Φέτος δεν είμαστε στη Θεσσαλονίκη και δεν μπορούμε να συζητάμε με φόντο το Θερμαϊκό για τις ταινίες που είδαμε, να τσακωνόμαστε γι' αυτές και να προτείνουμε σε φίλους να προλάβουν εισιτήρια για την επαναληπτική προβολή.
Φέτος όμως, βλέπουμε το 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απ' όπου κι αν βρισκόμαστε.
Και έχουμε το χώρο για να συζητήσουμε, να τσακωθούμε, να αποθεώσουμε ή να «θάψουμε» τις ταινίες που θα βλέπουμε online από την Πέμπτη 5 μέχρι και τις 15 Νοεμβρίου. Το Flix σας δίνει την ευκαιρία να γίνετε κριτικοί (για μία ή και περισσότερες μέρες) και να δείτε τις κριτικές σας να δημοσιεύονται.
Περιμένουμε τις κριτικές σας στο info@flix.gr με θέμα «Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης», αναφέροντας την ταινία για την οποία μας γράφετε, τον τόπο διαμονής σας και το ονοματεπώνυμό σας.
- Οι κριτικές θα δημοσιεύονται μόλις στέλνονται έτσι ώστε να λειτουργήσουν και ως προτάσεις.
- Παρακαλούμε αποφύγετε τα spoilers.
- Το μέγεθος των κειμένων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 400 λέξεις.
- Τα κείμενα μπορεί να επιμεληθούν από την ομάδα του Flix δίχως να αλλάξει η ουσία τους.
Τι χρειάζεστε για να παρακολουθήσετε το 61o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Τις προτάσεις του Flix για κάθε μέρα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Τον τρόπο με τον οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε online το Φεστιβάλ.
Το link όπου μπορείτε να βρείτε όλα τα άρθρα που αφορούν το Φεστιβάλ.
ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΣΑΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Οπου Φύγει, Φύγει του Γουάνγκ Λ-φαν
Ζόμπι, Βουλή της Ταϊβάν, εφέ βγαλμένα από anime, gore, ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής; Το Get the Hell Out είναι μια ταινία για την πολιτική διαφθορά, τη γραφειοκρατία και το zombie apocalypse και για κάποιο μυστήριο λόγο καταφέρνει να τα συνδυάσει υπερβολικά καλά μεταξύ τους. Η ιστορία είναι απλή, ένας ιός που μετατρέπει τους ανθρώπους σε πεινασμένα ζόμπι μεταδίδεται αστραπιαία στη Βουλή της Ταϊβάν, με αποτέλεσμα οι βουλευτές να αρχίσουν να αλληλοκατασπαράζονται μεταξύ τους. Το γκρουπ των ετερόκλητων πρωταγωνιστών πρέπει να καταφέρει να ξεφύγει από το κτήριο χωρίς απώλειες, γεγονός ιδιαίτερα δύσκολο εφόσον αυτό έχει σφραγιστεί εντελώς σε μια προσπάθεια περιορισμού του ιού. Η ταινία είναι ένα απολαυστικό κράμα τρόμου, κωμωδίας και πολιτικής σάτιρας, γυρισμένη με εντυπωσιακά εφέ και γραφικά, τα οποία κάνουν τις σκηνές δράσης ίδιες με βιντεοπαιχνίδι.
Αν και μένει στην επιφάνεια και δεν έχει περισσότερο βάθος από αυτό που δείχνει, το Get the Hell Out είναι μια πετυχημένη ταινία για το είδος της, πόσο μάλλον και το ιδανικό palate cleanser μετά από μια εβδομάδα συνεχόμενων προβολών του φεστιβάλ. Σίγουρα, επικρατεί μια φασαρία για τα 100 λεπτά της ταινίας και υπάρχουν στιγμές που οι ασταμάτητες σκηνές δράσης κουράζουν το θεατή αλλά στο σύνολό της παρακολουθείται εύκολα και είναι διασκεδαστική. Γνωρίζει τα όριά της και δεν προσπαθεί να τα υπερβεί για να προσδώσει παραπάνω νόημα, γεγονός το οποίο εκτιμάται ιδιαίτερα, καθώς δεν φαίνεται υπερφίαλη.
Ευγενία Τσώρη
Ψυχρός Μεσημβρινός του Πίτερ Στρίκλαντ
Η απόλυτη σύγχυση παντρεύεται με την ηρεμία. Το λούσιμο, ο αριθμός 14.732, και το ξέπλυμα, η δημιουργία ενός βίντεο, οι ανατριχιαστικοί ήχοι, ο υπολογιστής που ελέγχει, το κλικ της επιλογής και της αποφυγής, ένα σκίτσο που προοικονομεί, το φακέλωμα των στιγμών, η διαρκής παρουσία της κάμερας, ο χορός που σε πληγώνει, η αποτύπωση των στιγμών, η επιστροφή και η επανάληψη, ο νέος φαύλος κύκλος και το ερώτημα που πλανιέται διαρκώς:γιατί; Μια μελωδική ταινία μικρού μήκους που θα σε καθηλώσει σε λιγότερο από 7 λεπτά.
Ηλέκτρα Τερζή, Πάτρα
Ημέρες του Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ
Το «Days» ξεκινά με μια υπόσχεση-«η ταινία είναι εσκεμμένα μη υποτιτλισμένη» - μια πληροφορία άχρηστη θα έλεγε κανείς, σε μία ταινία σχεδόν δίχως διάλογο, εδώ όμως δεν πρόκειται για προειδοποίηση, αλλά για την υπόσχεση ότι ο Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ επιθυμεί να μιλήσει με μια καθαρά κινηματογραφική γλώσσα και μια διαφορετική τάξη νοήματος, για ό,τι τον απασχόλησε ανέκαθεν – τις περιπέτειες της ανθρώπινης επαφής ή της έλλειψης της.
Αλλοτε ο αργός ρυθμός είναι κατάρα (είπε ο άνθρωπος που κοιμήθηκε γλυκά στις αναπαυτικές καρέκλες του Αστυ στην πρεμιέρα των «Αδέσποτων Σκυλιών» το 2014), και άλλοτε ευλογία, και στις «Ημέρες» ο αργός ρυθμός δεν λειτουργεί μόνο για να προσφέρει (αναμενόμενα) συγκλονιστικές εικόνες, αλλά και την αίσθηση των νεκρών χρόνων της συνήθειας – εμμένει στην οξύτητα του μυικού πόνου, ή αφήνεται στο κρύο ενός γυμνού διαμερίσματος καθώς ο Κανγκ και ο Νον μοιάζουν ξένοι ανάμενα σε ξένους, αργοπεθαίνοντας μόνο και μόνο γιατί ζουν, σε μια μοναξιά άλλοτε νοτισμένη από το επίμονο ψιχάλισμα και άλλοτε πυρρακτωμένη από τη φωτιά του γκαζιού. Όμως ξαφνικά τα χρώματα του Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ ζωηρεύουν, καθώς η επαφή του Κανγκ και του Νον, όπως κάθε επαφή, υπερχειλίζει τα προτάγματα του αρχικού της συμβολαίου ή της συνθήκης δυνατότητας της, και ο νεκρός χρόνος της καθημερινότητας μεταμορφώνεται στο εκτός-τόπου-και-χρόνου ενός αγγίγματος απελευθερωμένου από την δουλικότητα κάθε «πριν» και «μετά». Ακόμη και αν ο γραμμικός χρόνος συνεχίζει να τρέχει, ακόμη και αν οι περαστικοί επιμένουν να περπατούν και οι πελάτες στο μικρό εστιατόριο να συνεχίζουν να παραγγέλνουν, ακόμη και αν τα λεωφορεία σταματούν στις ίδιες στάσεις και τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται, -μα πώς μπορούν, αλήθεια;- ο Κανγκ και ο Νον είναι και πάλι ξένοι ανάμεσα σε ξένους, όμως τώρα είναι δύο, είναι και πάλι μόνοι, αλλά τώρα είναι μόνοι μαζί, βρίσκονται σε ένα διάλειμμα του κόσμου, ίσως για όσο διαρκεί η μελωδία ενός μουσικού κουτιού.
