Άποψη

15o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Η επανάσταση θα ξεκινήσει από το χωριό

of 10

Εννιά ελληνικές ταινίες που προβάλλονται στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στρέφουν το βλέμμα τους σε απομακρυσμένα χωριά της χώρας, καθρεφτίζοντας μέσα από τις ιστορίες τους την οικονομική κρίση και προτείνοντας ως μοναδική λύση την αποκέντρωση!

15o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Η επανάσταση θα ξεκινήσει από το χωριό
«Ο Μανάβης» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου

Είναι προφανές πως υπάρχει κάτι πολύ γοητευτικό στο να «βλέπεις» την κρίση στην Ελλάδα του 2013 μέσα από τα μάτια ενός βοσκού που μένει εντελώς μόνος του σε ένα έρημο χωριό στη μέση του πουθενά, ζώντας μόνο με ό,τι παράγει και μοναδική συντροφιά τα ζώα του.

Τόσο ως ανθρωπολογική παρατήρηση όσο και ως υλικό για ένα ντοκιμαντέρ, ο παραμορφωτικός καθρέφτης μιας άλλης Ελλάδας, στην οποία η κρίση εισβάλλει ως ακόμη ένα – το σοβαρότερο – νέο σε μια σειρά ειδήσεων από την πρωτεύουσα, αντανακλά μέσα του ίσως τον πυρήνα της κρίσης σε ευθεία ένωση με ένα ανθρώπινο δυναμικό που τη βιώνει με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι οι πληθυσμοί των αστικών κέντρων.

Μοιρασμένες περίπου στη μέση, εννιά από τις ταινίες που προβάλλονται στο 15ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έχουν ως σκηνικό τους την ελληνική επαρχία, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, εμβαθύνουν από τη μία σε αυτήν την παραμορφωμένη αντανάκλαση της κρίσης, και από την άλλη προτείνουν έναν εναλλακτικό τρόπο εξόδου από αυτήν, (επι)στρέφοντας έστω και για τη λίγη ώρα που διαρκεί η κάθε μια από αυτές το βλέμμα στα... βασικά.

2

Στο Λύκο των Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Αράν Χιουζ

Τοποθετημένο στην ορεινή Ναυπακτία, το ντοκιμαντέρ των Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Αράν Χιουζ που έκανε την πρεμιέρα του στο Forum του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, καταγράφει τέσσερις ημέρες από τη ζωή δύο βοσκών που δεν χρειάζεται να βρίσκονται στην Αθήνα της ανεργίας, των κλειστών καταστημάτων, των διαδηλώσεων, των οδομαχιών, του ρατσιστικού παραληρήματος και της απόλυτης διάλυσης για αντιληφθούν πως η κρίση βρίσκεται πιο βαθιά απ' όσο ίσως θα ήθελε κανείς να πιστέψει.

Αλλωστε αυτή έχει φτάσει μέχρι το ορεινό χωριό και οι κάτοικοί του μπορούν να τη νιώσουν είτε μέσα από τις μονίμως ανοιχτές τηλεοράσεις που μεταδίδουν καθημερινά τις εξελίξεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, είτε με την τιμή των τσιγάρων που ακριβαίνουν συνεχώς, είτε γιατί πια είναι πολύ δύσκολο να πουλήσουν τα ζώα τους ή να εκμεταλλευτούν εμπορικά της γη τους.

Με την κάμερα ακίνητη να ακολουθεί μια απόκοσμη, σχεδόν γοτθική και όμως τελικά οικεία καθημερινότητα, το «Στο Λύκο» χωράει μέσα στα υπέροχα κινηματογραφημένα πλάνα του μια αυθεντική γεύση της ζωής στη ξεχασμένη (ελληνική και όχι μόνο) επαρχία, όπου ο χρόνος κυλάει αργά, οι κανόνες της επιβίωσης ορίζονται πρωτίστως από τις άγριες καιρικές συνθήκες και τα πρόσωπα των ανθρώπων μιλούν από μόνα τους – περισσότερο από οποιαδήποτε ανοιχτή τηλεόραση – για έναν κόσμο που οφείλει να μάθει να επιβιώνει μέσα σε μια αφιλόξενη αλλά ταυτόχρονα τόσο πανέμορφη φύση.

