού. Και το βρίζουν κάθε που τους αιφνιδιάζει, δηλαδή μόνιμα.
Το μπινελίκι, που ανέκαθεν έφερνε σε αμηχανία τον θεατή του, πριν από περιεχομενική, είναι ιδιότητα στιλιστική στον Οικονομίδη. Για τον δημιουργό, το βρισίδι δε διαφέρει καθόλου από έναν κύκλο κουτσομπολιών ανάμεσα σε χασομέρηδες. Είτε κακόβουλο λακιρντί ακούς όλη τη μέρα είτε βρισιά με την οκά, το ίδιο «φορτώνεις». Θα εκραγείς αργά ή γρήγορα ο μικροαστός πριν προλάβεις να προαχθείς σε μεσοαστό, όπως ξέσπασαν τόσοι και τόσοι στις ιστορίες του –από τον Τάκη/Ερρίκο Λίτση της «Ψυχής στο Στόμα» μέχρι τον Στράτο/Βαγγέλη Μουρίκη του «Μικρού Ψαριού». Το μπινελίκι είναι πασατέμπος μεταφορικός που μπορείς κάλλιστα να λογίσεις και ως κυριολεκτικό, όπως ο Νίκος/Στάθης Σταμουλακάτος στον «Μαχαιροβγάλτη». Εδώ, ο Οικονομίδης απαντά σε όσους του την είχαν πέσει για τη γλώσσα με τις προηγούμενες ταινίες του, αντικαθιστώντας τη βωμολοχία με τον ηλιόσπορο. Για να εννοήσει τελικά το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ρόμπυ Εκσιέλ
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για τη «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»
H Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ του Δημήτρη Μπαβέλλα
Ο Αντώνης και ο Χρήστος είναι δύο φίλοι που συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Ανεργοι, ζουν από μικροδουλειές που κάνουν και το επίδομα ανεργίας του Χρήστου και περνούν τις ώρες τους βλέποντας cult ταινίες, αναμοχλεύοντας το εφηβικό παρελθόν τους. Εξαντλημένοι από μια πραγματικότητα που για τον Αντώνη σημαίνει ότι πρέπει να εξηγεί στο γιο του τι σημαίνει «παράσιτο» επειδή ο μικρός άκουσε να χαρακτηρίζουν έτσι τον μπαμπά του και για τον Χρήστο να περιμένει τα νέα ενός τρομακτικού υπέρηχου, αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι προς αναζήτησή της Λώρα Ντουράντ, μιας πορνοστάρ που και οι δύο είχαν ερωτευτεί πλατωνικά όταν ήταν πιο νέοι και η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τι απέγινε.
Ό,τι θα ακολουθήσει στο ταξίδι προς την… Ιθάκη, μοιάζει φαινομενικά με κάτι σαν να διασκευάζεις την Οδύσσεια on acid, αφού οι δύο φίλοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με εκδοχές πάνω στα μυθικές στάσεις του έπους του Ομήρου: ραντεβού με πρώην παραγωγούς πορνό ταινιών, ένα βράδυ σε μια κοινότητα νεοχίπηδων σε μια παραθαλάσσια περιοχή της Ελλάδας, δείπνο με μια γυναίκα που ζει μόνη της σε έναν στοιχειωμένο πύργο, σειρήνες και κύκλωπες εκτός τόπου και χρόνου, κομμένους και ραμμένους σε μια παραισθησιογόνα εκδοχή μιας διαδρομής που πιστεύεις μόνο όταν τη δεις με τα μάτια σου γιατί μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι ότι είναι κάτι περισσότερο από μια περιπέτεια αυτογνωσίας ή επιστροφής στην αθωότητα ή ένα τυπικό buddy road movie.
Ο Αντώνης και ο Χρήστος επιβιβάζονται στην πραγματικότητα σε ένα (με όποια έννοια κι αν το θεωρήσετε θα είστε μέσα) φανταστικό magic bus που διασχίζει με θαυμαστά αποτελέσματα όλη τη διαδρομή από τον ρεαλισμό στο σουρεαλισμό και από την κωμωδία ως το δράμα μέχρι και την ευθεία (!) γραμμή που ενώνει (γιατί όχι;) την επιστημονική φαντασία του ’50 με το γουέστερν και το φιλμ νουάρ με το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά των 90s. Κάθε στάση αυτού του ταξιδιού είναι γυρισμένη με διαφορετικό τρόπο - αναφορά σε κινηματογραφικά είδη, μια μείξη κινηματογραφοφιλίας και χειροπιαστής όσο και χειροποίητης αφιέρωσης πρωτίστως στα αναλογικά 80ς και εξίσου στην ψηφιακή επιταγή του σήμερα, αλλά κυρίως σε όλες τις «Λώρα Ντουράντ» στις οποίες κάποτε πιστέψαμε ότι θα ήταν κάτι διαφορετικό από μια γυναίκα της διπλανής πόρτας.
Με μια διάθεση αναζωογονητικής ελευθερίας που συναντάμε πλέον σπάνια στο (ελληνικό) σινεμά και με θαρραλέες αποφάσεις που ακόμη κι αν δεν εκτελούνται αυστηρά και με λεπτομέρεια υποδεκάμετρου ή όχι πάντα με επιτυχία στην τελική τους αποστολή χαρίζουν στην «Αναζήτησή της Λώρα Ντουράντ» τη μικρή μα διαρκώς παλλόμενη καρδιά της, ο Δημήτρης Μπαβέλλας έρχεται να συνεχίσει με την ορμή του «Runaway Day» το δικό του ταξίδι σε ένα σινεμά αφοπλιστικό, διασκεδαστικό, ειλικρινές, τόσο συγκινητικό που ακόμη κι αν δεν πειστεί κανείς από τις υπέροχες ερμηνείες των Μάκη Παπαδημητρίου και Μιχάλη Σαράντη (σε δύο από τους καλύτερους ρόλους τους μέχρι σήμερα), από τη φαντασία στη σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου και την για κάθε κινηματογραφικό είδος αντίστοιχη φωτογραφία του Ραμόν Μαλαπέτσα, από το πάνω στο εσωτερικό ρυθμό της επιστροφής στην αθωότητα μοντάζ του Γιώργου Γεωργόπουλου, ευτυχώς τα επιχειρήματα θα συνεχίζονται στο διηνεκές όσο θα υπάρχει αυτή τη τελική σκηνή, το «Never Grow Old» αλά Ντέιβιντ Μπόουι του Γιώργου Μπουσούνη στους τίτλους τέλους και ένα δάκρυ που πέφτει για να κλείσει μέσα του σαν σε μια πολύτιμη βιντεοκασέτα από το μέλλον την αναπάντεχα λυτρωτική εμπειρία αυτού του ταξιδιού. Μανώλης Κρανάκης
Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στη σελίδα του στο Instagram.
Πώς βλέπουμε φέτος ταινίες στο Φεστιβάλ; Μάθετε όλα όσα πρέπει στον ειδικό οδηγό του Flix με οδηγίες χρήσης για τις online προβολές και τα ειδικά πακέτα εισιτηρίων