Μια από τις ωραιότερες opening σεκανς που έχω δει ποτέ, δώρο από τον Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ και τον σταθερό του ηθοποιό Λι Κανγκ-Σενγκ, και η νέα αγαπημένη μου ταινία της φιλμογραφίας του μαζί με τα «Rebels of the Neon God» και «Vive l’amour». Κι αν μετά τα «Αδέσποτα Σκυλιά», ο Τσάι-Μινγκ-Λιάνγκ ια είχε δηλώσει πως ίσως να αποσυρθεί, πιθανόν συνεχίζει, «γιατί», όπως έγραψε κάπου ο μακαρίτης Γιώργος Χειμωνάς, και ο σκηνοθέτης δείχνει να γνωρίζει επίσης ήδη από την πρώτη του ταινία, «η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα και τα σώματα των ανθρώπων».
Mαίρη Φωτεινακοπούλου, Αθήνα
Τα Διαστημικά Κορίτσια της Κάρις Γουότφορντ
Τέσσερα κορίτσια ερωτευμένα με το διάστημα, μια νταντά που τα βάζει για ύπνο, η αρχή της περιπέτειας, η συμμετοχή του μικρού αδερφού, η εξερεύνηση του διαστήματος, οι εικόνες που σου κόβουν την ανάσα, η πτώση, το άνοιγμα της πόρτας, η είσοδος του μπαμπά, η ανατροφοδότηση ονείρων και η έκρηξη χαράς μέσα από ένα χαμόγελο. Μια γλυκιά ιστορία που μιλά για την δύναμη της φαντασίας και της αγάπης στην καρδία ενός παιδιού.
Ηλέκτρα Τερζή, Πάτρα
Το Τέλος του Για Πάντα του Πέετ Χέλντερμπλομ
Το «Τέλος του για Πάντα» θα μπορούσε να είναι η πιο υπέροχη αφιέρωση στην κινηματογραφική γλώσσα. Βασίζεται σε ένα πραγματικά υπέροχο concept, το οποίο ακολουθεί τα χνάρια του zero-waste κινήματος (!): τι θα γινόταν αν δημιουργούσαμε μια ταινία αποκλειστικά και μόνο χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό; Οι απαντήσεις εδώ είναι άπειρες, καθώς και μόνο στη σκέψη του πόσες ταινίες υπάρχουν που δεν θα μπορέσουμε να δούμε ποτέ, είναι τρομακτική. Στα πρώτα δέκα λεπτά, ο θεατής εκτίθεται σε ένα αριστοτεχνικό μοντάζ που συστήνει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τον Παντοτινό Άνδρα και την Παντοτινή Γυναίκα. Το ποιητικό ύφος και η παιχνιδιάρικη πρώτη συνάντησή τους προετοιμάζουν την αφήγηση μιας ιστορίας αγάπης μετά το happily ever after και πώς αυτή διαστρέφεται με την πάροδο του χρόνου.
Οι ήρωες ως αρχέτυπα είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν παντοτινά τα ίδια βήματα, να οδηγούνται από την αγάπη, στην απέχθεια, από το μίσος στην εκδίκηση και πάλι πίσω, έρμαια ενός φαύλου κύκλου που δεν σταματάει ποτέ. Αν υπήρχε ένα μεγαλύτερο βάρος στην αποτύπωση αυτού του αρχέτυπου καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας, αυτή θα ήταν πολύ πιο πετυχημένη, καθώς υπάρχουν πολλά σημεία που χάνει τον αρχικό της τόνο και καταφεύγει σε φθηνά τρικ για να δικαιολογήσει την έλλειψη διαστάσεων στους χαρακτήρες. Το σενάριο κρατάει πίσω την ταινία από το να φτάσει στο επίπεδο που της αξίζει, χωρίς αυτό, όμως, να την καθιστά προβληματική. Η μουσική επένδυση πλαισιώνει πολύ επιτυχημένα το κολλάζ των σκηνών και τις αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Το «Τέλος του για Πάντα» είναι ένα κινηματογραφικό επίτευγμα, που προβάλλει τη μαγεία του σινεμά με έναν πολύ πρωτότυπο και αρκετά πετυχημένο τρόπο και σίγουρα θυμίζει σε πολλούς το λόγο που θαυμάζουμε τη συγκεκριμένη τέχνη τόσο πολύ.
Ευγενία Τσώρη
Κι Αύριο, ο Κόσμος Ολος της Γιούλια φον Χάιντς
Η Λουίζα είναι μια κοπέλα που έχει μεγαλώσει σε ένα συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον. Ως πρωτοετής φοιτήτρια Νομικής γίνεται μέλος ενός αντιφασιστικού κινήματος που αντιτίθεται στους Γερμανούς νεοναζί.Η ταινία, επίσημη πρόταση της Γερμανίας στα επερχόμενα Οσκαρ στην κατηγορία της καλύτερης διεθνούς ταινίας, βάζει τις γυναίκες μπροστά, ενώ θέτει ένα μεγάλο ερώτημα: δικαιολογείται το να καταφεύγεις στη βία για να καταπολεμήσεις τον φασισμό;Το θέμα είναι τόσο 2020 και αυτό που δεν δικαιολογείται είναι μια επιφανειακή προσέγγιση. Γιατί έτσι προσέγγισε το «Κι αύριο, ο Κόσμος Ολος» το κεντρικό ερώτημα. Ειδικά στο τέλος, η σκηνή της σύγκρουσης, ήταν τόσο καλογυαλισμένη και τόσο...λάιτ (για μένα, τουλάχιστον). Μια ταινία που προσπαθεί να πει κάποια «σωστά» πράγματα και να βάλει το δικό της λιθαράκι στη συζήτηση γύρω από τον φασισμό και την αντιμετώπισή του, αλλά κάπου το χάνει.
Φωτεινή Δαϊλά, Πειραιάς
Κόκκινο Φεγγάρι του Λόις Πατίνιο
Το «Κόκκινο Φεγγάρι» είναι μια αλληγορία πάνω στη συλλογική μνήμη, ειπωμένη στο λεπτό χώρο ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Στο χωριό, σε μια απομακρυσμένη ακτή της Γαλικίας, επικρατεί ησυχία. Το πένθος απλώνεται πάνω από τη στατικότητα και την ακινησία των κατοίκων, οι οποίοι προσπαθούν να αντιδράσουν στο άκουσμα της είδησης ότι ένας από αυτούς, ο Ρούμπιο, εξαφανίστηκε στη θάλασσα. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να σιωπούν, μόνο οι σκέψεις τους αντηχούν στο δάσος και την ακτή, στο φράγμα, στο εργοστάσιο και στα σπίτια. Σύμφωνα με το μύθο, στον πάτο της θάλασσας κατοικεί ένα τέρας, τροφοδοτούμενο από το φεγγάρι. Οι άνθρωποι δεν αγαπούν το φεγγάρι, το φοβούνται. Ίσως είναι το μοναδικό απομεινάρι του φόβου για τη φύση που έχει παραμείνει στον άνθρωπο, το μόνο που δεν έχει χαλινάρι.
Η ταινία πλέκει δεξιοτεχνικά συμβολισμούς και μεταφορές στη διάρκειά της, συνθέτοντας μια ελεγεία για την αποξένωση του ανθρώπου και τη σχέση του με τη φύση. Η φωτογραφία είναι εκπληκτική, καθώς η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από ακίνητα πλάνα αντιδιαστολής του ανθρώπου με τη φύση. Το παρθένο δάσος ακολουθεί το τερατώδες φράγμα, υπόλειμμα ανθρώπινων παρεμβάσεων στο άγριο τοπίο. Είναι μια ταινία μαγνητική, τραβάει το θεατή στη χαραμάδα ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, καθώς ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία.
Είμαστε το όνειρο της θάλασσας, λέει ένας από τους ψαράδες. Και όντως, το «Κόκκινο Φεγγάρι» είναι ένα όνειρο για το όνειρο, γεμάτο με ερωτήσεις χωρίς απάντηση. Η συλλογική ταυτότητα μπλέκεται με την ατομική και ύστερα εγκλωβίζεται στην άλλη μεριά του καθρέφτη, εκεί που τα φαντάσματα είναι ζωντανά και παγωμένα στο χρόνο. Το κορμί είναι ταυτόχρονα φυλακή και άγκυρα, γιατί οι άνθρωποι θρηνούν τα σώματα στο θάνατο και χωρίς σώμα το πένθος μένει μετέωρο.
