Ο Γουίλεμ Νταφόε ήταν ο σταρ της χθεσινής βραδιάς (αλλά και η Νίνα Χος κι ο Λαρς Εΐντιγκερ για το γερμανόφωνο κοινό) αλλά ακόμη κι αυτοί δεν ήταν αρκετοί να ζεστάνουν το κλίμα μιας Berlinale που παραμένει χλιαρή. Και δυστυχώς το ίδιο ισχύει και για τις ταινίες που ειδικά στα διαγωνιστικά του τμήματα εξακολουθούν να μην εντυπωσιάζουν.
Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου διεξάγεται από τις 20 Φεβρουαρίου ως την 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
«Delete History» των Μπενουά Ντελεπάν και Γκουστάβ Κερβέρν | Διαγωνιστικό
Το σουρεαλιστικό, αναρχικο χιουμορ των Ντελεπάν και Κερβέρν «Aaltra» «Μαμούθ» «I Feel Good», επιστρέφει με στόχο του τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» των νέων τεχνολογιών, της gig economy και του ίντερνετ, σε μια κινηματογραφική φάρσα που είναι σποραδικά αστεία και σταθερά εύκολη και επιφανειακή. Τοποθετημένο σε ένα προάστιο μιας επαρχιακής γαλλικής πόλης, ακολουθεί τις καθημερινές αγωνίες ενός τρίο πρωταγωνιστών που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο όπου το να είσαι χρεωμένος είναι η νόρμα και που οι νέες τεχνολογίες και η online συνδεσιμότητα αποτελούν πηγή βασάνων.
Η Μαρί ο Μπερτράν και η Κριστίν γείτονες που δεν είχαν καμιά επαφή, γνωρίστηκαν σε ένα μπλόκο των Κίτρινων Γιλέκων και παρέμειναν φίλοι ακόμη κι αφού έβαλαν τα γιλέκα τους στο ντουλάπι. Ο καθένας τους, έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα με την τεχνολογία, η Μαρί έναν νεαρό που την εκβιάζει πως αν δεν του δώσει χρήματα θα ανεβάσει στο διαδίκτυο το sex tape που εν αγνοία της, εκείνος γύρισε σε ένα μεθυσμένο τους one night stand, ο Μπερτράν με το online bullying της κόρης του στο σχολείο και η Κριστίν με την βαθμολογία της στην σαν-το-uber υπηρεσία στην οποία δουλεύει.
Αποφασισμένοι να δώσουν λύση στα προβλήματά τους μόνοι τους, θα δοκιμάσουν τα πάντα από έναν χάκερ με το όνομα «Θεός», μέχρι να ταξιδέψουν στην πηγή όλων των βασάνων τους, τους σέρβερ των διαδικτυακών κολοσσών για να σβήσουν τα βίντεο που τους στοιχειώνουν. Μοιάζει εύκολο να ταυτιστείς με χαρακτήρες και καταστάσεις, όπως η ατέλειωτη αναμονή σε τηλεφωνικούς αριθμούς εξυπηρέτησης πελατών, με σελίδες που σου ζητούν να κάνεις κλικ «σε όλα τα σημεία της εικόνας που περιέχουν κόκκινα φανάρια», ή με τον γολγοθά του να θυμάσαι όλους σου τους κωδικούς για κάθε site που πρέπει να επισκεφθείς, αλλά ακριβώς «εύκολο» είναι και το χιούμορ ολόκληρης της ταινίας.
Ναι το «Delete History» συλλαμβάνει κάτι αληθινό και ίσως μελαγχολικό από την πραγματικότητα της ζωής στην σύγχρονη ψηφιακή εποχή, αλλά κοιτάζει τους ήρωες και την μεγαλύτερη εικόνα της πραγματικότητάς τους μόνο επιφανειακά και ανεκδοτολογικά, μέσα από αστεία που ακόμη κι όταν βρίσκουν τον στόχο τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξυπνακίστικα σκετσάκια που τα ξεχνάς αμέσως μετά το τέλος του φιλμ. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Oh behave! Στην συνέντευξη Τύπου και στο photocall που προηγήθηκε οι πρωταγωνίστριες του φιλμ Κορίν Μασιερό και Μπλανς Γκαρντέν, έδωσαν το δικό τους μικρό σόου, αλλά το βράδυ σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές ήταν αρκούντως πιο σεμνοί.
Trend alert: Ριγέ πολύχρωμα πουλόβερ
Τα φόρεσαν κι ο Γουίλεμ Νταφόε κι ο Λάρς Είντεγκερ χθες στις συνεντεύξεις τύπου του «Σιβηρία» και του «My Little Sister». Για τους άντρες που δεν φοβούνται να βάλουν λίγο χρώμα στην γκαρνταρόμπα τους. Εγκρίνουμε!
