Ο Μάκης ζει σε ένα ακριτικό νησί που συνορεύει παρά κάτι μέτρα θάλασσας με την Τουρκία. Οινοποιός που δεν καταφέρνει να ζήσει από το επάγγελμα του, παλεύει με τα χρέη που τον πνίγουν, τους πελάτες του που δεν τον παίρνουν στα σοβαρά, τους εργάτες που τους χρωστάει μεροκάματα, την απώλεια της συζύγου του και κυρίως την κόρη του που θέλει με κάθε τρόπο να αποδράσει για την Αθήνα, δίνοντας τροφή στις κακόβουλες φήμες του μικρού επαρχιακού περιβάλλοντος.

Στο παραπέντε, ο Μάκης θα κλείσει μια δουλειά με το αντίτιμο της οποίας θα μπορέσει να ξεχρεώσει, αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή ένας επικίνδυνος δραπέτης θα τον πιάσει όμηρο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αλλάζοντας εντελώς την πορεία των πραγμάτων. Ο Μάκης θα υποκριθεί ότι ο άγνωστος άντρας έχει έρθει για να τον βοηθήσει στην παραγγελία προκειμένου να μην καταλάβει τίποτα η κόρη του, αλλά η τελευταία θα γίνει γρήγορα συνένοχος σε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε τρεις που θα γίνει ταυτόχρονα η σωτήρια τους και η καταστροφή τους.

Ενδιαφέρουσα και μελετημένη απόπειρα ψυχολογικού θρίλερ - είδους που απουσιάζει από το ελληνικό σινεμά - που παίζει με τους κανόνες του είδους, αλλά κρύβει στην καρδιά του μια ανθρώπινη σχέση που δίνει στο ντεμπούτο του Τάσου Γερακίνη μια υπαρξιακή χροιά που σε ευθεία γραμμή με το έρημο, αναχρονιστικό τοπίο του νησιού και τα χρώματα της γης μοιάζει σχεδόν σαν ένα σύγχρονο γουέστερν, μια παραβολή πάνω στο αρχέγονο θέμα του ανθρώπου που μαζεύει μέσα του το βάρος όλου του κόσμου πριν το εκτοξεύσει γύρω του σαν τελική πράξη δικαίωσης.

Τι κρίμα που ακριβώς τη στιγμή που το δράμα αναδιπλώνεται σε ένα κλειστοφοβικό φιλμ τρόμου, ο Γερακίνης κατεβάζει την ένταση, μένοντας μετέωρος για πολλή ώρα πριν φτάσει στο λυτρωτικό φινάλε. Στη διαδρομή, προδίδεται έκδηλα από μια αμηχανία στην κορύφωση των σκηνών και από την σε όλη τη διάρκεια της ταινίας εκτός ρυθμού ερμηνεία της Κατερίνας Παπαναστασάτου η οποία ωστόσο αντισταθμίζεται από την επιβλητική παρουσία του Χρήστου Στρέπκου και, φυσικά σε ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό από τη δωρική φιγούρα και υποκριτική ακρίβεια του Τάκη Σακελλαρίου σε ένα ρόλο που αποδίδει με συνέπεια τα δέοντα και στην κυριολεξία και στην ειρωνία του τίτλου της ταινίας.

Διαβάστε ακόμη: Ο Τάσος Γερακίνης πιστεύει ότι πρέπει να αμφισβητούμε καθημερινά τις βεβαιότητές μας