Το «Κόκκινο Φεγγάρι» είναι μια κινηματογραφική εμπειρία και καθ’όλη τη διάρκειά της, σκεφτόμουν πόσο αδικείται μια ταινία σαν και αυτή όταν της στερούν τη μεγάλη οθόνη. Σίγουρα είναι μια ταινία για να σκεφτείς και τα μηνύματά της έχουν γερά θεμέλια, δεν μένουν στην επιφάνεια. Ίσως κουράζει λίγο, παρά τη μικρή διάρκειά της, αλλά ακόμα και αυτό είναι κάτι λογικό, όταν πραγματεύεται τόσες έννοιες, σε μια καθ’όλα προσεγμένη σύνθεση. Αποτελεί φόρο τιμής στην κινηματογραφική εικόνα και είναι σίγουρα ένα από τα πολλά διαμαντάκια του Φεστιβάλ που αξίζει να τα δούμε στις αίθουσες στο κοντινό μέλλον.
Ευγενία Τσώρη
Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη
Ο Νικήτας ζει απομονωμένος σε ένα ορεινό δάσος. Μια βιομηχανία απειλεί τη φύση και τον Νικήτα. Πιο απειλητική, όμως, είναι η εμφάνιση του γιου του.
Το «Digger» είναι ένα γουέστερν της εποχής μας που προσπαθεί να αφυπνίσει οικολογικά εσένα και εμένα, χωρίς να καταφεύγει στον διδακτισμό. Τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο, θέμα και -για δες!- εδώ βρήκε τον -νηφάλιο- χώρο που του αξίζει. Άσε που θέτει ένα μεγάλο θέμα στις μέρες του κορονοϊού (και όχι μόνο): ατομικό χρέος (πες το κι ευθύνη) vs συλλογικό χρέος.
Εκπληκτικός Βαγγέλης Μουρίκης, ο οποίος έδεσε α-πί-στευ-τα με τον Αργύρη Πανταζάρα, και πολύ όμορφη φωτογραφία. Προσωπικά, ποντάρω σε καλή πορεία στο Φεστιβάλ, αλλά και πέρα απ' αυτό. 1.5 μήνας για να φύγει το 2020, αλλά μόνο με θαύμα θα φύγει από το ελληνικό τοπ 5 μου. Είπαμε μπράβο στον Τζώρτζη Γρηγοράκη; Αν όχι, ε τα λέμε τώρα.
Φωτεινή Δαϊλά, Πειραιάς
Απαγορευμένος Καρπός της Βέρα Χιτίλοβα
Εντονα συμβολική ταινία που μας παρουσιάζει μια άλλη όψη της κλασσικής ιστορίας τουΑδάμ και της Εύας. Η Εύα της ταινίας έχει μια παιδική κίνηση, μια ακαμψία και μιατεράστια περιέργεια. Ο άντρας της, ο Γιόσεφ, την παραμελεί και εκείνη σαγηνεύεται απότον νεοφερμένο Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ ντυμένος στα κόκκινα, συμβολίζει μια άλλη όψη τουσατανά, του μυστήριου, του απαγορευμένου που έλκει την Εύα σαν μαγνήτης. Η φύση έχειέντονη παρουσία σχεδόν σε όλα τα πλάνα με τους πρωταγωνιστές να κυλιούνται σεαμμόλοφους, σε ξερά χόρτα, να τριγυρνούν ανάμεσα σε πράσινα δέντρα και ψηλά, ξεράκαλάμια. Κι όταν βρίσκονται σε εσωτερικούς χώρους, η αισθητική θα έχει πάντα μπαρόκστυλ. Πρόκειται για ένα οπτικό αριστούργημα, μια μεθυστική χρήση των χρωματικώναντιθέσεων και ποικιλία στον τρόπο χρήσης της κάμερας. Ακόμη κι αν δεν λάβουμε υπόψητην ιστορία ή αν κλείσουμε τα μάτια στην φεμινιστική προσέγγιση της ταινίας - δεδομένουκαι ότι η ίδια η σκηνοθέτης δεν ήθελε να εντάξει τον φεμινισμό στα έργα της, οι εικόνεςτης ταινίας μιλούν από μόνες τους!
Φωτεινή Νικολίτσα
Το Κοινό του Μαριάνο Πενσότι
Στο «Κοινό» του, ο Αργεντινής καταγωγής Μαριάνο Πενσότι μαςσυστήνει 11 διαφορετικούς χαρακτήρες κάτω από ένα κάπως ανορθόδοξο πρίσμααφήγησης. Πρόκειται για 11 ανθρώπους της πόλης που παρακολουθούν μια θεατρικήπαράσταση. Μόλις πέσει η αυλαία της παράστασης, εμείς αποκτούμε τη δυνατότητανα παρακολουθήσουμε τους ίδιους αφού φύγουν από το θέατρο και καθώςεπιστρέφουν στις ζωές τους. Καθημερινοί (και κάποιοι όχι τόσο) άνθρωποι ζουν τιςζωές τους με φόντο την Αθήνα σε μια ταινία ανθολόγιο-κολάζ.
Αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, συχνά ερήμην τους, και μοιράζονται με γνωστούς καιαγνώστους τι τους έμεινε από την παράσταση που παρακολούθησαν. Κάποιες φορέςγια να γεμίσουν την σιωπή, για να μειώσουν την αμηχανία, για να μην νιώθουν μόνοιή για να μοιραστούν την μοναξιά τους. Νομίζω αυτό βρήκα και πιο ενδιαφέρον στηνταινία. Αυτό το αίσθημα του «είχα μια εμπειρία και θέλω να σου μιλήσω για αυτή»θεωρώ πως είναι ένα αίσθημα αρκετά universal.
Ανθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύτους βρέθηκαν στον ίδιο χώρο την ίδια στιγμή και έπειτα διηγήθηκαν αυτό πουείδαν, ο καθένας λίγο διαφορετικά και σύμφωνα με την οπτική και τις ανησυχίες του.
Οταν βλέπω μια παράσταση πάντα αναρωτιέμαι αν αυτό που πυροδότησε σε μένατον προβληματισμό και την σκέψη το έκανε και σε κάποιον άλλο θεατή, και αν ναι σεποιον και γιατί. Ενα τέτοιο ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει στην ταινία του οΠενσότι και για μένα τα κατάφερε.
Ελενα Μαρκοπούλου, Αθήνα
Ατίθασες της Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν
Σ’ ένα χωριό της Βόρειας Τουρκίας, όπου τα γέλια, τα παιχνίδια και η γεύση τουέρωτα καταδικάζονται ως ανήθικα και σκανδαλώδη, πέντε ορφανές αδερφέςέρχονται αντιμέτωπες με την σταδιακή αποστέρηση της ελευθερίας τους. Λόγω τηςανάρμοστης και προκλητικής για τα δεδομένα της συντηρητικής κοινωνίαςσυμπεριφοράς τους φυλακίζονται μέσα στο ίδιο τους το σπίτι φρουρούμενες υπό τοάγρυπνο βλέμμα των ανυποχώρητων κηδεμόνων τους.
Τα προξενιά αρχίζουν, τοσχολείο αντικαθίσταται από κατ’ οίκον μαθήματα οικοκυρικών και τα κορίτσιαβρίσκονται περιτριγυρισμένα από υποψήφιους γαμπρούς και από θείες καιγειτόνισσες που προσπαθούν να τα μυήσουν στα μυστικά των συζυγικώνκαθηκόντων. Η εφηβική ζωή τερματίζεται βίαια και μία βεβιασμένη πορείαενηλικίωσης ξεκινά. Ακόμα όμως και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό και αποπνιχτικόπεριβάλλον η Νουρ, η Σέλμα, η Έτσε και η Σόνα με πρωτεργάτρια τη μικρότερηόλων Λαλέ επαναστατούν ενάντια στους περιορισμούς που τους επιβάλλονταιαμφισβητώντας τα ριζωμένα στο χρόνο και στις συνειδήσεις των συντοπιτών τουςήθη. Γιατί η ανάγκη για μία ανάσα ελευθερίας φαντάζει πιο επιτακτική από ποτέ. Ωςάγρια άλογα, ως mustang μάχονται για να σπάσουν το χαλινάρι της πατριαρχικήςισλαμικής κοινωνίας που κατευθύνει τις ζωές τους και να καλπάσουν ελεύθερεςπροσδιορίζοντας οι ίδιες την ταυτότητά τους και απορρίπτοντας μίαπροαποφασισμένη μοίρα.
Στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο η Ντενίζ ΓκαμζέΕργκιουβέν αποφεύγοντας τις συνήθεις βαρύνουσας σημασίας καταγγελίες και τηφεμινιστική ρητορική συνθέτει με ρεαλισμό και ψυχραιμία το πορτρέτο της γυναίκαςστη σύγχρονη Τουρκία. Με όπλο τον αυθορμητισμό, την τρυφερότητα και τηναφέλεια της εφηβείας η Τουρκάλα σκηνοθέτης καταδεικνύει με τρόπο ευκρινή τονπαραλογισμό της φίμωσης και του εκμηδενισμού της γυναικείας ύπαρξης.
Συνυπογράφοντας με την Αλίς Ουϊνοκούρ ένα λιτό και ανεπιτήδευτο σενάριο πουαντικατοπτρίζει την αθωότητα και την απλότητα της νιότης η Εργκιουβέν μιλάει γιατην ελευθερία και τη δύναμη της αντίδρασης. Μία διέξοδος σύμφωνα με εκείνηφαίνεται να προβάλλει, ικανή να υποσχεθεί την απόδραση από μία προδιαγεγραμμένηκαι εγκλωβιστική ζωή. Καίριας σημασίας στο σημείο αυτό ο ρόλος τουυποβοηθούμενου από το φωτογενές τοπίο της γείτονος χώρας φωτισμού με τον ήλιοπρωταγωνιστή. Στόχος του όχι να εξωραΐσει τον σωματικό και ψυχικό εγκλεισμό καιτην υποταγή στην παράδοση και τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό αλλά να θρέψει τιςηρωίδες και τους θεατές με αχτίδες ελπίδας και αισιοδοξίας. Συγκινητικές,μαχητικές, τολμηρές, αυθεντικές, οι «Ατίθασες» αξίζουν σίγουρα την προσοχή μας.
Αναστασία Σταθά, Αθήνα
Η Καρδιά μου δεν Χτυπά Ωσπου να της το Ζητήσεις του Τζόναθαν Κουάρτας
O Ντουάιτ, η Τζέσι και ο Τόμας κατοικούν σε ένα σπίτι που μένει πάντα αμπαρωμένο. Ο Τόμας υποφέρει από μια ιδιόμορφη ασθένεια και αν βγει έξω, η ζωή του θα κινδυνεύσει από το φως του ήλιου. Τα αδέρφια του Τόμας εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή του, όμως εκείνος θέλει να βγει έξω. Ο Τόμας θέλει να βγει από το σπίτι, ο Ντουάιτ θέλει να βγει από την πόλη, και οι δυο θελουν να βγουν από τον πνιγηρό κλοιό μιας πιεστικής αγάπης, γιατί οι καρδιές χτυπούν σε παράξενα ρεφραίν, πολύ νωρίς ή πολύ αργά, -"τέτοια ώρα δεν είναι κανείς έξω (...) είναι τρεις το πρωί, Τόμας", λέει η Τζέσι -μα ποτέ όταν τους το ζητήσουν, ό,τι κι αν λέει το υπέροχο "I Am Controlled By Your Love" της Helene Smith, που δίνει στην ταινία τον τίτλο της και στο οποίο η Τζέσι και ο Ντουάιτ επιστρέφουν σιγοτραγουδώντας, άλλοτε κουρνιάζοντας με θαλπωρή, άλλοτε ψάχνοντας καταφύγιο για να κρατήσουν έξω τις δυνάμεις του χάους. Και όμως αυτή δεν είναι απλώς μια ταινία που θέλει να θυμίσει ότι η αγάπη όχι μόνο αγαπά, μα ενίοτε καταβροχθίζει, ούτε είναι άλλος ένας επαναπροσδιορισμός του βαμπιρικού φιλμ με ισάριθμες δόσεις γλύκας και τρόμου, τρυφερότητας και αποτροπιασμού, στο παράδειγμα του «The Trouble Every Day» η του «Let the Right one In». Είναι μια ματιά σε μια ζωή κλεισμένη στον εαυτό της, ένα παιχνίδι αποδόμησης της υγείας και της ασθένειας, της ζωής και του θάνατου, του μέσα και του έξω. Άραγε όταν πέσουν οι τίτλοι, δεν θα επιθυμήσει και ο θεατής σαν άλλος Τόμας να ρίξει μια σαίτα έξω από την πόρτα του, ακόμη κι αν του κάψει το δέρμα, σε μια στιγμή που δεν μπορεί να απολαύσει μια ταινία σαν το «Η Καρδιά μου δεν Χτυπά Ωσπου να της το Ζητήσεις», μια ταινία που από τα πρώτα της λεπτά είναι φανερό γιατί κέρδισε βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, στη μεγάλη οθόνη, καρτερώντας το φως να εισβάλλει στο αμπαρωμένο σπίτι της οικογένειας, στο κάδρο αλλά και στο αστικό σκοτάδι μιας κινηματογραφικής αίθουσας;
Μαίρη Φωτεινακοπούλου, Αθήνα
Πτήση Τσάρτερ της Αμάντα Κέρνελ
Η «Πτήση Τσάρτερ» δεν είναι ένα κλασικό παράδειγμα του σύγχρονου σκανδιναβικού σινεμά.Βασίζεται στα στερεά θεμέλια του, αλλά παράλληλα φλερτάρει με διάφορες κινηματογραφικέςσχολές. Μια μητέρα που για δικούς της λόγους, έχει εγκαταλείψει τα δύο της παιδιά στο παρελθόνθα προσπαθήσει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, περνώντας μια εβδομάδα μαζί τους στηνΤενερίφη. Τα παγωμένα σουηδικά τοπία, που λειτουργούν ως φόντο πίσω από την ψυχρότητα τωνανθρώπινων σχέσεων, θα δώσουν τη θέση τους στα «εξωτικά» του Ατλαντικού Ωκεανού. Βέβαια, ηψευδαίσθηση ότι ο επίγειος παράδεισος θα λύσει τα προβλήματα τους, θα δουλέψει για πολύ λίγο.