Διαβάστε περισσότερα για το «Στο Λύκο» και τους δημιουργούς του εδώ.

4

Σκάπετα του Μένιου Καραγιάννη

Το «Σκάπετα» σημαίνει «πέρα», εκεί δηλαδή όπου ζει ο Χρήστος, ένας βοσκός, μοναδικός κάτοικος ενός χωριού – φάντασμα, ο ένας ήρωας αυτής της ταινίας που, όπως και το «Στο Λύκο» αναδύει την ίδια ατμόσφαιρα εγκατάλειψης, στρέφοντας το βλέμμα του σε μια παράλληλη πραγματικότητα αντιστρόφως ανάλογη με αυτήν της αστικής κρίσης.

Ο Χρήστος ζει μόνο με τα απαραίτητα, συναναστρέφεται σπάνια με άλλους ανθρώπους και σαν τελευταίος κάτοικος ενός κόσμου που μοιάζει να οδεύει νομοτελειακά στο τέλος του στέκεται απέναντι στην κάμερα του Μένιου Καραγιάννη σχεδόν αγνόωντας την.

Η καθημερινότητα του είναι βασισμένη σε μια ρουτίνα που μοιάζει να είναι ανιαρή και την ίδια στιγμή συναρπαστική, καθώς η επαφή του με τη φύση, οι συνομιλίες του με τα πρόβατά του, τα ψώνια του από τα άχρηστα πράγματα που ξεβράζει η θάλασσα και οι σιωπηλές ώρες στο σπίτι του διακόπτονται μόνο από ένα παλιό ραδιοφωνάκι που παίζει λαϊκά τραγούδια και μεταφέρει τις ειδήσεις από την φλεγόμενη πρωτεύουσα.

Γυρισμένο σε ένα διάστημα περίπου έξι μηνών, με τον Καραγιάννη να παρακολουθεί τον Χρήστο σε κάθε του κίνηση, το «Σκάπετα» σε προκαλεί να αναρωτηθείς για το πριν και το μετά αυτού του ανθρώπου, σε αναγκάζει να σκεφτείς τις τεχνητές ανάγκες με τις οποίες έχουμε βαρύνει τη ζωή μας και ολοκληρώνεται σαν μια ωδή πάνω στην απόλυτη ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, όπου το μοναδικό τίμημα είναι η μοναξιά.

Και ακόμη κι αν παραμένει ατελές και χωρίς ρυθμό, επιλέγοντας τι να δείξει και τι όχι και σε στιγμές με «εύκολο» το σχόλιο του για την καταναλωτική κοινωνία, παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ παρατήρησης που γυρίστηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα και ταυτόχρονα ένα φιλμ – θεματοφύλακας μιας χώρας που πεθαίνει, έχοντας ξεκινήσει τη διαδρομή του θανάτου της πολύ πριν φανούν απτά τα αποτελέσματα της κρίσης.

2

Ομορφιές και Δυσκολίες (Μίτσιγκαν) του Κίμωνα Τσακίρη

Μια άλλη έκδοχή του Χρήστου από το «Σκάπετα» είναι και ο Δημήτρης Τσίγγανος πιο γνωστός ως Μίτσιγκαν, ιδιοκτήτης μια από τις μεγαλύτερες φάρμες της Μεσσηνίας με το όνομα «Ομορφιές και Δυσκολίες». Μόνο που ο Μίτσιγκαν δεν είναι μόνος. Ή τουλάχιστον η μοναξιά του δεν εκφράζεται με την απουσία των άλλων.

Ο Κίμωνας Τσακίρης («SugarTown») τον ακολουθεί στην δική του καθημερινότητα σαν έναν άλλο καουμπόη σε μια Αγρια Δύση (όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει την περιοχή στην οποία ζει), καθώς εργάζεται για τη φάρμα του και αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του.

