Μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη είχε μεταμορφωθεί σε καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών. Γυναίκες όλων των εθνικοτήτων και κοινωνικών τάξεων μπορούσαν να βρουν στέγη και ασφάλεια εκεί, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Μόνο που εμφανίστηκε κλητήρας με εξουσιοδότηση κατεδάφισης (βρέθηκε κληρονόμος που διεκδίκησε το οίκημα). Αυτοδιαχειριζόμενες και με σκοπό τη συμβολική και κυριολεκτική υπεράσπιση της θέσης τους στον κόσμο, 60 γυναίκες κάθε ηλικίας συγκεντρώνονται για να κάνουν κατάληψη και να προστατέψουν το χώρο. Ζουν για 7 μέρες όλες μαζί, κουβεντιάζουν, τοποθετούνται, αφηγούνται τα προσωπικά τους βιώματα και προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που ακόμα και οι ίδιες αντιμετωπίζουν το φύλο τους. Που μπορεί όλο αυτό να καταλήξει; Υπάρχει «νίκη» σ' έναν έμφυλο πόλεμο; Αλλάζεις τον κόσμο ανταποδίδοντας τη βία που εισέπραξες ή προσφέροντας ως απάντηση απλόχερη αγάπη; Τι αντιπροτείνει μία μητριαρχία;
Ο Νίκος Κορνήλιος («11 Συναντήσεις με τον Πατέρα μου», «Αθώο Σώμα», «Τρίτη», «Η Μουσική των Προσώπων») τολμά ένα πρότζεκτ με μεγάλο κινηματογραφικό ρίσκο: 60 γυναίκες (ηθοποιοί, ακτιβίστριες, καλλιτέχνες, ποιήτριες) μετά από πέντε μήνες πρόβας και αυτοσχεδιασμών, βρίσκουν τους ρόλους, το λόγο και τη θέση τους σ' αυτή την κοινότητα και σ' ένα κλειστό χώρο, όσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης διευθύνει και ενορχηστρώνει μία φιξιόν ταινία, ντοκιμαντερίστικης νεορεαλιστικής αισθητικής και αληθινής, δυνατής καρδιάς. Εχει όμως ελπίδα κάτι τέτοιο να ξεφύγει από την καταδίκη της θεατρικότητάς του; Κι, ουσιαστικά, μπορεί να υπερβεί το όλο εγχείρημα τη διδακτικότητα και την απολυτότητα του στρατευμένου μανιφέστου;
Ο Κορνήλιος χειρίζεται την κάμερα με αμεσότητα κι αυτοπεποίθηση. Η κινηματογράφησή του επιτυγχάνει να συλλάβει το γενικό, χωρίς να χάσει την μονάδα. Να αποτυπώσει την αξία της δύναμης του συνόλου, εστιάζοντας όμως και στο προσωπικό - οι ιστορίες κάθε γυναίκας έχουν ενδιαφέρον, μοναδικότητα και (επί το πλείστον) οργανικές, νατουραλιστικές ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται ότι τα πρόσωπα έχουν μία φυσική κινηματογραφική δύναμη μπροστά στο φακό, όμως έχει την εξαιρετική ικανότητα κι ο ίδιος να διεισδύει ανάμεσα στις γυναίκες, όσο και μέσα τους. Το αποτέλεσμα είναι καθαρόαιμο σινεμά, κι όχι ένας πολυμελής θεατρικός αυτοσχεδιαστικός θίασος μπροστά σε μια κάμερα.
Ταυτόχρονα, ο Κορνήλιος μοιάζει να έχει ανακαλύψει το κλειδί για τον μυστικό κήπο της γυναικείας συναίσθησης. Οσα συζητιούνται με τρυφερή εξομολογητική αμηχανία, χιούμορ, σπαραγμό, πολιτική δύναμη, μητρική ζεστασιά, σοκαριστική ένταση, πάγωμα - αποτελούν μία καλοδουλεμένη, ενδιαφέρουσα πρόταση για να ανοίξουν διάλογο στην οθόνη και στη συλλογική ηθική μας. Οι γυναίκες συζητούν για τα βιώματα, τη σεξουαλικότητα, την πολιτική, τη βία, τη μετανάστευση, τη συντροφικότητα, τη θέση τους στον κόσμο σήμερα, μετά από χρόνια συμβίωσης με ταμπού, ανασφάλειες, καταπίεση, εγκλωβισμό σε αυτοτροφοδοτούμενες ανδροκρατικές κοινωνίες.
Μόνο που η διάρκεια του όλου εγχειρήματος μοιάζει να ευνουχίζει τη δύναμή του. Οχι γιατί κουραζόμαστε να συμβιώνουμε κι εμείς μαζί με τις γυναίκες (αν και τα 160 λεπτά θα αποθαρρύνουν αρκετούς θεατές). Αλλά γιατί, όσο περνάει η ώρα, η ένταση του φεμινιστικού μανιφέστου υπογραμμίζει την ιδεολογία του - κι αυτό το οδηγεί στα επικίνδυνα μονοπάτια του διδακτισμού. Στην αρχή το πρότζεκτ σε αιφνιδίαζε ευχάριστα, το ένιωθες, το ρουφούσες, δούλευε μέσα σου. Μετά την πρώτη ώρα, άρχισε να φαίνεται η ραχοκοκκαλιά της κατασκευής, ο στόμφος κάποιων εξομολογήσεων, τα στρατευμένα κατηγορώ, ο επίτηδες λυρισμός.
Συγκρατούμε και χειροκροτούμε τη γενναιοδωρία του δημιουργού να στρέψει απλόχερα τους προβολείς στη γυναίκα. Οφείλουμε να ομολογήσουμε όμως ότι μας έλειψε ο άνδρας - όχι ως εξισωτική, ισοπεδωτική δύναμη, ή πολιτικά ορθή εκπροσώπηση ή βεβιασμένη κάθαρση. Οχι. Αλλά ως αποδέκτης. Ως ακροατής. Ως αντικατοπτρισμός. Ως συνοδοιπόρος - δίπλα μας, όχι εγγενώς απέναντι.