Η ταινία έχει ειλικρινείς προθέσεις και αυτό είναι το σημαντικότερο επίτευγμά της. Καταρρίπτει εξ’αρχής τα στερεότυπα της «τέλειας» κοινωνίας και ψάχνει στα έγκατα της ανθρώπινηςψυχοσύνθεσης. Πολλαπλές ανατροπές θα διαδεχτούν η μια την άλλη, συνθέτοντας ένα χαοτικότοπίο και δίνοντας παράλληλα στον θεατή την ευκαιρία, να ταυτιστεί με όλους τους χαρακτήρες. Τοσωστό με το λάθος μπερδεύονται μεταξύ τους, για τον απλούστατο λόγο ότι τα όρια κάποιες φορέςδεν είναι ευδιάκριτα. Παράλληλα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της μητέρας, παλεύει διαρκώςανάμεσα στα προσωπικά της θέλω και πρέπει, στην ανεξαρτησία και τις μητρικές της υποχρεώσεις,μέσα σε μια κοινωνία που δεν είναι καθόλου υποστηρικτική…
Ρεαλιστικές ερμηνείες, σταθερό μοντάζ και μια στιλιζαρισμένη, αλλά μετριοπαθής φωτογραφία,συνθέτουν αυτό το ώριμο κοινωνικό δράμα. Η «Πτήση Τσάρτερ», καταπιάνεται μ’ ένα διαχρονικόθέμα, που στην Ευρώπη του 21 ου αιώνα, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και λειτουργεί ως πολλαπλήκαταγγελία. Καταφεύγει σε δύο-τρεις απλουστεύσεις, αλλά τελικά δεν αδικεί τον εαυτό της και μεδύο-τρεις ιδιαίτερα δυνατές σκηνές αντίστοιχα, βρίσκει τον δρόμο της. Η κάθαρση σε μεταφορικόκαι κυριολεκτικό επίπεδο, πλανάται διαρκώς τριγύρω, αλλά είναι τελικά εφικτή;
Γιώργος Τσιβάκης
Προετοιμασίες για να Είμαστε Μαζί, Αγνωστο για Πόσο της Λίλι Χόρβατ
«Πιστεύετε στα φαντάσματα, δόκτωρα Ντρέξλερ;» ρωτά η πρωταγωνίστρια Μάρτα στα μισά περίπου της ταινίας αντηχώντας τη γνωστή ρήση του Ντέηβιντ Φόστερ Γουάλας που θέλει κάθε ιστορία αγάπης να είναι μια ιστορία φαντασμάτων. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Λίλι Χόρβατ, που με μία πρόχειρη αναζήτηση, ακόμη και ο θεατής που δεν έχει δει την πρώτη, ανακαλύπτει ότι, ίσως, την έχει πάντως ξαναδει κάπου, μπροστά από την κάμερα αυτή τη φορά, σαν ηθοποιό, στον υπέροχο «Λευκό Θεό» του 2014, δύο άνθρωποι προσπαθούν να διαχειριστούν την περίσσεια της σύντομης τυχαίας γνωριμίας τους ένα μήνα πριν. Αν κάθε έρωτας ανοίγει ένα ρήγμα στο χώρο στο χρόνο και στον εαυτό, η Μάρτα άλλοτε πέφτει μέσα, άλλοτε κάνει τα πάντα για να κρατήσει την πληγή ανοιχτή, άλλοτε για να την δέσει όπως όπως, ενώ για τον Γιάνος έχει κλείσει ήδη. Ή μήπως όχι; Πρωταγωνιστές και θεατής θα κληθούν να αποφασίσουν τι είναι αληθινό και τι φασματικό, ποιος καταδιώκει ποιον, ποιος φανταστηκε ποιον, ποιος ονειρεύεται ποιον, ποιος φυλάγεται και εμμένει στον εαυτό του και ποιος εκτοπίζεται από μια αδύνατη δυνατή συνάντηση που ίσως ήταν εξαρχής καταδικασμένη στη λήθη, ή, απλώς, πού κατατάσσεται, τελικά, αυτή η ταινία. Δεν πρόκειται για ένα μαγιάρικο Before Sunrise, αλλά για μία ταινία που χορεύει ανάμεσα στην ιστορία αγάπης, στο μυστήριο, στο ψυχολογικό θρίλερ και στο δράμα – όπως κάθε έρωτας, ίσως –, πρόκειται για μια ήσυχη απόπειρα ανάγνωσης του ρήγματος, ή μια προσπάθεια προσέγγισης των α πριορι αναπάντητων, που δεν κατοικούν σε εξάρσεις, μεγάλες δηλώσεις και φωτεινούς χώρους, αλλά τρεμοπαίζουν αναπάντεχα στο γκρίζο καθημερινό των πρωταγωνιστών της, στην ουρά της αίθουσας ελέγχου αποσκευών ενός αεροδρομίου, στα βρώμικα τζάμια ενός τραίνου, στις σκιές που ζωγραφίζουν τους τοίχους ενός χώρου εργασίας.
Μαίρη Φωτεινακοπούλου, Αθήνα
Λίβας του Ντανιέλ Νολάσκου
Είμαι πεπεισμένος ότι ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ζει και έχει νώθο παιδί με τον Tom ofFinland, με τις πνευματικές ευλογίες του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Ο «Λίβας» είναι αυτό που δενπεριμένεις καθόλου ότι θα δεις σε μία οθόνη σινεμά, αλλά που σίγουρα θες να δεις σε έναdark room με μία γιγαντοοθόνη. Ακολουθόντας τον Σάντρο, έναν daddy σε μία κωμόπολη τηςΒραζιλίας που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο λιπάσματος, βυθίζεσαι σε έναν κόσμο που ηφαντασίωση κι η πραγματικότητα είναι συνεχώς μπλεγμένες, που η μία δεν ζει χωρίς την άλλη.
Ενας κόσμος φανταστικός, φαντασιακός και τόσο πρόστυχα αισθητικός. Γυμνοί άντρεςμπαινοβγαίνουν στα κάδρα της ταινίας, δυνατοί τεχνητοί φωτισμοί με λεντοταινίες που δενδιστάζουν να εμφανιστούν στα πιο απίθανα σημεία όπως οι ράγες ενός τρένου, σκηνέςαληθινότατου σεξ βγαλμένες από τις πιο έντονες ονειρώξεις μας, ζουμ διεισδυτικά πουφέρνουν στο μυαλό ταινίες των 90ς και ένα σεξουαλικό tension που σε κάνει να ερεθίζεσαιακόμα και το ίδιο το χώμα, την άμμο και τα λιπάσματα. Ο Κόσμος του «Λίβα» είναι έναςκόσμος τόσο ψεύτικος, όσο και οι φαντασιώσεις μας. Όπως στον «Καυγατζή» του Φασμπίντερ ήστον «Αγνωστο στη Λίμνη» του Αλέν Γκιροντί, το γυμνό, τα φετιχ και η σεξουαλική ένταση σεσυνοδεύουν μέχρι το τέλος της ταινίας, ακόμα κι οταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει να σεεπαναφέρει στην πραγματικότητα, σε έναν κοινωνικό ρεαλισμό που οι τάξεις, η ηλικία και τοβιομηχανικό τοπίο χαλιναγωγούν τις επιθυμίες σου.
Στα έξτρα της ταινίας, το απολαυστικότατο music score που κινείται από μελωδίες πουθυμίζουν ταινίες του Χίτσκοκ, μέχρι disco beats των Daft Punk. Επίσης, ο χαρακτήρας τηςΠόλα, μίας τρανς γυναίκας, που λειτουργεί σαν deus ex machina ικανή να επικοινωνήσει ταπιο απλά και βαθιά λόγια που ακόγονται στην ταινία, με έναν τόνο τόσο εξομολογητικό όσοκαι φυσικά αυθόρμητο, μίας γυναίκας που ζει στην πραγματικότητα, κατι που τελικά χρειάζεταινα ακούσεις κι εσύ ως θεατής, στο διάλειμμα από τις οργιαστικές φαντασιώσεις σου.
Τελικά, ο «Λίβας» είναι μία ένοχα απολαυστική gay ταινία, που ακροβατεί στα όρια τουcamp, της πορνογραφίας, που φαντάζει να έχει βγεί από κλαμπ του Βερολίνου και που τελικάπαραμένει μία τρυφερή αγκαλιά κατα την διάρκεια μίας ερωτικής πράξης. Θα ήμουν πολύχαρούμενος να μπορούσα να δω την ταινία σε ένα τσοντοσινεμά ή ακόμα και στο Ολύμπιον,οπού δεν θα ήξερες αν θα πρέπει να βάλεις το χέρι σου στα ποπ-κορν ή στην τσέπη τουδιπλανού σου.
Φίλιππος Παπάζογλου, Αθήνα
Το Γελαστό Πρόσωπο του Τιμ Σάτον
Η Νέα Υόρκη είναι αναμφίβολα η μούσα του σινεμά, η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Είναι, όμως, και η πόλη που αλλάζει πρόσωπα, καθώς σε κάθε ταινία που πρωταγωνιστεί, βλέπουμε μια διαφορετική οπτική της, ανάλογα με το αφήγημα των κεντρικών ηρώων της. Στο «Γελαστό Πρόσωπο» η Νέα Υόρκη φοράει μάσκα, ακόμα και προ κορονοϊού. Όπως οι δύο πρωταγωνιστές της, η πόλη κρύβεται πίσω από μια ασπίδα, δεν θέλει να κυκλοφορεί απροστάτευτη, γιατί ο κόσμος έξω την αδικεί. Μετατρέπεται σε λαβύρινθο και οι δρόμοι της οδηγούν σε αδιέξοδα. Ετσι και ο Σαούλ και η Ζάμα, περιπλανώνται σε μια πόλη χωρίς σκοπό, κάνοντας κύκλους γύρω από τους εαυτούς τους, καταλήγοντας πάντα στα ίδια μέρη.
Το «Γελαστό Πρόσωπο» είναι μια ταινία για τη μοναξιά. Τη μοναξιά που νιώθει κανείς όταν συνειδητοποιεί ότι κάποια κομμάτια του παραείναι αιχμηρά για να τα μοιραστεί, αλλά και την ίδια μοναξιά που διαλύεται όταν αυτά τα κομμάτια κουμπώνουν, επιτέλους, με τα σπασμένα κομμάτια κάποιου άλλου. Ο Σαούλ νιώθει μια θεός και μια μυρμήγκι, κάτω από τη σκιά των κτηρίων της Νέας Υόρκης, και αντλεί δύναμη από την προστασία που του παρέχει η μάσκα του. Η Ζάμα, από την άλλη, δείχνει μια κατανόηση πέρα από την ηλικία της, λειτουργεί ως φωτεινός φάρος και ταυτόχρονα εξελίσσεται και η ίδια.