Εδώ η οικονομική κρίση δεν αποτελεί απλά έναν απόηχο από κάπου μακριά, αλλά μοιάζει να έχει τρυπώσει για τα καλά στην καθημερινότητα του Μίτσιγκαν, σε ένα σαφές σχόλιο του Τσακίρη για μια χώρα που καταρρέει, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να σώσει τους έστω ελάχιστους ανθρώπους που είχαν πιστέψει από νωρίς στη σημασία της αγροτικής παραγωγής ως τουλάχιστον ένα μεγάλο βήμα για την έξοδο από την κρίση.

Ο Μίτσιγκαν, όμως, μοιάζει ανυποχώρητος, γνωρίζει καλά το ρόλο που καλείται να παίξει όταν αποφάσισε να παραμείνει στη Μεσσηνία και να μην εγκαταλείψει τη φάρμα του, δίνοντας ένα στίγμα για το πόσες ακριβώς «ομορφιές και δυσκολίες» σε ίσες ποσότητες χρειάζονται για να μπορείς να συνεχίσεις.

Ακόμη κι αν ο Τσακίρης αποδεικνύεται εδώ πιο λίγος από τον ήρωα του, σε μια όχι και τόσο πετυχημένη fiction παρέμβαση που θέλει τον Μίτσιγκαν να ζητάει από τους κοντινούς ανθρώπους και συνεργάτες του να του μιλήσουν για την κρίση, ό,τι μένει είναι η φιγούρα ενός ανθρώπου ταυτόχρονα ρετρό και απόλυτα σύγχρονου, ένα πιθανό δείγμα μιας προσδοκώμενης νέας εποχής.

4

Ο Μανάβης του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου

Σε ένα από τα καλύτερα και πιο αφοπλιστικά ντοκιμαντέρ της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος θυμάται τις υπέροχες μέρες των πρώτων του ταινιών, μεταφέροντας σχεδόν αυτούσιο και απτό το πρόσωπο μιας «άγνωστης» Ελλάδας.

Ακολουθώντας μέσα σε τέσσερις εποχές τον μανάβη Νίκο Αναστασίου με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς αυτοί επισκέπτονται εδώ και 26 χρόνια με το μανάβικο - φορτηγό τους τα δύσβατα χωρια της ορεινής Πίνδου, ο Κουτσιαμπασάκος γνώριζε ήδη από τη σύλληψη του ντοκιμαντέρ του πως δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα περισσότερο από το να βρίσκεται εκεί.

Κάθε στάση του μανάβικου είναι και μια μικρή αποκάλυψη, ένα κομμάτι ατόφιας ανθρωπολογικής παρατήρησης, ένα συγκινητικό πάρε δώσε με την ιστορία αυτού του τόπου, καθώς άνθρωποι αποκομμένοι από τον όποιο πολιτισμό καθρεφτίζουν στο ερχομό του μια σειρά από μικρές ή μεγαλύτερες ανάγκες: τα πράγματα που θέλουν να τους φέρει ο μανάβης την επόμενη φορά που θα έρθει, τα παράπονά τους για τις χαλασμένες τηλεφωνικές γραμμές, τις χαρές και τις λύπες που θέλουν να μοιραστούν με κάποιον, ένα μισό ζουμερό καρπούζι που μια συγκινητική γιαγιά ζητάει συγνώμη που δεν θα το πάρει ολόκληρο...

Μέσα στον ένα χρόνο που θεωρητικά διαδραματίζεται ο ίσως μεγαλύτερος σε διάρκεια απ' όσο θα έπρεπε «Μανάβης», ο Κουτσιαμπασάκος παρακολουθεί χωρίς να σχολιάζει, αγκαλιάζοντας τους ήρωες του με πραγματική αγάπη, ειρωνικά μετόχους σε μια - όπως και να την κάνουμε - οικονομική συναλλαγή επιβίωσης, χωρίς να αναφέρει παρά μόνο αμυδρά την κρίση. Ακριβώς γιατί όταν μιλάς για ανθρώπους που παραμένουν ζωντανοί μέσα στην εγκατάλειψή τους, ικανοποιημένους με αυτή την απειροελάχιστη εβδομαδιαία εισβολή του όποιου πολιτισμού στην πόρτα του σπιτιού τους, έχεις ήδη δείξει έναν τρόπο για την αντιμετώπισή της.