Last and First Men του Γιόχαν Γιοχάνσον | Ειδική Προβολή
Το «Last and First Men», ένα οπτικοακουστικό πρότζεκτ που ξεκίνησε ως ιδέα πίσω στο 2010, ξεκίνησε με αφορμή το βιβλίο «Spomeniks» του Ολλανδού φωτογράφου Γιαν Κέμπενερς για τα μεταπολεμικά μνημεία στην πρώην Γιουγκοσλαβία και το ομότιτλο μυθιστορήμα επιστημονικής φαντασίας που εκδόθηκε το 1930, ένα χρονολόγιο του ηλιακού συστήματος, γραμμένο από τον Ολαφ Στέιπλεντον, πρόδρομο του Στανισλάβ Λεμ.
Ο Γιοχάνσον ταξίδεψε για να φωτογραφήσει τα μνημεία που του είχαν κάνει τόσο εντύπωση και να τα φιλμάρει σε ασπρόμαυρο φιλμ 16mm (με διευθυντή φωτογραφίας τον Στούρλα Μπραντθ Γκρέβλεν του «Rams» και του «Victoria») με σκοπό να ολοκληρώσει ένα multi project που θα ξεκινούσε από μια μουσική παράσταση με ζωντανή μουσική γραμμένη από τον ίδιο - όπως και συνέβη στο Barbican Hall στο Λονδίνο και την Οπερα του Σίδνεϊ στην Αυστραλία.
Το αποτέλεσμα είναι περισσότερο από όλα τα παραπάνω μαζί, καθώς έχει λίγη σημασία αν μπορείς να διακρίνεις τις αναφορές των εικόνων και του κειμένου. Η συνάντηση των απόκοσμων, σχεδόν εξωγήινων μνημείων (καδραρισμένα με τρόπο που δημιουργούν μια εντελώς δική τους γεωμετρία) με τη σουίτα που έγραψε φυσικά ο ίδιος ο Γιόχανσον και το voice over της Τίλντα Σουίντον δεν ολοκληρώνουν μόνο ένα ρέκβιεμ για το τέλος του κόσμου στη μορφή μιας πειραματικής ταινίας, αλλά έναν υποβλητικό, σε στιγμές συγκινητικό και άλλοτε επαναλαμβανόμενο κύκλο ζωής που προσπαθεί να βρει την ευθεία γραμμή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, τη σιωπή και τις λέξεις, το εδώ και το εκεί, το last και το first.
Μοιάζει αδύνατον να χαθείς μέσα στο «Last and First Men» και να μην νιώσεις σε κάθε του στιγμή την ειρωνία της πρόωρης απώλειας του Γιόχαν Γιοχάνσον (πέθανε το 2018 στο Βερολίνο σε ηλικία 48 ετών από συνδυασμό χρήσης ναρκωτικών και αντιβιοτικών), καθώς το κείμενο που προσωπικά ο ίδιος ηχογράφησε με τη φωνή της Τίλντα Σουίντον προσπαθεί να βρει δίοδο μέσα από το θάνατο για να συναντήσει ξανά τη ζωή και από εκεί να ευαισθητοποιήσει (ακόμη και όχι συνειδητά, αλλά ανατριχιαστικά επίκαιρα) προς μια νέα οικολογική, πιο ανθρώπινη, ίσως πιο κοντά στη γη και λιγότερο προς τον ουρανό ανθρώπινη ζωή.
Σαν μια παρακαταθήκη που ο ίδιος είχε ήδη οραματιστεί πίσω στο 2017, όταν προσπαθούσε με κάθε τρόπο να υπογραμμίσει τη σημασία του πρότζεκτ: «Νομίζω πως το "Last and First Men" είναι το είδος του έργου που θα ζει μέσα από πολλές διαφορετικές μετενσαρκώσεις. Ισως είναι πολύ να ζητήσεις από τους θεατές να καθίσουν για 70 λεπτά και να βλέπουν τσιμέντα και να ακούν για το τέλος της ανθρωπότητας, αλλά ευτυχώς με όλα αυτά τα στοιχεία φτιάξαμε κάτι που είναι όμορφο και σημαντικό. Κάτι σαν ένα ρέκβιεμ». Μανώλης Κρανάκης
Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη | Πανόραμα
Με μια έντονη αίσθηση του τόπου αλλά και της γεωγραφίας των ανθρώπων που τον κατοικούν, η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη «Digger», χτίζει μαζί το κοντινό πορτρέτο ενός πατέρα κι ενός γιου που προσπαθουν να βρουν ένα κοινό τόπο και να ξαναπιάσουν το νήμα μιας σχέσης που πριν από πολλά χρόνια κόπηκε απότομα. Ο Βαγγέλης Μουρίκης κι ο Αργύρης Πανταζάρας (εξαιρετικοί και οι δυο στην αποτύπωση στην οθόνη, ανδρών που δυσκολεύονται να ανοιχτούν μα που οι ηθοποιοί που τους υποδύονται βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να κοιτάξεις βαθύτερα), συναντιούνται στη μέση ενός δάσους στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί που ο ένας ζει κι όπου ο άλλος επιστρέφει μετά από χρόνια και μετά το θάνατο της μητέρας του. Ενα ορυχείο καταβροχθίζει την γη γύρω από το δάσος που ανήκει στον πατέρα κι εκείνος είναι από τους τελευταίους που αντιστέκονται στην επέλαση του. Ο γιος βλέπει την άρνηση του πατέρα του να πουλήσει το κτήμα του στην εταιρεία σαν μια κούφια πράξη ανόητης αντίστασης αλλά μένει εκεί ελπίζοντας να τον μεταπείσει.