Η φωτογραφία και η σκηνοθεσία της ταινίας είναι ασυναγώνιστες. Γυρισμένη σε φιλμ, κάθε πλάνο είναι μοναδικό και ταξιδεύει το θεατή στις παρατημένες γωνίες της μητρόπολης. Η μουσική δημιουργεί μια κλειστοφοβική αίσθηση, η οποία εντείνει το άγχος του θεατή και το αδιόρατο σφίξιμο στο στομάχι, καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας. Είναι ένα οπτικό αριστούργημα, γεγονός που δικαιολογεί κάποια άνισα σημεία στο σενάριο και τους μονοδιάστατους δευτερεύοντες χαρακτήρες. Επικρατεί ωστόσο ένας μαγνητισμός, που δημιουργεί μια ωδή στο αδιέξοδο και τη σύγχρονη αφιλόξενη πόλη. Η Νέα Υόρκη δεν αγαπάει τα παιδιά της, αλλά τα παιδιά της την αγαπούν. Ή τουλάχιστον το προσπαθούν.
Ευγενία Τσώρη
Αγνώστων Στοιχείων του Μπογκνταν Γκεοργκι Απετρι ★★1/2
Η εμμονή του ρουμανικου σινεμά στο νεορεαλισμο έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή, ένα νέο κύμα, με μια εθνική κινηματογραφια που έχει διακριτό ρόλο στην παγκόσμια παραγωγή.Εκτός από τους γνωστούς Ρουμάνους που αλωνουν τα φεστιβάλ και πολλές φορές η θεματολογία τους αναφέρεται στο αποτύπωμα της σοσιαλιστικης οικοδόμησης στη σύγχρονη ρουμανική κοινωνία, υπάρχουν οι φωνές που θέλουν να μιλήσουν για το εδώ και τώρα: για τον κοινωνικό εξοβελισμο των τσιγγάνων που οδηγούνται στην αμορφωσιά και γίνονται θύματα ρατσισμου, για την ανεξέλεγκτη δύναμη της αστυνομίας και των ανθρώπων της.
Αυτά είναι δύο σημαντικά θέματα που θίγονται στην ταινία του Μπογκνταν Γκεοργκι Απετρι "Αγνώστων Στοιχείων" φτάνει... να τα δεις. Αρκει να μη χαωθείς στο πολύπλοκο νήμα του αστυνομικού αυτού δράματος που στήνει με πολλές σκηνές γραμμένες μόνο και μόνο για να δικαιολογεί πόσο καλά έχει στήσει ο ήρωας το "κόλπο" που ετοιμάζει. Ομως, όσο η ταινία επιτυγχάνει να δημιουργήσει μια αστυνομική πλοκή τόσο απομακρύνεται από την κοινωνική κριτική και την ανάδειξης της ανθρωπογεωγραφίας της Βόρεια Ρουμανίας. Στα θετικά ή ερμηνεία του πρωταγωνιστη που πλάθει έναν σύγχρονο αντιηρωα και η κωμική πινελιά της φιγούρας του διοικητή του τμήματος.
Πεσιρίδης Κωνσταντίνος Σοφιανός
Μετά την Αγάπη του Αλίμ Καν
Η Μέρι/Φατιμά, μία βρετανίδα που ασπάστηκε το Ισλάμ από μικρή για να παντρευτεί τον αγαπημένο της Αχμέντ, τον χάνει ξαφνικά και πρώιμα. Λίγες μέρες μετά την κηδεία του ανακαλύπτει στο κινητό του τη διπλή του ζωή. Αποφασίζει να συναντήσει την ερωμένη του άντρα της και να της αποκαλύψει ποια είναι, αλλά μία σειρά παρεξηγήσεων τη φέρνει σε σημείο να ζει διπλή ζωή και η ίδια. Μετά την αγάπη, υπάρχει απώλεια και πόνος, αλλά και τι άλλο; Θυμός, προδοσία, άρνηση; Αποδοχή, ίσως; Μία ταινία που συνεχώς σε εκπλήσσει – στις ανατροπές της πλοκής, στις επιλογές των χαρακτήρων. Αποφεύγει τα κλισέ και σκάβει βαθιά σε όσα μάς κάνουν ανθρώπους – τα λάθη, τα ψέματα, τους φόβους, τους συμβιβασμούς, τα όνειρα. Ολες οι ερμηνείες είναι δυνατές, αλλά η πρωταγωνίστρια Τζοάνα Σκάνλαν είναι συγκλονιστική. Καταφέρνει και σε βάζει στον ψυχισμό της ηρωίδας της τόσο φυσικά, τόσο αληθινά, τόσο «απλά», τόσο δυνατά. Ετσι βιώνεις και την ίδια την ταινία: μια (φαινομενικά) απλή ιδέα, νατουραλιστικά σκηνοθετημένη, ένα αληθινό βλέμμα στη ζωή με δυνατό αντίκτυπο στο μυαλό και στην καρδιά.
Αθηνά Εξάρχου
Φαντάσματα στην Πόλη της Αζρα Ντενίζ Οκιάι
Στα «Φαντάσματα στην Πόλη», παρατηρούμε τη σύνθεση ενός σύγχρονου πορτρέτου της Τουρκίας, ενός πολυπρισματικού μωσαϊκού μιας χώρας που παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό. Μέσα από μια ιδιόμορφη συνθήκη, όταν μια εθνική διακοπή ρεύματος αναστατώνει τη λειτουργία της χώρας, τέσσερις χαρακτήρες , διαφορετικών ηλικιών και πολιτικών υποβάθρων, μπλέκονται σε ένα ασύνδετο φαινομενικά κουβάρι. Ο καθένας από αυτούς, κουβαλάει στους ώμους του μια διαφορετική έκφανση της Τουρκίας, της νέας και της παλιάς, μιας Τουρκίας που ισορροπεί πάνω σε δύο ετοιμόρροπες κολώνες.
Γύρω από την κεντρική ιστορία των τεσσάρων πρωταγωνιστών, παρατηρούμε τα πολιτικά και πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν το background, πίσω ακόμα και από τη διακοπή ρεύματος που υποσυνείδητα ορίζει τις δράσεις των χαρακτήρων. Αυτό ήταν και το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, καθώς η ίδια η ιστορία, ενώ είναι στιβαρή ως προς τη δομή της, αφήνει ξέφτια με σεναριακά ερωτήματα πίσω της. Σκηνοθετικά άρτια, η ταινία πετυχαίνει μια άκρως κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ακόμα και όταν τα περισσότερα πλάνα της είναι σε ανοιχτούς χώρους. Η κάμερα στο χέρι, σε συνδυασμό με τα κοντινά πλάνα στους κεντρικούς χαρακτήρες, κερδίζουν την προσοχή του θεατή και εντείνουν το γενικό συναίσθημα άγχους που επικρατεί.
Οι ήρωες της ταινίας είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά αυτό που τους ενώνει είναι η αίσθηση του παραγκωνισμού, του ανοίκειου σε ένα περιβάλλον που δεν τους αναγνωρίζει ως ίσους. Βρίσκονται συνεχώς στο περιθώριο, φαντάσματα σε έναν κόσμο ζωντανών και ψάχνουν συνεχώς ευκαιρίες να αγκιστρωθούν στο εδώ και στο τώρα. Ακολουθούν τα «θέλω» τους και δρουν με βάση αυτά, φωνάζουν ή μένουν σιωπηλοί, παρατηρούν και παρατηρούνται, σε μια δυστοπία όπου η κάθε κίνηση παρακολουθείται.
Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες συνθέτουν έναν πολύ πιο περίπλοκο κόσμο από αυτόν που αρχικά νομίζουμε ότι βλέπουμε, με πολλές σκηνές να επαναλαμβάνονται, με νέες πληροφορίες κάθε φορά, πληροφορίες που μας κάνουν να αναρωτηθούμε ξανά και ξανά για το τι είναι αυτό που βλέπουμε.
Η δύναμη της σκηνοθέτιδας βρίσκεται στο πώς επιλέγει να παρουσιάσει τα διαφορετικά στρώματα που συνθέτουν την ταινία της. Υφαίνει σχόλια και πολιτισμικές διαφορές χωρίς να τα φωνάζει, αφήνοντας τα να ξεδιπλωθούν μέσα από την κινηματογραφική εικόνα και να αναπτυχθούν σχεδόν υποσυνείδητα στο μυαλό του θεατή. Στο τέλος της ταινίας, όλες αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν ένα καλειδοσκόπιο, μια συμφωνία πόλεως για την Κωνσταντινούπολη και τους ανθρώπους της, τα φαντάσματά της και τις χαραμάδες του χώρου που τους αναλογεί.
Ευγενία Τσώρη
Μετά την Αγάπη του Αλίμ Καν
Δεν είχα διαβάσει την πλοκή, δεν ήξερα τι θα δω. Ετσι όπως ξεκίνησε η πρώτη σκηνή θεώρησα ότι θα δω ένα οικογενειακό ισλαμικό δράμα. Το υπέροχο όμως με την ταινία είναι ότι δεν έχει ακριβώς «ταυτότητα» ή «θέση». Τα τοπία της δεν είναι μια οικεία σε εμάς Αγγλία ή μια γνώριμη Γαλλία. Η ηρωίδα είναι βρετανίδα που ασπάστηκε το Ισλάμ. Η ερωμένη του νεκρού συζύγου δεν είναι ακριβώς ένοχη. Τους τόπους, τις σχέσεις, τις καταστάσεις δεν τις ορίζουν οι κανόνες, οι θεσμοί, οι θρησκείες, οι κουλτούρες, αλλά τελικά οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι Βρετανο-Πακιστανός Αλίμ Καν, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο (!), απέδειξε ότι όλα μπορεί να τα κοιτάξει κανείς μέσα από το ανθρώπινο φίλτρο. Και, αν είναι τυχερός και τη βρει μέσα του, μέσα από την αγάπη.
Δημήτρης Λεοντάρης
Τελευταίοι και Πρώτοι Ανθρωποι του Γιόχαν Γιοχάνσον
Μια φιλοσοφικά δομημένη ταινία επιστημονικής φαντασίας αλλιώτικη απο άλλες του είδους,που χρησιμοποιεί απλά υλικά όπως την δωρική αφήγηση της Τίλντα Σουίντον,τα επιβλητικά μνημεία της Γιουγκοσλαβίας και την φαντασία του θεατή.
Μπάμπης Ρουμελιώτης, Αθήνα
Η Ρόουζ Υποδύεται την Τζούλι των Κριστίν Μαλόι, Τζο Λόλορ
Αινιγματικό και μυστηριώδες, όσο βραδυφλεγές χρειάζεται, το «Rose Plays Julie» φιλοδοξεί να σε αποπροσανατολίσει από την πρώτη του κιόλας σκηνή και κατορθώνει να σε κρατήσει σε μια κατάσταση ηθικής αμφιβολίας και υποβόσκουσας αγωνίας ως το τέλος. Ψυχρό με τον τρόπο των αυστριακών masters του ανοίκειου ή του Λάνθιμου στο «Ιερό Ελάφι», στυλιζαρισμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια, μπαίνει κάτω από το δέρμα σου και σε κάνει να νιώθεις πράγματα που δεν είσαι σίγουρη ότι πρέπει ή ότι θέλεις
Ιωάννα Παναγιώτου, Αθήνα
Τελευταία Λόγια του Τζόναθαν Νόσιτερ
Αν δεν απατώμαι, ο Τζόναθαν Νόσιτερ έχει χρόνια να κάνει ταινία κι ακόμη περισσότερα να κάνει καλή ταινία. Τα «Τελευταία Λόγια» δεν είναι ακριβώς ένα σπουδαίο φιλμ, αντίθετα έχει στιγμές αμήχανες και ίσως περιττές, το worldbuilding του δεν είναι πάντα πετυχημένο, αλλά… Αλλά, βλέποντας αυτή την ταινία στις μέρες μας, σε ένα φεστιβάλ που γίνεται ψηφιακά, αυτό το προσωπικό ερωτικό γράμμα στο σινεμά, τη μνήμη, τον παλιό κόσμο, δεν μπορεί παρά να σε συγκινήσει.
Δημήτρης Πουλάκος, Καλαμάτα
Μάνα Μητέρα της Ναόμι Καβάσε | ★★★1/2
Οσοι είναι γνώριμοι με το κινηματογραφικο σύμπαν της Ναόμι Καβάσε θα καταλάβουν αμέσως ότι το «Μάνα Μητέρα» είναι μια από τις πετυχημένες ταινίες της. Η καταξιωμένη Γιαπωνέζα σκηνοθέτης με αναγνώριση και πέρα από τα σύνορά της (στην προηγούμενη ταινία της έπαιζε η Ζιλιέτ Μπινός), ξέρει να οδηγεί τους ηθοποιούς της στον κόσμο τον οποίο χτίζει. Εναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα συναισθήματα, το πώς αντιμετωπίζουμε τα δικά μας εμπόδια και κυριότερα τι μας οδηγεί στο να ζητήσουμε και λάβουμε τη συγχώρεση. Ολα αυτά βέβαια απ' τα μόνιμα ιντερμέδια του αστικού τοπίου, της φύσης σε όλα τα χρώματά της και τις εποχές, της θάλασσας αλλά και των πουλιών που πετούν πάνω απ' το γιαπωνέζικο ουρανό. Σε αυτήν την ταινία όμως η Καβάσε καταφέρνει και κάτι ακόμα: να πλάσει μια πλοκή με αρχή, μέση και τέλος, αλλά με πολλά μπρος-πίσω που κρατάνε άσβεστο το ενδιαφέρον του θεατή και με την οπτική όλων των πλευρών που συμμετέχουν στην ιστορία, των θετών γονιών και της βιολογικής μητέρας.
Αν, ομολογουμένως, κάποιον ξενίζει η μεγάλη διάρκεια, αυτή οφείλεται στο ίδιο το σενάριο που αναπτύσσεται με μια πολυπρόσωπη δομή αλλά και στο «θέλω» της σκηνοθέτιδας να δικαιολόγησει κάθε πράξη του ήρωά της χωρίς να τον αφήσει μετέωρο και ανυπεράσπιστο.
Ας ελπίσουμε ότι και αυτή η ταινία θα έχει την τύχη να προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες, όπως οι προηγούμενές της.
Πεσιρίδης Κωνσταντίνος Σοφιανός
Φαντάσματα στην Πόλη της Αζρα Ντενίζ Οκιάι
Βλέποντας τα «Φαντάσματα στην Πόλη», δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί αν αυτή η ταινία θα προβληθεί ποτέ στις αίθουσες της Τουρκίας του Ερντογάν, αφου είναι με τον ποιητικό της τρόπο εκρηκτικά πολιτική, σχεδόν μια πράξη αντίστασης απέναντι σε έναν σχεδόν παράφρονα, σχεδόν μονάρχη. Πολυδιάστατη και ηλεκτρισμένη, η ταινία της Αζρα Ντενίζ Οκιάι, μπορεί να δείχνει κάποιες ατέλειες ενός πρώτου φιλμ -στη σεναριακή συνοχή, στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων- αλλά είναι γεμάτη σιγουριά, ταλέντο κι ενέργεια. Ενα κινηματογραφικό μπαμ που ακούγεται μακριά.
Τρύφων Περνάρης, Ρόδος
Ου Μισήσεις του Μάουρο Μαντσίνι | ★★★
Μια σημαντική ιταλική ταινία που προσπαθεί να ακροβατήσει ανάμεσα στα κλισέ και στην δημιουργική αφήγηση. Το «Ου μισήσεις» είναι μια ταινία για την αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας και της βίας με έναν τρόπο μακριά απ' το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το ντόμινο εξελίξεων που το διαδέχεται. Παρακολουθούμε τον Σίμονε Σεργκε, έναν διακεκριμένο χειρουργό να ταλανίζεται ανάμεσα στην απόφαση που πρέπει να πάρει για το αν θα πρέπει να κρατήσει στη ζωή ένα φασίστα-ναζιστή αιμόφυρτο άντρα, του Αντόνιο Μοντερβινι. Η απόφαση του θα τον οδηγήσει στην ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει με τα παιδιά του Μοντερβίνι.