2

Little Land του Νίκου Νταγιαντά

Στο νέο ντοκιμαντέρ του Νίκου Νταγιαντά («Σαγιόμι»), το χωριό είναι το νησί της Ικαρίας, το ιδιοσυγκρασιακό αυτό μέρος της Ελλάδας με το μεγαλύτερο ποσοστό μακροζωίας στην Ευρώπη και τους δικούς του ράθυμους ρυθμούς μιας καθημερινότητας που δεν επηρεάζεται από τον τουρισμό, τη βίαιη εισβολή των ξένων ή της ίδιας της κρίσης.

Πρωταγωνιστές στο «Little Land» είναι ένα ζευγάρι νέων επαγγελματιών που παίρνουν την απόφαση να ζήσουν μόνιμα εκεί, αφήνοντας πίσω την πόλη και όλα όσα λίγα έχει πλέον αυτή να τους προσφέρει. Στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής, θα πρέπει να γνωρίσουν έναν «άγνωστο» τόπο, να μάθουν να ζουν με τους δικούς του κανόνες και να αναζητήσουν τρόπους για να ζήσουν με τα απαραίτητα.

Πρώτα ο 35χρονος Θοδωρής και λίγο αργότερα η κοπέλα του, θα φτιάξουν μια μικρή αγροτική κοινότητα, έχοντας πάρει την απόφαση να μην εγκαταλείψουν, αλλά να επιβάλλουν στον «αστικό» εαυτό τους μια νέα μορφή πιο απλής και δημιουργικής καθημερινότητας.

Σε ένα υπέροχα γυρισμένο ντοκιμαντέρ που δεν καταφέρνει όμως πάντα να αποβάλλει την ανάγκη του να τεκμηρίωσει, περισσότερο από μια ιστορία, ένα μήνυμα (πράγμα που δεν υποβοηθείται και από τους όχι και τόσο χαρισματικούς ήρωες του που δεν σε παρασέρνουν) παραμένοντας τελικά μια γεύση «εναλλακτικής» εξόδου από την κρίση. Αυταπόδεικτης και άρα γι' αυτό σημαντικής.

Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Little Land»

2

To Παλατάκι των Αορίων του Βασίλη Παναγιωτακόπουλου

Νικητής του πρώτου διαγωνισμού ταινιών τεκμηρίωσης για το Περιβάλλον και την Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών που διοργανώνει τοΙδρυμα Ανάπτυξης του Μετσόβιου Κέντρου Διεπιστημονικής Ερευνας (ΜΕ.Κ.Δ.Ε.) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το «Παλατάκι των Αορίων» είναι ένα υπέροχο δείγμα μιας μικρής ταινίας με μεγάλα αισθήματα.

Τοποθετημένο στην Εθιά, ένα ορεινό χωριό στα Αστερυσία Ορη στην Κρήτη, το «Παλατάκι των Αορίων» αφηγείται την προσπάθεια μιας ομάδας κατοίκων του που τον είχαν εγκαταλείψει, αφήνοντάς το πραγματικά στη μοίρα του, να το ζωντανέψουν από τις στάχτες τους, μετατρέποντας το σε έναν πρότυπο παραδοσιακό οικισμό.

Δεν είναι μόνο το σωζόμενο αρχειακό υλικό που παρακολουθεί το χωριό μέσα στη μεγάλη του διαδρομή από το τέλος στην... καινούρια του αρχή, ούτε μόνο όσοι μιλούν με πάθος στο ντοκιμαντέρ για το πως υλοποίησαν μια όχι και τόσο αυτονόητη απόφαση να σώσουν τις ρίζες τους με ίδια μέσα λειτουργώντας ως μια υποδειγματική κοινότητα χωρίς ίχνος διαφθοράς, σχέσεων εξουσίας ή απώτερους προσωπικούς σκοπούς.