Ο Τζωρτζης Γρηγοράκης συνοψίζει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο με ενδιαφέροντα και διακριτικό τρόπο, ο ένας καβαλάει και φροντίζει τη μηχανή του, ο άλλος, προτιμά τα άλογα, ο πατέρας μοιάζει ριζωμένος στη γη του σαν δέντρο, ο γιος θέλει να πετάξει μακριά σαν πουλί. Σκηνοθετημένο σχεδόν σαν ένα χαμηλότονο γουέστερν, σε ένα Ελντοράντο όπου κανείς εκτός από λίγους δεν πλουτίζει, το «Digger» δοκιμάζει να χαρτογραφήσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο «μικρό» ενός προσωπικού δράματος και το «μεγάλο» του περιβαλλοντικού μηνύματος σε μια ταινία που είναι τοποθετημένη σε μια μεγαλύτερη εικόνα που μπορείς ξεκάθαρα να δεις.
Και το καταφέρνει ακόμη κι αν το σενάριο επιστρέφει περισσότερες φορές απ όσες χρειάζεται σε πράγματα που κάνουν ξεκάθαρο το αδιέξοδο των ανθρώπων του τόπου τον οποίο περιγράφει, και δεν βρίσκει πάντα την ιδανική ισορροπία στις διακυμάνσεις της σχέσης πατέρα και γιου. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το φιλμ κοιτάζει τους ντόπιους με έναν τρόπο που μοιάζει βγαλμένος από μια λίγο διαφορετική ταινία, το ύψος του φιλμ έχει συνοχή, ταυτότητα και μια αφηγηματική γραμμή που έστω κι αν θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο τετατέμένη, εξακολουθεί να σε ενδιαφέρει και να σε αφορά. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Ενας κοινός τόπος. Αμέσως μετά την προβολή του «Digger», ο σκηνοθέτης Τζώρτζης Γρηγοράκης, οι ηθοποιοί Βαγγέλης Μουρίκης και Γρηγόρης Πανταζάρας, αλλά και η παραγωγός Αθηνά Τσαγγάρη, βρέθηκαν στη σκηνή για να μιλήσουν για την ταινία, τα γυρισματά της, την δουλειά των ηθοποιών σε μια συζήτηση με το κοινό που στην πλειοψηφία του έμεινε στις θέσεις του για να τους ακούσει.
«My Little Sister» των Στεφανί Σουά και Βερονίκ Ρεϊμόν | Διαγωνιστικό
Αρκεί μια ομάδα καλών ηθοποιών μια κομψή σκηνοθεσία και μια ανώδυνη επανάληψη τετριμένων κλισέ για να κάνεις μια καλή ταινία; Η απάντηση είναι όχι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η ταινία σου δεν μπορεί κάλλιστα να φτάσει στο διαγωνιστικό του Βερολίνου. Οι Ελβετίδες Στεφανί Σουά και Βερονίκ Ρεϊμόν ηθοποιοί και σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ, τηλεόρασης και μιας ακόμη ταινίας μεγάλου μήκους, μιλούν για πράγματα που ξέρουν στο «My Little Sister», αλλά δυστυχώς αυτά ακριβώς είναι πράγματα που έχουμε δει πολλές φορές ήδη στο σινεμά ή στα τηλεοπτικά δράματα οικογένειας και νοσοκομείων. Η Νίνα Χος είναι η Λίζα, μια θεατρική συγγραφέας που ζει με την οικογένειά της στην Ελβετία λόγω της δουλειάς του άντρα της σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο, αλλά που η καρδιά της παραμένει στο Βερολίνο. Εκεί ζει ο δίδυμος αδελφός της Σβεν (Λαρς Εΐντιγκερ), ένας διάσημος ηθοποιός ο οποίος πάσχει από μια επιθετική μορφή καρκίνου αλλά που ονειρεύεται να επιστρέψει πίσω στη σκηνή αλλά μέχρι η κατάστασή του να βελτιωθεί θα εξαρτάται απόλυτα από την ψυχρή κι απόμακρη μητέρα του κι από την αδελφή του που είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμη να τον βοηθήσει. Ομως αυτή ακριβώς η αφοσίωσή της θα φέρει την ίδια σε σύγκρουση με τον σύζυγό της ειδικά όταν γίνει σαφές ότι η εξέλιξη της ασθένειας του Σβεν δεν πρόκειται να έχει θετική έκβαση.
Τίποτα καινούριο ή μη προβλέψιμο δεν υπάρχει στην ιστορία, την συναισθηματική διαδρομή των ηρώων και την πορεία της ιστορίας που ακολουθεί την πεπατημένη μέσα από μια σειρά καλοβαλμένα κλισέ και μια διεκπαιρεωτική σκηνοθεσία λουσάτου τηλεοπτικού επεισοδίου. Δυστυχώς παρά τους εξαιρετικούς ηθοποιούς που προσπαθούν να δώσουν πνοή σε αυτό το δράμα, η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή είναι μηδενική, το δράμα δεν σε συγκινεί ούτε στην πιο μεγάλη κορύφωσή του και το αποτέλεσμα δεν αφήνει καμία αίσθηση που να παραμένει στην σκέψη ή την καρδιά μετά το τέλος του φιλμ. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Σιβηρία του Είμπελ Φεράρα | Διαγωνιστικό
Η τρίτη στη σειρά συνεργασία του Εϊμπελ Φεράρα με τον Γουίλεμ Νταφόε μετά το «Παζολίνι» και το «Tommaso», είναι αναμφίβολα η πιο ιδιαίτερη, η πιο προσωπική και μαζί η πιο αδύναμη από τις ταινίες που οι δύο τους έχουν κάνει ως τώρα. Περισσότερο μια συνειρμική ροή εικόνων και θολών ιδεών παρά μια ταινία με συνοχή η «Σιβηρία» μοιάζει με θραύσματα ενός ονείρου από το οποίο ξυπνά απότομα στη μέση της νύχτας, ή με σημειώσεις μιας ψυχαναλυτικής συνεδρίας οι σελίδες της οποίας μπερδεύτηκαν ανεπανόρθωτα. Σε κάθε περίπτωση το κινηματογραφικό αυτό όνειρο ή η ανάλυση του αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να αφορά τον Φεράρα, αλλά δυστυχώς εκτός από την σποραδική ομορφιά των εικόνων του, ελάχιστα αγγίζει τον θεατή που στέκεται αμήχανος μπροστά σε κάτι που αισθάνεται ότι απλά δεν τον συμπεριλαμβάνει.
Ο Νταφόε υποδύεται έναν άντρα που ζει μόνος στην ερημιά της Σιβηρίας ιδιοκτήτης ενός καφενείου που έχει περιστασιακούς περαστικούς πελάτες, αλλά ακόμη και στην μοναξιά αυτού του τόπου αδυνατεί να βρει την ψυχική του ηρεμία. Κι έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι -κυριολεκτικό αλλά και μεταφορικό στον κόσμο που κάποτε ήξερε και στον παλιό εαυτό του που ακόμη δεν έχει αφήσει πίσω. Τραύματα από το παρελθόν, μνήμες από την οικογένειά του, τον πατέρα τον αδελφό και τη μητέρα του, η πρώην γυναίκα του, αλλά και οι «οδηγοί» του στον δρόμο προς την αυτογνωσία, μάγοι, μοναχοί, ακόμη κι ένα ψάρι που μιλά θα μπλεχτούν σε μια αλληλουχία σκηνών και εικόνων που φέρνει στο μυαλό το ποιητικό σινεμά του Τέρενς Μάλικ, αλλά δίχως την τόση ομορφιά και με μια ακόμη μεγαλύτερη δοσή απλοϊκότητας.
«Μην προσπαθείς να μου πεις ποιος είμαι όταν ακόμη δεν έχεις βρει τον αληθινό εαυτό σου», λέει στον ήρωα, ένας μοναχός (;) που κάποια στιγμή συναντα στον δρόμο του κι αυτό ακριβώς μοιάζει να είναι και το πρόβλημα της «Σιβηρίας», η αδυναμία να ορίσει την κινηματογραφική της ταυτότητα πέρα από μια σειρά πρόχειρα ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικα σχεδιάσματα και κοινοτοπίες ενδεδυμένες με το ράσο του βαρυγδουπου. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Στο κόκκινο χαλί. Οι σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές από τα «All the Dead Ones», «Σιβηρία» και «My Little Siter» περπάτησαν χθες στο χαλί της Berlinale, μερικές φορές με ενδιαφέρουσες στυλιστικές επιλογές.
Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου διεξάγεται από τις 20 Φεβρουαρίου ως την 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.