Μια ταινία ιστορίας και χαρακτήρων με ένα καλοδουλεμενο σενάριο που έχει μέσα τις απαραίτητες δράσεις για να αναπτύξει τη θεματολογία της. Με ένα καστ αξιόλογων ηθοποιών (άλλωστε η υποκριτική των Ιταλών ηθοποιών συμβαδίζει αισθητικά με την ελληνική αντίληψη) με προεξαρχοντα τον Αλεσαντρο Γκραζμαν που χτίζει μια πολυεπίπεδη ερμηνεία.
Το μόνο αρνητικό στο όλο εγχείρημα είναι η φωτογραφική αδυναμία υποστήριξης αυτής της προσπάθειας. Ο Φωτογράφος μαζί με το Σκηνοθέτη φαίνεται να μην υποστηρίζουν το δημιούργημα τους. Με εύκολες λύσεις που περισσότερο θυμίζουν καλογυρισμενες σειρές του Νetflix, η φωτογραφική ματιά δεν καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση στα χρώματα, το φως και τη κίνηση της κάμερας. Ειδικά στο σημείο, όπου ο Σίμονε μιλά με τη κόρη του εκλιπόντος, παρακολουθούμε μια συζήτηση που αλλάζει φοκους απ' τον ένας ηθοποιό στον άλλο με ρυθμό μάλιστα που μπορεί να ζαλίσει το μάτι.Εν κατακλείδι, δείτε την για τις ερμηνείες και το σενάριο που δεν θέλουν να πουν μια τετριμμένη ιστορία, αλλά έχουν το βήμα και κυρίως το λόγο για να τους ακούσεις.
Πεσιρίδης Κωνσταντίνος Σοφιανός
Μια Καθόλα Κανονική Οικογένεια της Μαλού Ρέιμαν
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του trans πατέρα της σκηνοθέτη και της αποκάλυψης της αλήθειας του στα παιδιά του, το φιλμ της Μαλού Ρεθ Ρέιμαν, είναι τρυφερό, χαριτωμένο, συγκινητικό και γεμάτο αγάπη. Κι έχει στο κέντρο του μια θετική απεικόνιση ενός trans χαρακτήρα. Αυτό που ο κόσμος μας χρειάζεται τώρα! Και ναι ένας cis άντρας ηθοποιός υποδυεται την Ανέτε ξεπεράστε το. Η σκηνοθέτης, και η γυναίκα που είναι ο πατέρας της δεν έχουν κανένα πρόβλημα με αυτό.
Ιωάννα Παναγιώτου, Αθήνα
Ο Καλύτερός μου Ρόλος του Νικολά Μορί
Μια κωμωδία γεμάτη νευρώσεις και ανασφάλειες με έναν κεντρικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει βγει από μια ταινία του Γούντι Αλεν. Ο Ζερεμί θα μπορούσε να είναι καρικατούρα, αλλά ο Νικολά Μορί που τον υποδύεται (και σκηνοθετεί το «My Best Part») κάνει κάτι θαυμάσιο κι απροσδόκητο με τον ήρωά του και το ίδιο το φιλμ. Από το εξυπνακίστικο και το χαριτωμένο, μετακινείται σταδιακά στο συγκινητικό και το ειλικρινές, σχεδόν δίχως να πάρεις χαμπάρι πως ακριβώς το έκανε!
Γιώργος Τερζάκης, Αθηνα
Το Βιβλίο των Οραμάτων του Κάρλο Σ. Χίντερμαν
Τα πράγματα είναι απλα: αν σας αρέσει ο Τέρενς Μάλικ, αυτή η ταινία θα σας αρέσει, όπως άρεσε και στον ίδιο τον Τέρενς που ανέλαβε τον ρόλο του παραγωγού στο φιλμ. Αν δεν σας αρέσει ο Τέρενς Μάλικ, τότε μάλλον δεν θα την δείτε ποτέ, αφού από το τρέιλερ ήδη καταλαβαίνεις ότι το «Book of Vision» μοιάζει σαν ένα φράγμα ασυγκράτητου λυρισμού κι αμπελοφιλοσοφιας να έχει σπάσει κάπου μακριά κι εσύ να είσαι ένα μοναχικό δέντρο στο διάβα της ροής του: Φυλάξου, σου έρχεται. Πέρα από τ’ αστεία το φιλμ είναι φιλόδοξο -ίσως υπερβολικά φιλόδοξο- γεμάτο ποιητικές εικόνες και υπαρξιακά ερωτηματικά, που μπορεί να τα πάρεις σοβαρά μπορεί και όχι, συνθέτοντας ένα τελικό αποτέλεσμα που αν μη τι άλλο δεν σε αφήνει αδιάφορο.
Λάμπης Πετρόπουλος. Κέρκυρα
Stardust του Γκάμπριελ Ρέιντζ
Βιογραφία του Μπόουι δίχως κανένα τραγούδι του; Είχα προετοιμαστεί για μούφα, αλλά ο Τζόνι Φλιν ήταν καλός κι ο Μάρκ Μάρον βάζει έξτρα γεύση όπου και να παίζει. Μπορεί να μην είναι σε καμία περίπτωση η βιογραφία του Μπόουι που θέλαμε - ή μήπως δεν θέλαμε; μήπως φτάνει πια με biopics- αλλά ως ένα όχι ακριβώς celebrated κομάτι της ζωής και της καριέρας του Thin White Duke, καθόλου δε με χάλασε.
Αράχνη από τον Αρη, Θεσσαλονίκη
Απομεινάρι της Νάταλι Ερικα Τζέιμς
Η Κέι και η έφηβη κόρη της, Σαμ, πηγαίνουν στο σπίτι της γιαγιάς Εντνα, στην καρδιά του δάσους: η Εντνα έχει εξαφανιστεί, η αστυνομία την αναζητά και το σπίτι της είναι γεμάτο με ποστ-ιτ: κάποια της υπενθυμίζουν τις δουλειές της, κάποια μοιάζουν ανεξήγητα. Στην πρώτη της ταινία, η Τζέιμς υιοθετεί τη φόρμα της ταινίας τρόμου, όχι μακριά από το «Hereditary», για να θίξει τον τρόμο της απώλειας της μνήμης, της άνοιας, της χαμένης προσωπικότητας. Σ' ένα σπίτι όπου ο τοίχος ζωντανεύει με τη μούχλα που εξαπλώνεται αυτοβούλως και με αλλόκοτους ήχους, ζει η ψυχαναλυτική θεωρία, η σωματοποίηση της σκέψης και του φόβου, για την απώλεια αυτού που ξέρουμε ότι είναι ο ναός του πνεύματος. Εύπεπτο θρίλερ που θαυμάσια θα βλέπαμε και στις αίθουσες - αν είχαμε αίθουσες.
Ιωάννα Ανδρούτσου, Θήβα
O Βιασμός της Ανια Μπρέιεν
Ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά το όνομα της Ανια Μπρέιεν, αλλά αν κρίνω από αυτή την πρώτη της ταινία που είδα στο φεστιβάλ, το «Βιασμός», πιθανότατα να γίνει μια από τις αγαπημένες μου σκηνοθέτιδες. Γυρισμένο το 1971 είναι ακόμη τόσο μοντέρνο και βλέπεται σαν ψυχολογικό θρίλερ ή σαν συναρπαστικό ντοκιμαντέρ. Κλείνω ήδη εισιτήρια και για τις υπόλοιπες ταινίες της.
Μαργαρίτα Αποστολίδου, Αθήνα
Το Ταξίδι της Φάλαινας του Φίλιπ Γιούργιεφ
Μπορεί να έχουμε δει πολλές ταινίες ενηλικίωσης, αλλά καμία που να διαδραματίζεται τόσο μακριά, κυριολεκτικά στην άκρη του πουθενά! Το «Ταξίδι της Φάλαινας» μπορεί να σου κεντρίζει το ενδιαφέρον αρχικά ως αξιοπερίεργο, αλλά γρήγορα, αυτή η τρυφερή αξιαγάπητη ταινία σου κλέβει την καρδιά. Κι αν όπως ο νεαρός πρωταγωνιστής της τυγχάνει να έχεις ζήσει όχι στον Βερίγγειο Πορθμό, αλλά σε ένα μακρινό μέρος της ελληνικής επαρχίας -ακόμη κι αν δεν έχει φάλαινες εκεί και το ίντερνετ πιάνει καλές ταχύτητες- δεν μπορείς παρά να την καταλάβεις ακόμη πιο πολύ!
Νικόλας Φωτεινάκης, Αθήνα