Είναι κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο ο Βασίλης Παναγιωτακόπουλος μετατρέπει ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που δεν βασίζεται στις κινηματογραφικές αρετές του, σε ένα ολόκληρο σύμπαν συναισθημάτων και πραγματικής επίγνωσης της σημασίας της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, ολοκληρώνοντας ένα μικρό δοκίμιο για τη μεγάλη ανάγκη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της συνεργασίας ως ένα σίγουρο δρόμο προς την ανοικοδόμηση ενός χωριού και - γιατί όχι; - μιας ολόκληρης χώρας.

2

Εργαστήρι Αιώνων του Βαγγέλη Ευθυμίου

Παρόμοια περίπτωση με το «Παλατάκι των Αορίων», το «Εργαστήρι Αιώνων» του Βαγγέλη Ευθυμίου είναι ένα ντοκιμαντέρ που δεν ποντάρει στην κινηματογραφική του γραφή, αλλά καταφέρνει να μεταφέρει αυτούσια την αίσθηση του κόσμου που περιγράφει, και εν προκειμένω όσα σπουδαία καταφέρνει μια μικρή ομάδα ανθρώπων στις Πρέσπες.

Οσα μαθαίνουμε για την Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών, σε παράλληλη δράση με την κατασκευή μιας παραδοσιακής βάρκας από αυτές που σπανίζουν πλέον στην επιφάνεια της λίμνης, είναι τόσο σημαντικά όσο και οι εικόνες της δράσης μερικών μοναχικών ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη των θαλάσσιων ειδών της λίμνης και στην απόφαση τους να κάνουν αυτόν τον μαγικό τόπο να μέινει όσο το δυνατόν αλώβητος από τη βίαιη ανθρώπινη παρέμβαση.

Αν και επαγγελματίες, οι ήρωες του «Εργαστηρίου Αιώνων», μιλούν σαν ο τόπος να τους ανήκει, όχι με την αίσθηση της ιδιοκτησίας αλλά με την ανάγκη των πολιτών αυτής της χώρας που δεν έμαθε ποτέ να αξιοποιεί όσα απλόχερα της χάρισε η φύση, επιμένοντας ή να τα εγκαταλείπει στο έλεός τους ή ακόμη χειρότερα να τα καταστρέφει προκειμένου να επωφεληθεί.

Οση ώρα διαρκεί το ντοκιμαντέρ του Ευθυμίου, είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς από τη σχολαστικότητα της Εταιρείας καθώς αναλύει τα είδη των ψαριών και τη μοναδικό στον κόσμο βιοποικιλότητα των Πρεσπών, προ(σ)καλώντας σε ταυτόχρονα σε ένα πρωτίστως ενημερωτικό αλλά τελικά αποτελεσματικό σε σχέση με το «μέγεθος» του ντοκιμαντέρ ταξίδι σε μια άλλη χώρα και ενός άλλου είδους ανθρώπινης δράσης που θα ευχόσουν όχι μόνο να γνώριζες καλύτερα αλλά να συναντούσες συχνότερα γύρω σου.

2

Αθηνά εκ του Μηδενός του Φοίβου Κοντογιάννη

Μια βάρκα φτιάχνουν και οι ήρωες του ντοκιμαντέρ του Φοίβου Κοντογιάννη, μόνο που στη δική τους περίπτωση πρόκειται για ένα μοναδικό στο είδος του παραδοσιακό ελληνικό ιστιοπλοϊκό σκάφος –η συμιακή σκάφη με ιστιοφoρία μπρατσέρα junk, καθώς αυτή ετοιμάζεται για να ξεκινήσει το ταξίδι της από την Αίγινα.

Παρακολουθώντας την κατασκευή της «εκ του μηδενός» από ανθρώπους που όχι μόνο γνωρίζουν να το κάνουν αλλά έχουν χτίσει γύρω από την ύπαρξή της μια «εναλλακτική» μικρή κοινότητα ελεύθερων ψυχών, ο Κοντογιάννης κατασκευάζει ταυτόχρονα και ένα τοπίο μιας κοινωνίας που αρνείται πεισματικά να πιστέψει στην παράδοση - ακόμη κι αν αυτή καταλήγει σε κάτι τόσο όμορφο όσο αυτό το ιστιοπλοϊκό - αφήνοντας τους τεχνίτες της να αφηγηθούν τελικά μια ιστορία για την διάσωση της ιστορικής μνήμης.

Κοντά στο αστικό τοπίο, όσο όμως το επέτρεπε πάντοτε η ταυτόχρονη κοσμοπολίτικη αλλά και παραδοσιακή Αίγινα, το «Αθηνά εκ του Μηδενός» ζει, όπως και οι ήρωες του, περισσότερο μέσα στη θάλασσα (στο δικό του χωριό), εκεί όπου μια πνοή καθαρού αέρα μας επιστρέφει σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι μπορούν να παθιάζονται με κάτι τόσο ιδιαίτερο και να χρησιμοποιούν τα χέρια και το μυαλό τους για να το κάνουν πραγματικότητα.

2

Μουσικό Χωριό του Ανδρέα Σιαδήμα

Στο χωριό του ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Σιαδήμα, όλα είναι μουσική. Αφού για ένα μήνα κάθε χρόνο ο Αγ. Λαυρέντιος του Πηλίου φιλοξενεί το «Μουσικό Χωριό», μια πλατφόρμα καλλιτεχνών και θεατών απ' όλον τον κόσμο με επίκεντρο τη μουσική, την Τέχνη και κυρίως την αλληλεπίδρασή της με τη φύση.

Ο Ανδρέας Σιαδήμας βρέθηκε στο «Μουσικό Χωριό» πρώτη φορά το 2009 και δεν σταμάτησε να το επισκέπτεται προσπαθώντας να αποτυπώσει λίγη από την ενέργειά του, την πολυποικιλότητα των δράσεων του και την πολυμορφία των ανθρώπων που αποτελούν τον πυρήνα του.

Και θα τα είχε καταφέρει μια χαρά, αφήνοντας απλά την κάμερα να περπατάει ανάμεσα στα δεκάδες εργαστήρια που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στον Αγ. Λαυρέντιο, να παρακολουθεί ως θεατής τις βραδινές παραστάσεις στην πλατεία του χωριού, να μιλάει με διοργανωτές και συμμετέχοντες για την εμπειρία και να ακούει τους ήχους της φύσης να μπλέκονται με αυτές των μουσικών οργάνων σε μια μοναδική, σχεδόν παγανιστική, σύνθεση.

Το «Μουσικό Χωριό», όμως, είναι κάτι παραπάνω από αυτό.

Δομημένο πάνω στην ίδια λογική του «ταξινομημένου χάους» που νιώθεις ότι επικρατεί κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων του «Μουσικού Χωριού», ο Σιαδήμας καταφέρνει όχι μόνο να μεταφέρει αυτούσια την εμπειρία (το νιώθεις, ακόμη κι αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ εκεί) και την αγάπη των συμμετεχόντων σε αυτό για τη μουσική και τις Τέχνες, αλλά κυρίως ολοκληρώνει ένα σχόλιο πάνω σε μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην... ελευθερία.

Με όρους κινηματογραφικούς, υπέροχη διεύθυνση φωτογραφίας, συναρπαστική ηχοληψία και «έντεχνο» μοντάζ, ο Σιαδήμας ξεκινάει την τεκμηρίωσή του συστήνοντας ένα άγνωστο κομμάτι μιας «άλλης» Ελλάδας, ανιχνεύει τις προθέσεις και τους λόγους της επιτυχίας του «Μουσικού Χωριού», απομονώνει χαρακτήρες που με αφορμή τη διοργάνωση μιλούν για την ανάγκη της Τέχνης ως τη μοναδική σίγουρη οδό για την οικονομική αλλά και κοινωνική επιβίωση μιας ακριτικής Ελλάδας, πριν κορυφώσει το φιλμ του σε ένα φρενήρες πάρτι, παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει κάθε χρόνο στον Αγ. Λαυρέντιο.

Κάνοντας την αποκέντρωση να μοιάζει πιο δελεαστική από ποτέ και την Τέχνη (του κινηματογράφου πρωτίστως, αλλά και όχι μόνο) να αποτελεί το πιο σίγουρο και αποφασιστικό βλέμμα προς μια νέα Ελλάδα.

Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Μουσικό Χωριό».

Διαβάστε περισσότερα για το 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης